Καθώς η Ρωσία συνεχίζει την εισβολή της στην Ουκρανία, χωρίς να υπάρχουν ιδιαίτερα σημάδια υποχώρησης, είναι σημαντικό να τεθεί το ερώτημα: γιατί συμβαίνει αυτό;
Η εισβολή στην Ουκρανία έχει καταστροφικές συνέπειες για τον ουκρανικό λαό και έχει ήδη τεράστιο αντίκτυπο στη ρωσική οικονομία και στις ζωές των καθημερινών ανθρώπων. Καθώς η Δύση συσπειρώνεται εναντίον του Πούτιν, το κόστος για τη Ρωσία, τόσο από οικονομική άποψη όσο και από την άποψη της διεθνούς φήμης της, θα είναι διαρκές.
Ο πληθωρισμός προβλέπεται να φτάσει το 20% φέτος, το ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί κατά 8% και η Παγκόσμια Τράπεζα έχει προειδοποιήσει ότι η Ρωσία πλησιάζει «πολύ» στην αθέτηση πληρωμών του χρέους για πρώτη φορά από το 1917. Εν τω μεταξύ, το πολιτιστικό μποϊκοτάζ της Ρωσίας συνεχίζεται χωρίς υποχώρηση.
Ο Πούτιν ασφαλώς γνωρίζει το μέγεθος της ζημιάς που προκαλεί στη χώρα του, ωστόσο συνεχίζει την επίθεσή του στο κυρίαρχο έθνος της Ουκρανίας. Η Ουκρανία είναι στρατηγικής σημασίας για τη Ρωσία, αλλά η αξίωση του Πούτιν επί της χώρας αυτής έχει πολύ βαθύτερο χαρακτήρα.
Πέρυσι τον Ιούλιο, το Κρεμλίνο δημοσίευσε ένα δοκίμιο του ίδιου του Πούτιν, με τίτλο «Σχετικά με την ιστορική ενότητα Ρώσων και Ουκρανών». Αυτό μας δίνει μια εικόνα ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο Πούτιν ερμηνεύει την ιστορία. Όσο σφαλερή κι αν είναι η αφήγησή του, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τα κίνητρά του καθώς και τη συναισθηματική, ακόμη και ρομαντική, λαχτάρα που βρίσκεται πίσω την επιθυμία του να καταλάβει την Ουκρανία.
Η ερμηνεία αυτή προβάλλει κάποιους ανησυχητικούς ισχυρισμούς. Ένας από αυτούς, για παράδειγμα, είναι ότι «το Κίεβο (sic) απλά δεν χρειάζεται το Ντονμπάς» γιατί «οι κάτοικοι αυτών των περιοχών δεν θα δεχτούν ποτέ την τάξη που οι άνθρωποι του Κιέβου προσπάθησαν και προσπαθούν να επιβάλουν με βία, αποκλεισμούς και απειλές».
Με το Ντονμπάς να βρίσκεται τώρα υπό τον έλεγχο της Ρωσίας, και τον Πούτιν να έχει αναγνωρίσει τις Λαϊκές Δημοκρατίες του Λουχάνσκ και του Ντόνετσκ, τα λόγια του μεταφράστηκαν άμεσα σε πράξη – είναι σαφές ότι ο Πούτιν πίστευε από καιρό ότι η Ουκρανία είναι στη διάθεσή του.
Ο Πούτιν αναφέρεται επανειλημμένα στους στενούς πολιτιστικούς και ιστορικούς δεσμούς μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών, αναφερόμενος ότι πρόκειται για «έναν λαό». Προβάλλει ένα αφήγημα, αμφισβητήσιμης βεβαίως ακρίβειας, των δύο χωρών που ξεκινά από την «παλαιούς Ρως», έναν μεσαιωνικό πολιτισμό γύρω στον 9ο αιώνα με επίκεντρο το σύγχρονο Κίεβο και συνεχίζεται διαμέσου των αιώνων.
Σημειώνει ότι το 1686, ένα μέρος της σύγχρονης Ουκρανίας παραχωρήθηκε στη Ρωσία από την Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία και έγινε γνωστό ως «Malorossia» (Μικρή Ρωσία) –κάτι που ακούγεται τόσο αξιαγάπητο όσο και συγκαταβατικό– αλλά επιτρέπει στον Πούτιν να παρουσιάζει την Ουκρανία ως το μικρότερο αδερφάκι της Ρωσίας. Μιλάει για την «κοινή πίστη, την κοινή πολιτιστική παράδοση και τη (…) γλωσσική ομοιότητα», ως βάση της εμμονής του με την ουκρανική επικράτεια.
Ένας ισχυρισμός που κάνει είναι ότι «η πραγματική κυριαρχία της Ουκρανίας είναι δυνατή μόνο σε συνεργασία με τη Ρωσία» και ότι η Ρωσική Ομοσπονδία βοήθησε «την Ουκρανία να ιδρυθεί ως ανεξάρτητη χώρα». Απέναντι σε αυτό, βλέπει την επέκταση του ΝΑΤΟ ως μια «μεταμφίεση για την επιθετική κατάληψη της ουκρανικής οικονομίας». Αυτοί οι παρανοϊκοί ισχυρισμοί εξηγούν την εμμονική επιθυμία του Πούτιν να επιστρέψει την Ουκρανία στην τροχιά της Ρωσίας – και τις προσπάθειες που θα καταβάλει για να σφραγίσει την κληρονομιά του ως αυτός που συγκέντρωσε ξανά τα ρωσικά εδάφη.
Γνωρίζουμε ότι ο Ρώσος ηγέτης θεωρεί ότι οι ξένες χώρες ενθαρρύνουν μια «αντιρωσική αντίληψη». Και όσο περισσότερο ο Πούτιν αισθάνεται ότι η Ουκρανία απομακρύνεται από αυτόν και ότι η Ρωσία αποξενώνεται από τη Δύση, τόσο πιο πιθανό είναι να επιχειρήσει να συνταχθεί με τους αντιπάλους της Δύσης, δηλαδή την Κίνα με την κοινή τους αντίθεση στην επέκταση του ΝΑΤΟ. Οποιαδήποτε προσπάθεια επίτευξης διπλωματικής επίλυσης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της αυτή την πραγματικότητα.
Το κείμενό του καταλήγει με μια πολύ συναισθηματική νότα: «Μαζί ήμασταν πάντα και θα είμαστε πολλές φορές πιο δυνατοί και πιο επιτυχημένοι. Γιατί είμαστε ένας λαός». Ο Πούτιν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία δεν θα είναι ποτέ «αντι-Ουκρανία» και ότι αυτό που θα συμβεί στη συνέχεια είναι να αποφασίσουν οι Ουκρανοί πολίτες. Η ιστορία βεβαίως θα αποφανθεί πολύ διαφορετικά.
Αυτό το δοκίμιο που δημοσιεύτηκε σχεδόν επτά μήνες πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, παρουσιάζει τη θρησκευτικού τύπου πεποίθηση του Πούτιν ότι η Ρωσία και η Ουκρανία πρέπει να ξανασμίξουν – μια πεποίθηση που αποτελεί τη βάση της μεγάλης επιχείρησής του κατά τους τελευταίους μήνες. Ωστόσο, η εισβολή, που μοιάζει με μια απεγνωσμένη τελική προσπάθεια και η τελευταία πράξη στο θεατρικό έργο που ήταν η βασιλεία του Πούτιν, μπορεί να καταλήξει να χωρίσει τις δύο χώρες περισσότερο από ό,τι η Δύση.
*Ο Aman Shirgaokar είναι αρθρογράφος στο 1828.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Μαρτίου και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 1828 και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.