Fed vs SVB: Μια διαφορετική προσέγγιση
Shutterstock
Shutterstock

Fed vs SVB: Μια διαφορετική προσέγγιση

Όλα καλά λοιπόν. Διασώθηκαν οι καταθέτες. Η ηρεμία επανήλθε. Το σύστημα στάθηκε όρθιο για μια φορά ακόμα. Τι απέγινε όμως με τους μετόχους που είχαν επενδύσει στο μετοχικό κεφάλαιο της SVB; Τι απέγινε με τους ομολογιούχους που είχαν επενδύσει στα ομολογιακά δάνεια της SVB; 

Μήπως αυτό που εξελίχθηκε μπροστά στα μάτια μας είναι ένα από τα πρώτα επεισόδια μιας σειράς που έχει σαν πρωταγωνιστή το αυξημένο κόστος χρήματος; Μήπως αυτή η αναταραχή της οποίας το καταστροφικό σπιράλ αφοπλίστηκε από τη Fed και τον FDIC, θα πρέπει να μας προβληματίσει για το μέλλον; Τι θα συμβεί αν κάτι στραβώσει στο παράλληλο και σκιώδες επενδυτικό και τραπεζικό οικοσύστημα των private equity funds και των venture capitals, το οποίο δεν λειτουργεί υπό τη σκέπη του συστήματος εγγύησης καταθέσεων του FDIC; Το μέγεθος των private funds στις ΗΠΑ ξεπερνάει σε επενδύσεις τα $6,5 τρισ. και των venture capitals το $1 τρισ. Σύμφωνα δε με το Bloomberg ο αριθμός των εργαζομένων και στους δυο κλάδους υπερβαίνει τα 15 εκατ.

Ας επιστρέψουμε με απαντήσεις στα δυο αρχικά ερωτήματα. Οι μέτοχοι απώλεσαν το 100% της αξίας των μετοχών τους και οι ομολογιούχοι το 100% της αξίας των ομολογιακών δανείων της SVB που είχαν στην κατοχή τους. Και για ποιο λόγο τιμωρήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο; Διότι είχαν επενδύσει τα χρήματα των καταθετών, που ήταν κατά βάση εταιρείες από τον χώρο της τεχνολογίας και της καινοτομίας, σε μακροχρόνιες εκδόσεις ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου. Ίσως το πιο σίγουρο επενδυτικό προϊόν του πλανήτη. Και όλα αυτά συνέβαιναν σε ένα περιβάλλον με σχεδόν μηδενικά επιτόκια.

Όταν όμως η Fed σήμανε την αύξηση των επιτοκίων και ξεκίνησε η νομισματική σύσφιξη, τα πράγματα άλλαξαν. Οι εταιρείες τεχνολογίας και τα start ups άρχισαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους για να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Η SVB αναγκάστηκε να ρευστοποιήσει τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου που είχε στο χαρτοφυλάκιο της για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες ανάγκες ρευστότητας. Και έτσι οδηγηθήκαμε σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Όσο μεγαλύτερη η αγωνία για την ανάληψη των καταθέσεων, τόσο μεγαλύτερη η πίεση για ρευστότητα προς την τράπεζα και τόσο μεγαλύτερες οι ζημίες από τις πωλήσεις των ομολόγων στην αγορά. Διότι οι τιμές στις οποίες ρευστοποιούνται τα ομόλογα δεν είναι οι τιμές που απεικονίζονται στις λογιστικές καταστάσεις, αλλά οι πραγματικές τιμές της αγοράς που είναι αισθητά χαμηλότερες.

Βέβαια πολλοί διερωτώνται πως είναι δυνατόν μια τράπεζα του μεγέθους της Silicon Valley Bank, να μην έχει προβεί στην αντιστάθμιση του κινδύνου από την αύξηση των επιτοκίων. Ειδικά όταν το χαρτοφυλάκιο της αποτελείτο κατά βάση από ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, η αποτίμηση των οποίων κινείται αντιστρόφως ανάλογα προς την πορεία των επιτοκίων. Αναπάντητο ερώτημα.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πολιτική της αύξησης των επιτοκίων που ακολουθεί η Fed, είναι η βασική αιτία πίσω από την κατάρρευση της SVB. Η αύξηση των επιτοκίων, οδήγησε στην πτώση των αποτιμήσεων των start ups και των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας. Αυτό με τη σειρά του, οδήγησε σε δυσχέρεια τις εταιρείες που επιχειρούσαν να αντλήσουν κεφάλαια, κάτι που μέχρι πρότινος ήταν αρκετά εύκολο, αφ’ ενός λόγω της πλεονάζουσας ρευστότητας και αφ’ ετέρου λόγω των χαμηλών επιτοκίων. Έτσι οι τεχνολογικές εταιρείες έπρεπε να χρησιμοποιήσουν δικά τους κεφάλαια, που ήταν τοποθετημένα σε καταθέσεις της SVB.

Επίσης θα μπορούσαμε να πούμε ότι σήμερα οι αγορές «πληρώνουν» την αμεριμνησία που καλλιέργησαν για πάνω από 10 χρόνια. Πληρώνουν αυτό που λέγεται συχνά σαν “Profitless Prosperity”, δηλαδή την ευημερία δίχως κέρδη και την υπεραξία που δεν στηρίζεται σε μια δομημένη και οικονομικά στέρεη αποτίμηση.

Σημασία δεν έχει τόσο να καταλογιστούν ευθύνες, που μπορούν να αναζητηθούν τόσο από την πλευρά της Fed όσο και από την πλευρά της Silicon Valley Bank. Σημασία έχει να αντιληφθούμε πως οι συνθήκες έχουν αλλάξει και πως το «ταξίδι» στις χρηματιστηριακές αγορές δυσκολεύει και συνοδεύεται από αυξημένο ρίσκο.