Του Philip Booth
Το επιχείρημα που διατυπώνεται από πολλούς όπως ο George Monbiot ότι η προστασία του περιβάλλοντος προϋποθέτει την ανατροπή του καπιταλισμού δεν έχει καμία αξιοπιστία ιδίως αν συγκρίνουμε την επιτυχία των σοσιαλιστικών οικονομικών και των οικονομιών της αγοράς ως προς την προστασία των περιβαλλοντικών πόρων. Ακόμη όμως και σε ένα λιγότερο δραματικό επίπεδο, είναι εντυπωσιακό το πόσο φτωχά σχεδιασμένη είναι η κρατική πολιτική για την κλιματική αλλαγή. Αν λάβουμε υπόψη μας τις επιδόσεις της κρατικής παρεμβατικότητας στο παρελθόν και σήμερα, λίγη πίστη μπορούμε να έχουμε σ’ αυτή.
Η τελευταία μόδα φαίνεται να είναι η ολοένα και μεγαλύτερες επιδοτήσεις στα εισιτήρια του τραίνου. Η γερμανική κυβέρνηση μειώνει τα εισιτήρια αυτά και το Λουξεμβούργο σχεδιάζει να κάνει δωρεάν όλες τις μετακινήσεις με μέσα μαζικής μετακίνησης. Ας βάλουμε στην άκρη τα πολλά επιχειρήματα εναντίον αυτών των σχεδίων που αφορούν την γενική οικονομική αποτελεσματικότητα, και ας εστιάσουμε αποκλειστικά στην περιβαλλοντική πτυχή.
Αυτές οι πολιτικές πηγάζουν από την εντύπωση ότι το τρένο ανταγωνίζεται το αεροπλάνο σε κάποιες πτυχές της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από τους καταναλωτές, και το αυτοκίνητο σε κάποιες άλλες. Η επιλογή του τρένου έναντι του αυτοκινήτου ή του αεροπλάνου πιστεύεται έτσι ότι θα οδηγήσει σε μικρότερες εκπομπές άνθρακα. Έχοντας χρησιμοποιήσει αποκλειστικά το τρένο για τις τελευταίες μεγάλες μου διακοπές, και σκοπεύοντας να κάνω το ίδιο και το 2020 (αν τα σχέδιά μου δεν ακυρωθούν από τις γαλλικές απεργίες), έχω μια εγγενή συμπάθεια προς το τρένο έναντι του αεροπλάνου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η πολιτική αυτή δεν είναι κακή για την οικονομία, αλλά και για την κλιματική αλλαγή.
Σενάριο ένα - να παραβλέψουμε το πρόγραμμα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ
Ας υποθέσουμε ότι ξεκινάμε από τη θέση όπου δεν υπάρχουν μηχανισμοί για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα από τις μεταφορές. Το επιχείρημα εδώ είναι ότι μια επιδότηση θα έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά ανθρώπων από μεθόδους μετακίνησης υψηλών εκπομπών άνθρακα (αυτοκίνητα και αεροπλάνα) σε μεθόδους χαμηλών εκπομπών (τρένα και λεωφορεία).
Τόσο τα αεροπλάνα όσο και τα τρένα εκπέμπουν άνθρακα: τα πρώτα περισσότερο από τα δεύτερα. Το επιχείρημα υπέρ των επιδοτήσεων στα τρένα προέρχεται από τα “οικονομικά της αμέσως καλύτερης λύσης”. Θεωρητικά είναι καλύτερο να φορολογηθούν τόσο τα αεροπλάνα όσο και τα τρένα, με τους φόρους στα αεροπλάνα να είναι μεγαλύτεροι. Αν όμως ξεκινήσουμε από μια κατάσταση όπου δεν υπάρχουν φόροι στα αεροπλάνα, τότε οι επιδοτήσεις στα τρένα θα μεταφέρουν ανθρώπους από μέσα συγκοινωνίας υψηλών εκπομπών σε μέσα χαμηλών εκπομπών. Αυτό θα μπορούσε να έχει παρόμοια οφέλη με τη φορολόγηση των αεροπλάνων.
Αυτή όμως είναι μόνο μία από τις συμπεριφορικές προσαρμογές. Αυτό που θα συμβεί επιπροσθέτως είναι μια αύξηση στη ζήτηση για μετακινήσεις γενικά. Αυτή η εξέλιξη θα έχει άμεσα αποτελέσματα (για παράδειγμα, περισσότεροι άνθρωποι θα κάνουν ταξίδια με το τρένο τα σαββατοκύριακα γιατί αυτά είναι φτηνότερα, αντί να παίζουν ποδόσφαιρο στο πάρκο, ή οι επιχειρήσεις μπορεί να οργανώνουν συσκέψεις με φυσική παρουσία αντί για βιντεοσυσκέψεις), αλλά και έμμεσα αποτελέσματα (για παράδειγμα, οι άνθρωποι θα επιλέγουν να ζουν μακρύτερα από τον τόπο εργασία τους και να χρησιμοποιούν τα μέσα μεταφοράς). Αυτές οι συνέπειες αυξάνουν τις εκπομπές άνθρακα.
Ποια συνέπεια θα κυριαρχήσει; Αυτό εξαρτάται από την “σταυροειδή ελαστικότητα της ζήτησης” των αεροπλάνων και των τρένων, καθώς και των τρένων και όλων των υπόλοιπων αγαθών. Σε απλή γλώσσα, αν ο αριθμός των ανθρώπων που θα αποφασίσουν να ταξιδέψουν σιδηροδρομικώς εκεί όπου υπό άλλες συνθήκες δεν θα ταξίδευαν καθόλου είναι μικρός, τότε αυτό το μέτρο μπορεί να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα. Από την άλλη πλευρά, αν ο αριθμός των ανθρώπων που επιλέγουν τρένα έναντι αεροπλάνων είναι μεγαλύτερος, ως αποτέλεσμα της επιδότησης, τότε το μέτρο θα αυξήσει τις εκπομπές άνθρακα.
Θα φανταζόμουν ότι οι πολιτικοί που εισάγουν τέτοιου είδους μέτρα δεν το σκέφτηκαν ποτέ αυτό, ούτε βεβαίως προσπάθησαν να μετρήσουν τα διάφορα αποτελέσματα.
Σενάριο δύο - Επιδοτήσεις στα τρένα και υπαγωγή των αερογραμμών σε εμπόριο εκπομπών
Στην πράξη, οι αερογραμμές που λειτουργούν στην ΕΕ πρέπει να αγοράζουν άδειες για να εκπέμπουν άνθρακα, όταν ταξιδεύουν εντός της ΕΕ (τα ταξίδια εκτός της ΕΕ είναι άσχετα με το επιχείρημα καθώς δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό τα ταξίδια με τρένο να αντικαταστήσουν τις διηπειρωτικές πτήσεις). Οι αερογραμμές συμμετέχουν στο πρόγραμμα εμπορίας εκπομπών. Στην περίπτωση αυτή, η επιδότηση των τρένων είναι μια πολιτική “lose-lose”. Αν οι άνθρωποι επιλέξουν τρένα έναντι αεροπλάνων και κατά συνέπεια πετούν λιγότερα αεροπλάνα, τότε οι αερογραμμές απλώς θα πουλήσουν την πίστωση άνθρακα που διαθέτουν σε μια άλλη εταιρία (πχ σε έναν κατασκευαστή γυαλιού ή χάλυβα), κι έτσι η μείωση των πτήσεων δεν θα παραγάγει κανένα απολύτως όφελος στο περιβάλλον, ενώ τα περισσότερα ταξίδια με τρένο θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερες εκπομπές άνθρακα.
Ακόμη, καθώς τα ταξίδια με τρένο είναι φτηνότερα σε σύγκριση με όλα τα άλλα αγαθά, περισσότεροι άνθρωποι θα επιλέξουν αυτό τον τρόπο μετακίνησης έναντι άλλων αγαθών και υπηρεσιών, προκαλώντας έτσι ομοίως περισσότερες εκπομπές. Θα υπάρχουν και έμμεσες συνέπειες - οι άνθρωποι θα είναι πιο πρόθυμοι να μετακινούνται στις δουλειές τους - και ούτω καθεξής. Σ’ αυτή την περίπτωση, η επιδότηση των τρένων θα οδηγήσει χωρίς αμφιβολία σε αύξηση των εκπομπών άνθρακα στην περίπτωση που δεν υπάρχει μια σημαντική μετακίνηση από τα αυτοκίνητα προς τα τρένα.
Ποια είναι η καλύτερη πολιτική για τον πλανήτη;
Δυστυχώς, οι πολιτικοί αρέσκονται να μοιράζουν “δωρεάν πράγματα” καθώς πιστεύουν ότι αυτό θα τους κάνει λαοφιλείς. Τα δωρεάν πράγματα βεβαίως πρέπει να χρηματοδοτηθούν από φόρους, όμως οι φόροι αυτοί τείνουν να είναι κρυμμένοι ενώ οι επιδοτήσεις είναι φανερές. Γι’ αυτό και οι βρετανικές κυβερνήσεις, όπως και πολλές άλλες, επιδοτούν υπόρρητα ή ευθέως την κατανάλωση ενέργειας ενώ προσπαθούν να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα.
Σε έναν κόσμο όπου τα αεροπλάνα υπόκεινται σε ένα πρόγραμμα εμπορίας εκπομπών και έχουν σχεδιαστεί ειδικοί φόροι για την κάλυψη του κοινωνικού κόστους της εκπομπής άνθρακα (όπως συμβαίνει στην ΕΕ), η σωστή πολιτική είναι αναμφισβήτητα η φορολόγηση των άλλων πηγών εκπομπής, όπως τα τρένα, ακόμη κι αν εκπέμπουν λιγότερο άνθρακα απ’ ό,τι τα αεροπλάνα ή τα αυτοκίνητα. Τα αυτοκίνητα ήδη φορολογούνται σε ένα επίπεδο που σχεδόν βέβαια καλύπτει το κοινωνικό κόστος των εκπομπών άνθρακα.
Ακόμη κι αν τα αεροπλάνα δεν συμμετείχαν στο πρόγραμμα εμπορίας εκπομπών και δεν υφίσταντο ειδικούς φόρους, είναι πιθανό, μολονότι σε καμία περίπτωση βέβαιο, πως η επιδότηση των τρένων θα οδηγούσε σε μειωμένες εκπομπές άνθρακα. Μια τέτοια πολιτική θα είναι όμως πάντα κατώτερη της φορολόγησης τόσο των τρένων όσο και των αεροπλάνων αναλογικά του ποσού του άνθρακα που εκπέμπουν ή της υπαγωγής και των δύο στο πρόγραμμα εμπορίας εκπομπών. Η αλήθεια είναι πως αν αποδεχθούμε τα επιχειρήματα της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, τότε δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα. Η δημιουργία της ψευδαίσθησης ότι υπάρχουν, με την επιδότηση δράσεων που μπορεί να εκπέμπουν λιγότερο άνθρακα, σε κάθε περίπτωση όμως τον εκπέμπουν, είναι μια πολιτική κακή για την οικονομία και πολύ κακή για την κλιματική αλλαγή.
--
Ο Philip Booth είναι καθηγητής χρηματοπιστωτικών, δημόσιας πολιτικής και ηθικής στο St Mary’s University, Twickenham και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του Institute of Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 10 Ιανουαρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.