Του Joseph Sunde
Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι σε άνοδο στην Αμερική, όπως καταδεικνύει η προεδρική εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς το 2016 και οι πρόσφατες νίκες στις ενδιάμεσες εκλογές ανοιχτών υποστηρικτών του, όπως η Alexandria Ocasio-Cortez και η Rashida Tlaib.
Ενώ όμως το κίνημα αυτό δίνει έμφαση στον “λαϊκό έλεγχο” έναντι του “κρατικού”, επικαλύπτοντας τη σοσιαλιστική ρητορική με δημοκρατικό και κοινοτιστικό λεξιλόγιο, πόσο άραγε διαφορετικό είναι το κίνημα από τις προηγούμενες σοσιαλιστικές του εκφάνσεις; Τι αποτελέσματα μπορεί να έχει για το μέλλον της αμερικανικής οικονομίας και της ευρύτερης κοινωνίας;
Η τελευταία ανάλυση
Σε μια νέα μελέτη του Οικονομικού Συμβουλίου (Council of Economic Advisors - CEA) της κυβέρνησης Τραμπ με τίτλο Τα κόστη ευκαιρίας του σοσιαλισμού (The Opportunity Costs of Socialism) εξετάζονται αυτά τα ερωτήματα και εκτιμώνται οι οικονομικές συνέπειες και τα κόστη ευκαιρίας του σοσιαλισμού, είτε στις πιο ακραίες εκφάνσεις του (όπως πχ στη Βενεζουέλα) είτε στις πιο “ήπιες” παραλλαγές που βασίζονται στην αγορά (π.χ. Νορβηγία, Σάντερς).
Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη αμερικανική ποικιλία, η έκθεση συμπεραίνει ότι, ενώ αυτή η εκδοχή του σοσιαλισμού δεν είναι τόσο ακραία ως προς το πεδίο εφαρμογής ή την έντασή της, πολλά από τα κόστη της έχουν σημαντικές ομοιότητες με τα πειράματα του παρελθόντος. Η μελέτη καταλήγει ότι “Τα ιστορικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι η εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προγράμματος στις ΗΠΑ θα δημιουργούσε ελλείψεις ή θα υπονόμευε την ποιότητα του οποιουδήποτε προϊόντος ή υπηρεσίες που θα ετίθετο υπό δημόσιο μονοπώλιο”. “Ο ρυθμός της καινοτομίας θα επιβραδυνόταν, και οι συνθήκες διαβίωσης γενικώς θα επιδεινώνονταν. Αυτά είναι τα κόστη ευκαιρίας του σοσιαλισμού υπό την οπτική της σημερινής Αμερικής”.
Η ανάλυση του CEA που έγινε υπό την εποπτεία του οικονομολόγου Kevin Hassett περιλαμβάνει τα παρακάτω (για περισσότερα δείτε την πλήρη έκθεση):
“Ένα μεγάλο σώμα δεδομένων καταδεικνύει το πώς οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, τα κρατικά μονοπώλια και ο συγκεντρωτικός έλεγχος του σοσιαλισμού αφαιρεί τα κίνητρα για προσπάθεια και καινοτομία και μειώνει σημαντικά την ποσότητα και την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος μιας χώρας. Αυτά τα στοιχεία περιλαμβάνουν εκ των προτέρων και εκ των υστέρων εκτιμήσεις των συνεπειών της κρατικοποίησης της αγροτικής παραγωγής και της μετέπειτα ιδιωτικοποίησής της· σχόλια και ερμηνείες από επιζήσαντες έντονα σοσιαλιστικών πολιτικών· εκ των προτέρων και εκ των υστέρων εκτιμήσεις των αποτελεσμάτων της σοσιαλιστικής ανάληψης ελέγχου της παραγωγής πετρελαίου· τον συσχετισμό οικονομικής ελευθερίας, ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και άλλων μακροοικονομικών μεταβλητών μεταξύ των χωρών· τις συγκρίσεις του ρυθμού απόδοσης “δωρεάν” πανεπιστημίων και πανεπιστημίων με δίδακτρα· τις συγκρίσεις της υπό όρους θνησιμότητας μεταξύ των ΗΠΑ και χωρών με κρατικό σύστημα υγείας· και την εφαρμογή ενός μεγάλου σώματος οικονομικής βιβλιογραφίας επί των αποτελεσμάτων της αύξησης των φορολογικών συντελεστών”.
Η αντίδραση της αριστεράς
Οι επικριτές της έκθεσης, όπως ο Dylan Matthews του Vox, εξέφρασαν τη σύγχυσή τους ως προς τις ιδεολογικές και ιστορικές συνδέσεις που αυτή υφαίνει - ιδίως την εξέταση καταπιεστών ηγετών όπως ο Στάλιν και ο Μάο εντός του πλαισίου του δημοκρατικού σοσιαλισμού. “Ένα μεγάλο μέρος της έκθεσης αφιερώνεται στο επιχείρημα ότι η κολλεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής δεν αποδίδει”, παρατηρεί ο Μάθιους, “κάτι που εύκολα παραδέχεται σχεδόν οποιοσδήποτε βρίσκεται δεξιότερα του Πολ Ποτ”.
Τέτοιες δηλώσεις διατυπώνονται φυσικά στο πλαίσιο μιας παιγνιώδους ειρωνείας, αλλά αποκαλύπτουν περισσότερο τα τυφλά σημεία της αμερικανικής αριστεράς (και πέρα από αυτήν) απ' ό,τι τα αδύναμα σημεία της έκθεσης. Η CEA μιλά ανοιχτά και ειλικρινώς για τις διαφορές μεταξύ των διάφορων σοσιαλιστικών κινημάτων, αλλά είναι εξίσου τολμηρή ως προς το επιχείρημα της αλληλεπικάλυψης των επιμέρους ιδεολογικών και των συνεπειών. Για παράδειγμα, η εξέταση της κολλεκτιβοποιημένης αγροτικής παραγωγής προσφέρει πολλά διδάγματα για τη σύγχρονη κατάσταση, όχι όμως αυτά που περιμένει ο Μάθιους.
“Η CEA δεν περιμένει ότι οι σοσιαλιστικές πολιτικές θα προκαλούσαν ελλείψεις τροφίμων στις ΗΠΑ, διότι οι σοσιαλιστές δεν προτείνουν πλέον την κρατικοποίηση της παραγωγής τροφίμων”, συμπεραίνει η έκθεση. “Αντιθέτως, η ιστορική εμπειρία σε ό,τι αφορά την αγροτική παραγωγή είναι επίκαιρη γιατί περιλαμβάνει οικονομικά αντικίνητρα, κεντρικό σχεδιασμό και ένα κρατικό μονοπώλιο επί ενός τομέα που είχε μεγάλη βαρύτητα όταν εισήχθη ο σοσιαλισμός - όπως οι υπηρεσίες υγείας σήμερα”.
Οι δημοκρατικοί σοσιαλιστές της Αμερικής έχουν βέβαια την πρωτοτυπία ότι δεν απορρίπτουν εντελώς την αγορά, αλλά επιλέγουν να επαναχρησιμοποιήσουν και να επανεφεύρουν τις προτιμήσεις τους για ιεραρχικό έλεγχο στο πλαίσιο των επιτυχιών του καπιταλισμού. “Οι δημοκρατικοί σοσιαλιστές κατανοούν ότι η κολλεκτιβιστική τους ουτοπία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την πληροφορία και τις επιδόσεις που παράγουν οι ιδιωτικές αγορές”, επισημαίνει ο Richard Epstein στο Hoover Institution, σχολιάζοντας την έκθεση. “...Παρά τα μεγάλα λόγια τους, αντιλαμβάνονται ότι η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι ένα υπερβολικό βήμα. Προσπαθούν λοιπόν να σμιλέψουν αυτή τη δομή αναζητώντας μεγαλύτερη ισότητα στις υλικές συνθήκες”.
Έτσι, συνεχίζει ο Έπσταϊν, βρίσκουμε μια παράδοξη ποικιλία ενός “ήπιου σοσιαλισμού” και κολλεκτιβισμού “της αγοράς” που δεν είναι λιγότερο αυταρχικός στη βασική του έπαρση και τις ώσεις του:
“Η Elizabeth Warren διατύπωσε μια ανόητη πρόταση για να καταστήσει τις επιχειρήσεις περισσότερο υπόλογες: να μπορούν κρατικοί αξιωματούχοι να διορίζουν ένα ποσοστό των στελεχών τους, χωρίς να εξηγεί το πώς ο οποιοσδήποτε διευθυντής μπορεί να ταυτόχρονα να έχει διαχειριστικά καθήκοντα - την υψηλότερη νομική υποχρέωση να ενεργεί προς το συμφέρον μιας ομάδας ανθρώπων, που αποτελεί και τον κανόνα που διέπει το επιχειρηματικό μας δίκαιο - έναντι ομάδων με συγκρουόμενα συμφέροντα. Ο Μπέρνι Σάντερς διαρκώς μιλά για Medicare για όλους και ελεύθερη πανεπιστημιακή εκπαίδευση για όλους χωρίς καν να καταλαβαίνει ότι με τιμή τα μηδέν δολάρια, η προσφορά και η ζήτηση θα βρίσκονται σε διαρκή ανισορροπία. Η καταναλωτική ζήτηση εκρήγνυται με την υπόσχεση για δωρεάν πράγματα, ενώ η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών συρρικνώνεται δεδομένης της απουσίας εσόδων που θα καλύψουν τους μισθούς και τις κεφαλαιακές δαπάνες. Όταν η δημόσια τιμή ή οι έλεγχοι επί των μισθών διασφαλίζουν ότι η προσφορά αναγκαστικά δεν θα μπορεί να καλύψει τη ζήτηση, τότε μόνο πράγματα συμβαίνουν και μάλιστα ταυτόχρονα: σχηματίζονται ουρές και μειώνεται η ποιότητα.
Το ανθρώπινο κόστος του σοσιαλισμού
Σε κάθε παράδειγμα, είναι βέβαιο ότι θα βρούμε τα ίδια κόστη ευκαιρίας της επιβράδυνσης της καινοτομίας και της επιδείνωσης των συνθηκών επιβίωσης. Μολονότι οι συνέπειες αυτές σίγουρα δεν θα φτάσουν τους πικρούς καρπούς του “καθαρού σοσιαλισμού”, είναι σημαντικές και σαρωτικές. Ακόμη, δημιουργούν εύφορο έδαφος στην ευρύτερη κουλτούρα για την καλλιέργεια καρπών που σίγουρα θα αντέξουν στον χρόνο - γι' αυτό και οφείλουμε να αναλογιστούμε το ανθρώπινο κόστος που κρύβεται πίσω από αυτά τα επιφανειακά αποτελέσματα και τις μεταβλητές.
Πέρα από την αργή και την ήπια διάβρωση του πλούτου και της ιδιοκτησίας, της καινοτομίας και της ιδιοκτησίας, τι άλλο διακυβεύεται; Σε ένα βαθύτερο, ανθρώπινο επίπεδο - στο επίπεδο της δημιουργικότητας και των ανθρώπινων σχέσεων - τι άραγε διακυβεύεται από την ολοένα και μεγαλύτερη μικροδιαχείριση των δομών της εταιρικής ιδιοκτησίας, από την επιδότηση και την ενοποίηση κλάδων και χώρων εργασίας;
Ακόμη και αν η “αγορά” ή η “δημοκρατία” δεν αποσυντίθενται άμεσα, δεν εξαφανίζονται πλήρως και δεν καταργούνται για χάρη ενός οικονομικού ελέγχου στο πρότυπο της Βενεζουέλας, τα διαδοχικά κύματα των συνεπειών των παρεμβατικών πολιτικών στην κοινωνία και τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων θα αντανακλούν τις αντίστοιχες οικονομικές συνέπειες.
Η υλική υπόσταση που θα έχουν αυτά τα κόστη ευκαιρίας θα οφείλεται πρώτα και κυρίως στο ότι θα έχουν επίσης υπόσταση κοινωνική και πνευματική.
Σε κάθε περίπτωση - και ανεξάρτητα από το πώς ορίζουμε τον “σοσιαλισμό” - ως “δημοκρατικό”, ή “λαϊκιστικό”, ή “της αγοράς” ή αλλιώς - στο επίκεντρο της σκέψης μας πρέπει να βρίσκεται η ανάγκη να αντιταχθούμε στα εμπόδια που τίθενται στην αυθεντική ατομική δημιουργικότητα, τις ελεύθερες ανθρώπινες σχέσεις και συναλλαγές, έναντι των οποιωνδήποτε ιδεολογικών σχεδίων που επιδιώκουν την αντικατάστασή τους.
--
.