Του Trevor Burrus
Την Πέμπτη, ο πρόεδρος Trump συγκάλεσε μια σύσκεψη με θέμα το αν και το πώς τα βίαια βιντεοπαιχνίδια επηρεάζουν την ένοπλη βία και ιδίως τις επιθέσεις στα σχολεία. Πριν εξετάσουμε λεπτομερειακά αυτή την υπόθεση, ίσως θα έπρεπε να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να διαβάσουμε ένα κλασικό παραμύθι των αδελφών Γκριμ του 1812 με τίτλο «Πώς τα παιδιά έπαιξαν τον κρεοπώλη μεταξύ τους»:
«Μια φορά κι έναν καιρό, κάποιος έσφαξε ένα γουρούνι ενώ τα παιδιά του κοίταζαν. Όταν αυτά άρχισαν το παιχνίδι το απόγευμα, το ένα παιδί είπε στο άλλο: “Εσύ θα είσαι το γουρουνάκι κι εγώ θα είμαι ο χασάπης” - και πήρε ένα μαχαίρι και το έμπηξε στον λαιμό του αδερφού του.
Η μητέρα τους που ήταν στο πάνω πάτωμα κι έκανε μπάνιο το μικρότερο παιδί της, άκουσε τις φωνές του άλλου παιδιού, έτρεξε γρήγορα κάτω και όταν είδε τι είχε συμβεί, τράβηξε το μαχαίρι από το λαιμό του παιδιού και οργισμένη το έμπηξε στην καρδιά του παιδιού που είχε κάνει τον χασάπη.
Τότε έτρεξε πίσω στο σπίτι να δει τι έκανε το άλλο της παιδί στην μπανιέρα, αλλά στο μεταξύ αυτό είχε πνιγεί στα νερά. Η γυναίκα συγχύστηκε τόσο πολύ που έπεσε σε πλήρη απόγνωση, οι υπηρέτες της δεν μπόρεσαν να την παρηγορήσουν και κρεμάστηκε. Όταν ο άντρας της γύρισε πίσω από τα χωράφια και είδε τι είχε συμβεί, ταράχτηκε τόσο πολύ που μετά από λίγο πέθανε κι αυτός».
Η βίαιη διασκέδαση δεν είναι κάτι το καινούριο, ούτε το να παραπονιέται η μεγαλύτερη γενιά γι' αυτήν. Όπως συνηθίζει ο Trump, υποστήριξε ότι ακούει «ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να λένε ότι το επίπεδο της βίας στα βιντεοπαιχνίδια διαμορφώνει όντως τις σκέψεις των νέων ανθρώπων». Αυτό όμως δεν ισχύει.
Άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο παίζουν βιντεοπαιχνίδια, και ιδίως αγόρια, και δεν υπάρχει κάποιος συσχετισμός τους με πράξεις βίας. Κάποιες έρευνες μάλιστα έχουν δείξει ότι τα βίαια βιντεοπαιχνίδια μπορεί να μειώνουν τη βία κρατώντας τους νεαρούς άνδρες μακρυά από τους δρόμους και κολλημένους στις τηλεοράσεις τους.
Το 2011, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε την υπόθεση Brown εναντίον της Entertainment Merchants Association, αποφαινόμενο ότι ο νόμος της Καλιφόρνια του 2005 που απαγορεύει την πώληση “βίαιων” βιντεοπαιχνιδιών σε ανηλίκους παραβιάζει την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος.
Το Cato Institute κατέθεσε μια αναφορά σ' αυτή την υπόθεση που κατέγραφε την ιστορία των παραπόνων σχετικά με την ιδιαίτερα βίαιη διασκέδαση και την αποτελεσματικότητα της αυτορύθμισης του κλάδου, όπως ο χαρακτηρισμός καταλληλότητας των ταινιών από την MPAA, τους χαρακτηρισμούς καταλληλότητας των βιντεοπαιχνιδιών από την ESRB και τον Κώδικα των Κόμικς σε σύγκριση με την αδέξια κρατική επιτήρηση. Το δικαστήριο αναφέρθηκε στην αναφορά του Cato κατά τη διατύπωση της αιτιολογίας της απόφασής του.
Λόγω της υπόθεσης Brown, ο οποιοσδήποτε ομοσπονδιακός νόμος για τη ρύθμιση βίαιων βιντεοπαιχνιδιών πιθανότατα θα καταρριφθεί από τα δικαστήρια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Trump και άλλοι κυβερνητικοί φορείς δεν μπορούν να κάνουν τα πράγματα άβολα για τον κλάδο. Πιθανότατα θα ακούσουμε απλώς κάποια παράπονα για “τα παιδιά σήμερα” από τις μεγαλύτερες γενιές. Μια από τα ίδια λοιπόν, ιδιαίτερα όντα νέες μορφές διασκέδασης εμφανίζονται που είναι ξένες προς τις μεγαλύτερες γενιές.
Όπως πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν, τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ μπορεί να είναι απίστευτα βίαια και ενοχλητικά. Στην «Σταχτοπούτα» των Γκριμ, οι αδελφές κόβουν ένα κομμάτι από τα πόδια τους για να χωρέσουν στο γυάλινο γοβάκι. Όταν ο πρίγκηπας βλέπει «αίμα να ξεχύνεται», τις αποκλείει από τον διαγωνισμό.
Κάποιοι επικριτές ταράχτηκαν από τα παραμύθια αυτά και ζήτησαν από τους γονείς να προστατεύσουν τα παιδιά τους από το φρικιαστικό τους περιεχόμενο. Μετέπειτα εκδόσεις των αδελφών Γκριμ μετρίασαν κάποια μέρη των ιστοριών τους, αλλά σε άλλα, ιδίως εκεί όπου οι κακοί υφίστανται έντονη βία για να περάσει κάποιο ηθικό δίδαγμα, η φρίκη αυξήθηκε.
Στα τέλη του 19ου αιώνα τα «μυθιστορήματα της δεκάρας» και οι ιστορίες φρίκης θεωρήθηκαν από κάποιους υπεύθυνα για τη βία μεταξύ των νέων. Ένα φύλλο των New York Times του 1896 αναφέρεται στον «Δεκατριάχρονο ντεσπεράντο» που έκλεψε από έναν κοσμηματοπώλη ένα χρυσό ρολόι και πυροβόλησε με το όπλο του όταν τον κυνηγούσαν για να τον συλλάβουν. «Οι φίλοι του αγοριού λένε ότι είναι θύμα των μυθιστορημάτων της δεκάρας» καταλήγει η ιστορία. Ή δείτε την ιστορία του Daniel McLaughlin σ' ένα φύλλο των New York Times του 1890, ο οποίος «θέλησε να μιμηθεί το παράδειγμα των ηρώων των μυθιστορημάτων της δεκάρας και λήστεψε με την απειλή όπλου τον Harry B. Weir μπροστά από το κτήριο της James Street αρ. 3 χθες το βράδυ».
Μετά είχαμε τις ταινίες που έκαναν τα μυθιστορήματα της δεκάρας να φαίνονται ήπια, όπως γράφουν οι Times το 1909:
«Οι μέρες που η αστυνομία θεωρούσε τα μυθιστορήματα της δεκάρας το πιο επικίνδυνο από τα εγχειρίδια της σχολής του εγκλήματος τελειώνουν Τώρα βρήκαν έναν νέο στόχο. Λένε ότι ο κινηματογράφος, όταν ελέγχεται από ασυνείδητες, ή πιθανόν ασυλλόγιστες, τάσεις στρέφει τις σκέψεις των ευεπηρέαστων πολύ περισσότερο από τα μυθιστορήματα αυτά σε μονοπάτια που μερικές φορές οδηγούν στη φυλακή».
Το Ανώτατο Δικαστήριο μάλιστα δεν αναγνώριζε στις ταινίες την προστασία της Πρώτης Τροπολογίας μέχρι το 1952, έχοντας κρίνει σε μια υπόθεση του 1915 ότι οι ταινίες μπορούν «να χρησιμοποιηθούν για κακό» και πως γι' αυτό το περιεχόμενό τους θα μπορούσε να ελέγχεται.
Οι ταινίες μπορεί να ήταν κακές, αλλά τα βίαια ραδιοφωνικά δράματα έκαναν τους ακροατές να εκδραματίζουν τη βία στη σκέψη τους, όπως ανησυχούσαν κάποιοι κατά τις δεκαετίες του 1930 και 1940. Η δρ. Mary Preston δημοσίευσε μια μελέτη στο Journal of Pediatrics όπου υποστήριζε ότι η πλειονότητα των παιδιών ήταν «σοβαρά εθισμένη» στα ραδιοφωνικά εγκληματικά δράματα. Ένας δεκάχρονος της είπε ότι «Οι φόνοι είναι οι καλύτεροι. Μετά έρχονται οι πυροβολισμοί και οι γκάνγκστερ. Μου άρεσε πολύ ο Βρυκόλακας που ρουφούσε το αίμα».
Τη δεκαετία του 1950, η Αμερική βίωσε μια παρατεταμένη φοβία έναντι των βίαιων κόμικς που προκλήθηκε από τον ψυχίατρο Frederic Wertham. Ο Wertham καλούσε τους γονείς να καταλάβουν ότι τα κόμικς είναι ένα «εντελώς νέο φαινόμενο» λόγω του τρόπου που απεικόνιζαν «η βία, την αγριότητα, τον σαδισμό, το έγκλημα, τη χειροδικία, την ακολασία» και άλλα πολλά.
Γράφοντας στην Saturday Review το 1948, ο Wertham κατέκρινε εκείνους που υποτιμούσαν τον κίνδυνο: «Ένα δεκατριάχρονο αγόρι στο Σικάγο μόλις δολοφόνησε έναν νεαρό φίλο του. Είπε στον δικηγόρο του, τον Samuel J. Andalman, ότι διαβάζει όλα τα κόμικς με ιστορίες εγκλήματος που μπορεί να βρει.
Προφανώς δεν ενημερώθηκε για τις θεωρίες ότι οι αναγνώστες κόμικς ποτέ δεν μιμούνται αυτά που διαβάζουν». Ο ακτιβισμός του Wertham οδήγησε στη σύσταση επιτροπών στο κογκρέσο και εντέλει στη δημιουργία του κώδικα αυτολογοκρισίας της Comics Code Autority από τον κλάδο των κόμικς.
Από την δεκαετία του 1950, έχουμε δει κατά καιρούς φοβίες έναντι της βίαιης τηλεόρασης, και τώρα εναντίον των βιντεοπαιχνιδιών. Και μολονότι η ιδέα ότι η βίαιη διασκέδαση μπορεί να προκαλέσει εγκληματικές ενέργειες δεν μπορεί να απορριφθεί εκ των προτέρων, οι εμπειρικές έρευνες συστηματικά δεν καταδεικνύουν κάποια σύνδεση, όπως και με τα βιντεοπαιχνίδια.
Ο πιο σταθερός συσχετισμός είναι αυτός αφενός των παλαιότερων γενιών που δεν καταλαβαίνουν τους τρόπους διασκέδασης των νέων και αφετέρου μιας ισχυρής δόσης νοσταλγίας για τις παλιές καλές εποχές.
--
Ο Trevor Burrus είναι ερευνητής στο Κέντρο Συνταγματικών Σπουδών Robert A. Levy και το Κέντρο για τη Μελέτη των Επιστημών του Cato Institute καθώς και διευθυντής έκδοσης του Cato Supreme Court Review.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 9 Μαρτίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».