Του Paul Boyce
Το εκπαιδευτικό σύστημα που γνωρίζουμε σήμερα υπάρχει για περισσότερα από 150 χρόνια. Το βασικό σχολικό μοντέλο όμως παραμένει το ίδιο. Περίπου 20 με 30 παιδιά της ίδιας ηλικίας στοιβάζονται σε μια σχολική αίθουσα και διδάσκονται από έναν δάσκαλο.
Μολονότι τα σχολικά προγράμματα έχουν εξελιχθεί, η ουσία παραμένει η ίδια. Τα παιδιά ακόμη διδάσκονται με έναν τυποποιημένο, βιομηχανικό τρόπο. Όπως και με οτιδήποτε άλλο προέρχεται από συγκεντρωτικό έλεγχο, πρόκειται για ένα έντονα αναποτελεσματικό, γραφειοκρατικό και δαπανηρό σύστημα.
Ναι, το συνολικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει αλλάξει σε πολλά του σημεία. Όχι όμως και ο τρόπος με τον οποίο διδασκόμαστε. Μπορεί ο δάσκαλος στην έδρα και τα παιδιά καθισμένα να είναι ο βέλτιστος τρόπος μάθησης για κάποιους μαθητές, κάποιοι άλλοι όμως υποφέρουν σε αυτό το περιβάλλον.
Τα παιδιά έχουν διάφορους τρόπους με τους οποίους μαθαίνουν καλύτερα. Σε κάποια ταιριάζει καλύτερα η μάθηση μέσω οπτικών ερεθισμάτων. Κάποια άλλα μπορεί να μαθαίνουν καλύτερα μέσω της ενεργούς εκπαίδευσης. Η πραγματικότητα είναι ότι το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα δεν ανταποκρίνεται σε κανένα μαθησιακό πρότυπο, ούτε στοχεύει σε τίποτε περισσότερο από υψηλές επιδόσεις στα διαγωνίσματα.
Ας αφήσουμε τα παιδιά να είναι παιδιά και να εμπλουτίσουν την σκέψη τους
Σπάνια αφήνουμε τα παιδιά να είναι παιδιά. Το παιχνίδι καταπνίγεται. Οι μαθητές στριμώχνονται σε μια αίθουσα και διδάσκονται με τυποποιημένο τρόπο. Η δημιουργικότητα περιορίζεται. Δεν τους επιτρέπεται να αξιοποιήσουν την ερευνητική τους σκέψη. Η αμφισβήτηση είναι μέρος της αναλυτικής σκέψης και κομβικό στοιχείο της κοινωνικής ανάπτυξης, αλλά έρχεται σε δεύτερη θέση μετά τα διαγωνίσματα.
Η ίδια η φύση των διαγωνισμάτων βασίζεται στην απομνημόνευση, την επανάληψη και την αναμάσηση. Σπανίως τα διαγωνίσματα αξιοποιούν την αναλυτική σκέψη. Αντιθέτως, εκπαιδεύουν τους μαθητές να γνωρίζουν τις απαντήσεις, χωρίς να τους εκπαιδεύουν ως προς το πώς να τις βρίσκουν.
Οι εκπαιδευτικοί φιλοδοξούν να αναπτύξουν την ικανότητα σκέψης των μαθητών, αλλά οι έρευνες καταδεικνύουν ότι στην πράξη συνήθως έχουμε ως στόχο δεδομένα και ιδέες στα μαθησιακά αντικείμενα στα χαμηλότερα γνωσιακά επίπεδα, αντί για την ανάπτυξη του πνεύματος ή των αξιών.
Η κριτική σκέψη είναι κομβική για τη δημιουργία ελεύθερων και ανεξάρτητων μυαλών. Αποκτά επίσης ολοένα και μεγαλύτερη σημασία σήμερα που η γραμμή μεταξύ της πληροφορίας και των δεδομένων είναι τόσο ισχνή. Στην πραγματικότητα, το 95% των στατιστικών δεδομένων είναι κατασκευασμένα. Ένας κριτικός νους θα αναρωτηθεί από πού προέκυψε αυτό. Από πού προέρχεται αυτό το στατιστικό δεδομένο; Είναι όντως αξιόπιστο;
Το ζήτημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι πως οι μαθητές διδάσκονται να απαντούν σε διαγωνίσματα. Το αν η πληροφορία βγάζει νόημα δεν έχει σημασία εφόσον βαθμολογείται ως σωστή. Αυτό έχει κόστος. Τα σχολείο μαθαίνουν τους μαθητές τι να σκέφτονται και όχι πώς να σκέφτονται. Σημαντικές κριτικές ικανότητες δεν διδάσκονται. Άραγε όντως οι μαθητές αμφισβητούν οτιδήποτε διαβάζουν ή μήπως αποδέχονται κάθε αξίωση στα τυφλά; Μήπως την αποδέχονται μόνο όταν επιβεβαιώνει τις προκαταλήψεις τους; Το σημερινό σύστημα αποτυγχάνει γιατί προσφέρει το λάθος είδος εκπαίδευσης. Πρέπει να αναπτύξουμε την ατομική σκέψη, όχι άκριτα ζόμπι.
Μαθησιακά πρότυπα
Κάθε παιδί είναι μοναδικό. Καθένα έχει διαφορετική προσωπικότητα και τρόπο μάθησης που προτιμά. Υπό το σημερινό σύστημα, κάθε παιδί μπαίνει κάτω από μια τυποποιημένη ομπρέλα. Αν σκεφτούμε τα διαφορετικά υφιστάμενα είδη μάθησης, εύκολα κατανοούμε το γιατί κάποιοι μαθητές μένουν πίσω.
Τα τέσσερα μαθησιακά πρότυπα περιλαμβάνουν τους οπτικούς, τους ακουστικούς, τους αναγνωστικούς/γραφικούς και τους κιναισθητικούς τύπους. Η ιδέα όμως των μαθησιακών προτύπων δεν είναι οριστική - δηλαδή δεν εμπίπτει κανείς αποκλειστικά στο ένα ή το άλλο πρότυπο.
Η έρευνα των Pashler et al. αμφισβητεί τα δεδομένα που αφορούν τα συγκεκριμένα μαθησιακά πρότυπα. Υποστηρίζει ότι αυτά είναι προτιμήσεις και όχι κάτι το αναπόδραστα εγγεγραμμένο. Αυτό σημαίνει ότι αυτές οι προτιμήσεις μπορεί να αλλάξουν στον χρόνο. Όταν ένας μαθητής προτιμά ένα συγκεκριμένο μαθησιακό πρότυπο, είναι ευκολότερο να αφομοιώσει τη μεταδιδόμενη πληροφορία. Για παράδειγμα, κάποιοι μαθητές μπορεί να προτιμούν τα οπτικά ερεθίσματα που υπογραμμίζουν ένα επιχείρημα, οπότε τα γραφήματα και οι πίνακες μπορεί να τους είναι χρήσιμα. Αν κάτι προκαλεί τη συμμετοχή των μαθητών, τους βοηθά να αφομοιώνουν περισσότερα. Αυτό αναπόφευκτα επηρεάζει τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα.
Οι κιναισθητικοί μαθητές συνιστούν μάλλον την μεγαλύτερη ανωμαλία στην αίθουσα διδασκαλίας. Για τους μαθητές που μαθαίνουν καλύτερα όταν είναι ενεργητικοί, η αίθουσα είναι το χειρότερο μέρος να βρίσκονται. Δεν εκπλήσει λοιπόν το γεγονός ότι πάντα υπάρχουν κάποιοι που δεν συμμετέχουν. Αυτά τα άτομα είναι συχνά αθλητικά και έχουν υψηλά επίπεδα ενέργειας. Ο παραδοσιακός αρχηγός της ομάδας ποδοσφαίρου που δυσκολεύεται να διατηρήσει τη θέση του στα μαθήματα είναι ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα. Διατηρώντας όμως αυτή την τυποποιημένη μορφή διδασκαλίας, φέρνουμε εκατομμύρια παιδιά σε μειονεκτική θέση.
Εκπαιδευτική τελμάτωση
Ανεξάρτητα του αν αποδέχεστε τα μαθησιακά πρότυπα ή όχι, είναι προφανές ότι το σημερινό σύστημα της αίθουσας διδασκαλίας είναι παρωχημένο. Τα ποσοστά εγγραμματοσύνης έχουν τελματωθεί από το 1971, ενώ δεν υπήρξε καμία πρόοδος στα μαθηματικά από το 1990. Ποιες είναι λοιπόν οι αιτίες αυτής της τελμάτωσης;
Οι New York Times θέλουν να πιστέψουμε ότι το πρόβλημα είναι η χρηματοδότηση. Η κλασική πρόταση των σημερινών αριστερών φιλελεύθερων είναι το να ρίχνουμε περισσότερα χρήματα. Αυτό το πρόβλημα όμως δεν μπορεί να επιλυθεί μόνο με χρήματα. Το Κάνσας Σίτι του Μιζούρι αποτελεί ένα τέλειο παράδειγμα. Σήμερα ξοδεύει περίπου το 63% του συνολικού του προϋπολογισμού στη σχολική εκπαίδευση. Ενώ η πόλη διαθέτει τις καλύτερα χρηματοδοτούμενες σχολικές εγκαταστάσεις στη χώρα, οι επιδόσεις των μαθητών δεν βελτιώθηκαν. Ακόμη, οι ΗΠΑ ξοδεύουν περισσότερα για την εκπαίδευση απ' ό,τι κάθε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ εκτός από της Νορβηγίας.
Την ίδια ώρα, η χώρα αποκομίζει λίγη αξία για τα χρήματα που δαπανά. Τα αποτελέσματα είναι μέτρια, αλλά ιδιαίτερα στα μαθηματικά οι επιδόσεις είναι φτωχές. Χώρες όπως το Βιετνάμ, η Ουγγαρία και η Σλοβακία έχουν καλύτερες επιδόσεις.
Τα διαγωνίσματα είναι παρωχημένα
Γιατί λοιπόν τα διαγωνίσματα είναι τόσο κακή ιδέα; Μαθαίνουν τα παιδιά πώς να απορροφούν την πληροφορία. Τα παιδιά μαθαίνουν για να διαγωνιστούν. Όταν όμως γράψουν το διαγώνισμα, παραμένει άραγε απορροφημένη η πληροφορία; Πόσο παραμένει ενεργή στην σκέψη; Η έρευνα των νευροβιολόγων Blake Richards και Paul Frankland καταδεικνύει ότι αυτό δεν κρατά για πολύ.
Σύμφωνα με τους νευροβιολόγους, το μυαλό γρήγορα απορρίπτει την πληροφορία που δεν του χρειάζεται πια. Το να ξεχνάμε είναι μια εξελικτική στρατηγική που προάγει την επιβίωση του είδους. Οι Richards και Frankland επισημαίνουν: “Από την προοπτική αυτή, το να ξεχνάμε δεν είναι αναγκαστικά μια αποτυχία της μνήμης. Αντίθετα, μπορεί να αποτελεί μια επένδυση σε μια πιο βέλτιστη μνημονική στρατηγική”.
Είναι αλήθεια πως η επανάληψη μπορεί να βοηθήσει στη συγκράτηση της μνήμης. Αν όμως η εκάστοτε μνήμη δεν ανακαλείται, εντέλει θα ξεχαστεί. Μια άλλη έρευνα από τους Bacon και Stewart μελέτησε μαθητές για μέχρι και δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση ενός μαθήματος. Συμπέραναν ότι το μεγαλύτερο μέρος της γνώσης που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του μαθήματος χάθηκε μέσα στα δύο αυτά χρόνια.
Είναι σαφές ότι το σημερινό σύστημα βασίζεται στη μνήμη - στο ποιος μπορεί να απομνημονεύσει τις περισσότερες πληροφορίες για να προετοιμαστεί για το διαγώνισμα. Εξοπλίζει όμως αυτό το σύστημα τα παιδιά με τα εργαλεία που θα χρειαστούν στην ενήλικη ζωή τους;
Πιθανές λύσεις
Μια πιθανή λύση για την εκπαίδευση μπορεί να είναι να ξεκινά η “επίσημη” σχολική εκπαίδευση στα επτά χρόνια. Μια έρευνα από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ συμπεραίνει ότι η αργότερη εκκίνηση της επίσημης εκπαίδευσης έχει οφέλη. Αυτά τα στοιχεία σχετίζονται με τη συμβολή των εμπειριών παιχνιδιού στην εκπαιδευτική ανάπτυξη των παιδιών και τις συνέπειες της εκκίνησης της επίσημης μάθησης στην ηλικία των τεσσάρων ή πέντε.
Χρειάζεται επίσης να μειωθεί ο όγκος των διαγωνισμάτων. Έχουμε αναπτύξει ένα σύστημα όπου οι εκπαιδευτικοί έχουν το ισχυρό κίνητρο να διδάσκουν με στόχο τα διαγωνίσματα, στοχεύοντας στην απομνημόνευση όσο το δυνατόν περισσότερης πληροφορίας αντί του να μαθαίνουν στα παιδιά πώς να σκέφτονται. Ακόμη, η κουλτούρα των διαγωνισμάτων δοκιμάζει την πνευματική υγεία τόσο των διδασκόντων όσο και των μαθητών. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων είναι το μόνο που μετρά. Γι' αυτό τον λόγο πολλοί εκπαιδευτικοί ήδη εγκαταλείπουν το επάγγελμα. Η μεταρρύθμιση αυτής της κουλτούρας των διαγωνισμάτων όχι μόνο θα μειώσει το άγχος εκπαιδευτικών και μαθητών αλλά και θα μειώσει τα ποσοστά αποχώρησης των εκπαιδευτικών.
Τρίτον, μια βιώσιμη επιλογή είναι τα σχολικά κουπόνια. Ήδη αρκετές πολιτείες έχουν πειραματιστεί με αυτή τη λύση. Στις περισσότερες περιπτώσεις η επιτυχία σε όλα τα πεδία υπήρξε μεγάλη. Τα οφέλη της σχολικής επιλογής είναι ευρέως τεκμηριωμένα. Η τεράστια πλειονότητα των υφιστάμενων μελετών βρίσκει θετικά αποτελέσματα. Όχι μόνο βελτιώνονται οι επιδόσεις στα διαγωνίσματα, αλλά ενισχύονται και τα ποσοστά αποφοίτησης και κοινωνικής συμμετοχής.
*Ο Paul Boyce είναι συντάκτης στο http://boycewire.com.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Αυγούστου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.