*Γράφει ο Vytautas Žukauskas
Η 20ή επέτειος του ευρώ σημαδεύτηκε από την αύξηση του πληθωρισμού των τιμών. Στην ευρωζώνη ο ετήσιος πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή έφτασε στο 5% τον Δεκέμβριο του 2021. Η Λιθουανία κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό με 11%.
Ενώ η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ώθησε αυτούς τους δείκτες ακόμη υψηλότερα (7,4 και 16,6% αντίστοιχα τον Απρίλιο του 2022), η ανοδική τάση υπήρχε πολύ πριν από τον πόλεμο. Δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει ως στόχο να διατηρεί τον ετήσιο πληθωρισμό των τιμών στο 2%, η κατάσταση δεν είναι φυσιολογική: η υποτίμηση του χρήματος αδειάζει τις τσέπες των ανθρώπων πιο γρήγορα από το συνηθισμένο.
Οι κεντρικές τράπεζες υπογραμμίζουν ως την κύρια αιτία του πληθωρισμού τις διαταραχές στον εφοδιασμό που προκλήθηκαν από την πανδημία, και πιο πρόσφατα τον πόλεμο. Φαίνεται να είναι απρόθυμες να αναγνωρίσουν τη νομισματική πολιτική ως παράγοντα αύξησης των τιμών.
Ωστόσο, ο στόχος των νομισματικού χαρακτήρα πακέτων τόνωσης – η ενίσχυση της συνολικής ζήτησης – είναι ένας από τους δύο καθοριστικούς παράγοντες του επιπέδου τιμών. Το άλλο είναι η προσφορά. Το ερώτημα δεν είναι το αν, αλλά το σε ποιο βαθμό η επιτάχυνση της εκτύπωσης χρήματος έχει συμβάλει στην αύξηση των τιμών.
Οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες ανά τον πλανήτη εργάστηκαν ακαταπόνητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αφού μείωσαν με επιθετικό τρόπο τα επιτόκια, άρχισαν να αγοράζουν τίτλους, διογκώνοντας έτσι τους ισολογισμούς τους και αυξάνοντας την προσφορά χρήματος.
Έτσι, η ποσότητα χρήματος (Μ1) στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκε κατά ένα τέταρτο μέσα σε δύο χρόνια. Ένας καλός τρόπος για να κατανοήσουμε τον αντίκτυπο της αύξησης της προσφοράς χρήματος στις τιμές είναι να θυμόμαστε ότι τα νέα χρήματα καταλήγουν στους λογαριασμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, στη συνέχεια στους λογαριασμούς εταιρειών και νοικοκυριών, και κατόπιν μεταφράζονται σε υψηλότερη ζήτηση για αγαθά, υπηρεσίες, και περιουσιακά στοιχεία, η οποία στη συνέχεια ανεβάζει τις τιμές των αγαθών, των υπηρεσιών και των περιουσιακών στοιχείων.
Οι αυξήσεις των τιμών ή ο πληθωρισμός ερμηνεύονται συχνά ως αύξηση της ποσότητας χρήματος που κυνηγάει την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών. Ο πληθωρισμός θα αυξηθεί ακόμη και αν η ποσότητα των αγαθών και των υπηρεσιών έχει μεν αυξηθεί, αλλά ανεπαρκώς σε σχέση με τις αλλαγές στην προσφορά χρήματος. Εάν η ποσότητα των αγαθών και των υπηρεσιών έχει μειωθεί, όπως συνέβη στο πλαίσιο της πανδημίας και του πολέμου, ο πληθωρισμός θα είναι ακόμη υψηλότερος.
Σε κάθε περίπτωση, οι κεντρικές τράπεζες συμβάλλουν στην επιτάχυνση των αυξήσεων των τιμών, είτε θέλουν να το παραδεχτούν είτε όχι.
Τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής που χρησιμοποιεί η ΕΚΤ έχουν εξελιχθεί σημαντικά κατά την εικοσαετία του ευρώ. Το φάσμα των τίτλων που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ έχει διευρυνθεί.
Η ΕΚΤ έχει αποκτήσει περισσότερη δύναμη να στοχεύει την πολιτική της προς συγκεκριμένα τμήματα της αγοράς κινητών αξιών. Οι ωριμάνσεις των χρησιμοποιούμενων εργαλείων έχουν επιμηκυνθεί και ο όγκος της νομισματικής πολιτικής έχει αυξηθεί, διογκώνοντας τον ισολογισμό της κεντρικής τράπεζας.
Έτσι, η ΕΚΤ μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε τα χρήματα μέσω διαφόρων μέσων, καναλιών, και πολύ μεγαλύτερης ισχύος που δεν ήταν διαθέσιμα στο παρελθόν. Δεν βλέπουμε αυτές τις ενέργειες, αλλά βλέπουμε τα αποτελέσματά τους.
Αυτές οι αλλαγές θα γίνουν θετικά αποδεκτές από όσους βλέπουν τη νομισματική πολιτική ως ένα σημαντικό εργαλείο για την ώθηση της οικονομίας. Για όσους όμως συνδέουν το χρήμα, τη σταθερότητα και τη μακροπρόθεσμη αξία του με αυστηρούς περιορισμούς στην έκδοση χρήματος και μια πολιτικά ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, αυτή είναι μια ανησυχητική εξέλιξη.
Για μια δεκαετία (για το ήμισυ της ύπαρξης του ευρώ), ζούμε σε ένα περιβάλλον επεκτατικής νομισματικής πολιτικής και επιτοκίων που κάνουν το χρήμα ένα καθολικό πέπλο για τα οικονομικά προβλήματα, διαστρεβλώνοντας την ίδια την ουσία του. Ως αποτέλεσμα, το χρήμα χάνει την κεντρική του περιοριστική λειτουργία – τη μετάδοση οικονομικών σημάτων.
Πέρυσι, η ΕΚΤ δημοσίευσε μια ανάλυση με ένα μάλλον αποκαλυπτικό συμπέρασμα ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή επειδή «η θερμοκρασία παίζει σημαντικό ρόλο στις μεσοπρόθεσμες εξελίξεις των τιμών». Αλλά είναι πολλοί οι παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στις αλλαγές των τιμών.
Μια σταδιακά αυξανόμενη εμπλοκή της κεντρικής τράπεζας σε αυτές τις εξελίξεις θα σήμαινε ότι γίνεται ακόμη πιο πολιτικοποιημένη ως θεσμός. Η ενθάρρυνση της επιδίωξης πολιτικών φιλοδοξιών μέσω της έκδοσης χρήματος θα σήμαινε την πολιτικοποίηση του χρήματος και θα έθετε σε κίνδυνο τον πρωταρχικό μακροπρόθεσμο στόχο της κεντρικής τράπεζας - τη σταθερότητα της αγοραστικής δύναμης.
Το εύκολο χρήμα είναι μεθυστικό, αλλά στην καλύτερη περίπτωση είναι μόνο μια βραχυπρόθεσμη λύση. Θα ήθελε κανείς να πιστεύει ότι οι αυξανόμενες τιμές θα αναγκάσουν τις κεντρικές τράπεζες ανά τον πλανήτη να υιοθετήσουν σταδιακά μια πιο νηφάλια νομισματική τους πολιτική και να την μετακινήσουν από τη διάσωση της οικονομίας και των χρηματοπιστωτικών αγορών προς τη μακροπρόθεσμη νομισματική σταθερότητα. Διαφορετικά, το μέλλον θα μας φέρει μόνο περισσότερες αυξήσεις τιμών και μεγαλύτερη νομισματική υποτίμηση.
*O Vytautas Žukauskas είναι αντιπρόεδρος και διευθυντής ερευνών του Lithuanian Free Market Institute, μιας ιδιωτικής, μη κερδοσκοπικής και μη κομματικής οργάνωσης που ιδρύθηκε στη Λιθουανία του 1990 με στόχο την προώθηση των ιδεών της ατομικής ελευθερίας και υπευθυνότητας, της ελεύθερης αγοράς και του περιορισμένου κράτους.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 23 Μαΐου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.