Του Zine-Eddine Aklil
Η ΕΕ έχει θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου μέσω ενός ευρωπαϊκού Green Deal ύψους ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ. Στόχος είναι ολόκληρη η Ένωση να καταστεί ουδέτερη ως προς τις εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2050. Στο σχέδιο περιλαμβάνεται ένα μέτρο που μέχρι σήμερα θεωρούταν υπερβολικά δυσκίνητο, προκλητικό και νομικώς προβληματικό ώστε να υιοθετηθεί από την οποιαδήποτε χώρα: ο συνοριακός φόρος εκπομπών άνθρακα.
Μολονότι αυτή η ιδέα είχε προταθεί και στο παρελθόν, ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Οι επικριτές της υποστήριζαν ότι το ρίσκο που συνεπάγονται τέτοια μέτρα είναι υπερβολικά μεγάλο. Παρ’ όλα αυτά, ένας ενοποιημένος φόρος άνθρακα παραμένει θεμιτή και ίσως αναπόφευκτη πολιτική τόσο από περιβαλλοντικής, όσο και από οικονομικής σκοπιάς. Η Γερμανία που επί καιρό αντιτίθεται σ’ αυτό το σχέδιο, πρόσφατα το υιοθέτησε, συνειδητοποιώντας ότι η πίεση για περιβαλλοντικά ζητήματα συνεχίζει να αυξάνεται.
Η πρόσφατη βιομηχανική ιστορία της Ελβετίας και της Σκανδιναβίας μπορεί να κρύβει διδάγματα για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην προσπάθεια για την αποτελεσματική στάθμιση της κλιματικής αλλαγής και των διαφορετικών οικονομικών απαιτήσεων, οι φόροι άνθρακα μπορούν να μειώσουν την εκπομπή αερίων θερμοκηπίου και να προαγάγουν το ελεύθερο εμπόριο.
Το 2017, η Ελβετία είχε τη χαμηλότερη εκπομπή άνθρακα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, έχοντας εισαγάγει φόρο άνθρακα το 2008, που αρχικά ανερχόταν σε 10 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα, ποσό που σταδιακά αυξήθηκε στα 75 ευρώ ανά τόνο το 2016.
Για να διασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων, ο φόρος συστηματικά αυξάνεται αν αυξάνονται και οι εκπομπές. Αν όμως οι στόχοι επιτυγχάνονται και εντέλει ξεπερνιούνται, τότε ο φόρος θα καταργηθεί τελείως.
Σε μακροοικονομική κλίμακα, αυτό το παράδειγμα καταδεικνύει το πώς ένας φόρος άνθρακας μπορεί να δώσει κίνητρα σε μια οικονομία να μειώσει τις εκπομπές της. Δεδομένου ότι η κοινή γνώμη βλέπει επιφυλακτικά το φορολογικό σύστημα, αυτό αφαιρεί τις αμφιβολίες ως προς πιθανά κίνητρα των κυβερνήσεων να επιβάλλουν επιπλέον φόρους για να παρακρατήσουν το πλεόνασμα. Τα έσοδα από τη φορολογία άνθρακα δεν μπορούν να είναι πλεονασματικά καθώς, αν όλοι προσπαθήσουν να πετύχουν την καθορισμένη ποσόστωση τότε οι φόροι θα μειωθούν και, αν χρειαστεί, ένα μέρος τους θα επιστραφεί στους πολίτες μέσω διάφορων προνοιακών πρωτοβουλιών.
Η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία εισήγαγαν φόρο άνθρακα κατά τη δεκαετία του 1990 με επίσης σχετική επιτυχία. Η αρχική ιδέα ήταν να αλλάξει η συμπεριφορά των καταναλωτών με την άμεση χρέωση των ανθρώπων ώστε να μειωθεί η κατανάλωση πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα. Στη Δανία, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά φορολογήθηκαν άμεσα ως προς την ενέργεια που κατανάλωναν.
“Εκείνη την περίοδο, σκεφτόμασταν μόνο με αφηρημένους όρους τους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου μας”, δηλώνει ο Mikael Skou Andersen, οικονομολόγος που εξειδικεύεται στο πεδίο αυτό στο δανεζικό Εθνικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Ερευνών (NERI). Σήμερα, πάνω από 25 χρόνια μετά την εφαρμογή αυτής της πολιτικής, τα αποτελέσματα είναι σαφή: η Δανία έχει μειώσει τις εκπομπές της κατά 10%. Έτσι, πολλοί παραγωγικοί κλάδοι επωφελούνται σήμερα από την καλύτερη ενεργειακή παραγωγικότητα στον κόσμο.
Η Δανία όμως δεν πέτυχε αυτά τα αποτελέσματα μόνο εισάγοντας νέους φόρους. Πρώτον, το 20% των εσόδων του φόρου άνθρακα επανεπενδύθηκε σε τεχνολογία που είχε ως στόχο τη βελτίωση την ενεργειακή αποδοτικότητα. Τα υπόλοιπα έσοδα αξιοποιήθηκαν για τη μείωση του κόστους εργασίας των επιχειρήσεων μέσω της μείωσης των δαπανών τους. Σε μικροοικονομικό επίπεδο, αυτό ήταν αρκετό για να καλύψει την αύξηση του κόστους της φορολόγησης. Σήμερα, ο δανεζικός φόρος άνθρακα ανέρχεται στα 13 ευρώ ανά τόνο, αντιστοιχώντας στην παγκόσμια μέση τιμή.
Άλλα πετυχημένα παραδείγματα της εισαγωγής φόρων άνθρακα και τη μείωση του εργασιακού κόστους εντοπίζονται στη Φινλανδία και τη Σουηδία, χώρες που κατάφεραν να μειώσουν τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 10% και 7% αντιστοίχως. Αυτές οι πολιτικές πέτυχαν διότι εισήχθησαν σταδιακά, χωρίς να καταπνίξουν τους πιο ενεργειακώς εντατικούς βιομηχανικούς κλάδους, δίνοντάς τους τον χρόνο ώστε να επενδύσουν σε νέες πηγές ενέργειας.
Για να είναι επιτυχημένη αυτή η πρωτοβουλία του φόρου άνθρακα, η ΕΕ μπορεί είτε να ρυθμίσει, είτε να καταστήσει ελκυστικό για τους καταναλωτές να εξοικονομήσουν ενέργεια και να χρησιμοποιήσουν νέες μορφές βιώσιμης ενέργειας.
Υπάρχει εδώ ένα γενικό συμπέρασμα με δύο μέρη. Πρώτον, μέσω ενός ενιαίου φόρου άνθρακα, η ΕΕ θα πρέπει να μπορέσει να πείσει τους πολίτες των κρατών-μελών της να αποδεχθούν τη φορολόγηση. Μια έρευνα του Ipsos καταδεικνύει ότι οι άνθρωποι είναι ολοένα και πιο απρόθυμοι να πληρώνουν τους φόρους τους καθώς δεν γνωρίζουν για τι ακριβώς πληρώνουν. Θα βοηθούσε να να δουν τις υπηρεσίες στις οποίες έχουν πρόσβαση μέσω αυτής της επιβάρυνσης και το κόστος που θα παραγόταν αν αυτές δεν ήταν δημόσιες.
Το δεύτερο δίδαγμα είναι ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώσουν τους πολίτες σχετικά με την οικολογική φορολόγηση. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να τους εξηγήσουν τι χρειάζεται να γίνει για το περιβάλλον και για ποιο λόγο γίνονται αυτές οι αυξήσεις στους φόρους, και όχι απλά να τους ενημερώσουν για τη χρήση των εσόδων. Είναι αναγκαίο να εξηγηθεί το πώς τα διάφορα οικονομικά και ρυθμιστικά εργαλεία αξιοποιούνται για την προστασία των μελλοντικών γενεών.
*Ο Zine-Eddine Aklil είναι πολιτικός επιστήμων και διεθνολόγος, συντάκτης του δικτύου Epicenter.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 31 Μαρτίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.