Του Dalibor Rohac
Στον λόγο που εκφώνησε ο Emmanuel Macron στη Σορβόννη την περασμένη εβδομάδα περιέγραψε ένα τολμηρό όραμα αλλαγών στην ΕΕ. Η Ένωση πρέπει να γίνει μια περιεκτική γεωπολιτική δύναμη, με κοινές πολιτικές για την άμυνα, τις υπηρεσίες πληροφοριών, τη μετανάστευση και το άσυλο.
Ο Macron υποστήριξε ότι θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί και η ίδια η Ευρωζώνη, δημιουργώντας κοινό προϋπολογισμό τον οποίο θα επιβλέπει ένας υπουργός οικονομικών της Ευρωζώνης και το Ευρωκοινοβούλιο. Τα έσοδά του προϋπολογισμού αυτού θα προέρχονται από φόρους επί των ψηφιακών υπηρεσιών, από εισφορές περιβάλλοντος και στο μέλλον, και από έναν κοινό ευρωπαϊκό βασικό εταιρικό φόρο.
Αναγνωρίζοντας τον επικείμενο σχηματισμό της κυβέρνησης συνεργασίας στη Γερμανία, που πιθανότητα θα περιλαμβάνει τους ορντοφιλελεύθερους του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμαμτος (FDP), o Γάλλος Πρόεδρος απέρριψε την από κοινού ανάληψη του χρέους των χωρών της Ευρωζώνης ως αχρείαστη. Λίγα πράγματα έχουν εξοργίσει τους Γερμανούς συντηρητικούς και τους ορντοφιλελευθέρους όσο οι ad hoc πιστωτικές γραμμές σε χώρες της Ευρωζώνης στη μεσογειακή περιφέρεια, μέσω χρηματοπιστωτικών οχημάτων που λειτουργούν έξω από το σύστημα των ευρωπαϊκών συμβάσεων.
Ο Γάλλος Πρόεδρος υποδέχεται τη Γερμανίδα Καγγελάριο Angela Merkel καθώς εκείνη προσέρχεται στις ομιλίες για την ενοποίηση της ΕΕ, την άμυνα και τη μετανάστευση στο Μέγαρο των Ηλυσίων των Παρισίων στις 28 Αυγούστου 2017. (REUTERS/Charles Platiau).
Στις εκλογές του 2013 το FDP δεν εισήλθε στο κοινοβούλιο, πληρώνοντας το κόστος των αποφάσεων που ελήφθησαν στην κυβέρνηση συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ: πρώτα τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), και αργότερα του μόνιμου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).
Το λαϊκιστικό μάλιστα κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) είδε τις δυνάμεις του να αυξάνονται κυρίως σε αντίδραση ως προς αυτές τις πολιτικές, αντλώντας υποστήριξη από τους υποστηρικτές του FDP. Το κόμμα δεν προτίθεται να κάνει το ίδιο λάθος ξανά. Νωρίτερα φέτος ο αρχηγός του Christian Lindner πρότεινε η Ελλάδα να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη προκειμένου να αναδομήσει το χρέος της και να προχωρήσει σε υποτίμηση.
Και οι ορντοφιλελεύθεροι έχουν ένα επιχείρημα. Χωρίς μια ισχυρή αίσθηση ενός συλλογικού ευρωπαϊκού “εμείς”, μεγάλες χρηματοπιστωτικές μεταβιβάσεις μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης είναι σίγουρο ότι θα έχουν και αρνητικές συνέπειες.
Το πρόβλημα όμως υπερβαίνει το ζήτημα του δημόσιου χρέους, το οποίο ο κ. Macron σκοπίμως έβαλε στην άκρη. Και μόνο η ύπαρξη του προϋπολογισμού της Ευρωζώνης, που μπορεί να πάει πέρα από τη διασφάλιση έναντι των χρηματοπιστωτικών κινδύνων που σήμερα παρέχει ο ESM, έχει αναδιανεμητικές συνέπειες.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο Γάλλος Πρόεδρος απέφυγε το ερώτημα του πώς θα πρέπει να δαπανώνται οι πόροι της Ευρωζώνης. Τα γνήσια ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά στα οποία επικεντρώθηκε στην ομιλία του, όπως η άμυνα και οι πολιτικές ασύλου, έχουν μεγάλη σημασία και για τα κράτη-μέλη της ΕΕ που σήμερα είναι εκτός της Ευρωζώνης, και πρέπει να αντιμετωπιστούν από την ΕΕ των 27 και όχι μόνο από τα μέλη της Ευρωζώνης.
Ακόμη, ο Macron απέφυγε να αναφερθεί στη νομισματική πολιτική. Ο παράγοντας που κατέστησε τόσο οξεία την κρίση της Ευρωζώνης ήταν η απροθυμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να παράσχει ρευστότητα στην οικονομία της ηπείρου. αντίθετα , κατά τα αρχικά στάδια της κρίσης η χρηματική παροχή συρρικνώθηκε δραματικά, και χώρες όπως η Ελλάδα υπέστησαν μακρές περιόδους υποπληθωρισμού.
Στις αρχές του 2011 μάλιστα, η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια στις κύριες λειτουργίες αναχρηματοδότησης, υποθέτοντας ότι επίκειται η ανάκαμψη. Μόνο μετά τον “θα κάνω ό,τι χρειαστεί” λόγο του Προέδρου της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο του 2012 άρχισε η τράπεζα ένα ουσιαστικό πρόγραμμα αγοράς ενεργητικών, παρά την ισχυρή αντίδραση των κύκλων των συντηρητικών και των ορντοφιλελευθέρων στη Γερμανία.
Η ιστορική αποστροφή της Γερμανίας στον πληθωρισμό συνέβαλε στην μετατροπή της κρίσης της Ευρωζώνης μετά το 2008 σε μια επανάληψη της Μεγάλης Ύφεσης, που συνοδεύτηκε και από την άνοδο της λαϊκιστικής ακροδεξιάς σε ολόκληρη την ήπειρο. Ομοίως, οι χώρες που παρέμειναν στον κανόνα του χρυσού μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930 αναγκάστηκαν να υποστούν οδυνηρές εσωτερικές υποτιμήσεις, με συχνά δραματικές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες.
Προκειμένου το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα να μη λειτουργεί ως νομισματικός μηχανισμός στραγγαλισμού στο μέλλον, η γαλλογερμανική διαπραγμάτευση ως προς τη μελλοντική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης θα πρέπει να συνοδευτεί από μια κίνηση στην κατεύθυνση ενός καθεστώτος νομισματικής πολιτικής που θα σταθεροποιήσει την αύξηση των ονομαστικών δαπανών στην Ευρωζώνη αντί να κρατά με ζήλο χαμηλά τον πληθωρισμό και να υποχρεώνει ευάλωτες οικονομίες να υφίστανται οδυνηρούς κύκλους αποπληθωριστικής απομόχλευσης. Αυτό όμως χωρίς αμφιβολία θα αντιμετωπίσει τον σκεπτικισμό της επικείμενης γερμανικής κυβέρνησης συνεργασίας.
Αν αφήσουμε κατά μέρος τα χαρακτηριστικά γαλλικά ένστικτα διεύθυνσης της οικονομίας, όπως αυτά εκφράζονται στη συχνή επωδό “η Ευρώπη που προστατεύει”, η ευρύτερη υποστήριξη της ευρωπαϊκής ιδέας από τον κ. Macron είναι αξιέπαινη. Το ευρωπαϊκό σχέδιο, με όλα του τα λάθη, προφέρει ίσως τη μόνο βιώσιμη πλατφόρμα μέσα από την οποία οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της ηπείρου μπορούν να υπερασπιστούν τα κοινά τους συμφέροντα και να κρατήσουν την Ευρώπη οικονομικά ανοιχτή, ευημερούσα και ειρηνική.
Οι λεπτομέρειες όμως του συμβιβασμού στον οποίον μπορούν να φτάσουν οι χώρες της Ευρωζώνης, καθώς και οι συνέπειές του για τα κράτη-μέλη της ΕΕ εκτός Ευρωζώνης, θα είναι πολύ πιο σημαντικές από την αισιόδοξη ρητορική του Γάλλου Προέδρου.
--
Ο Dalibor Rohac είναι ερευνητής στο American Enterprise Institute (AEI) όπου μελετά τις ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές τάσεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 2 Οκτωβρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute (AEI) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.