Του James Pethokoukis
Φαίνεται πως πολλά δημόσια σχολεία θα λειτουργήσουν πλήρως διαδικτυακά αυτό το φθινόπωρο λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Τι θα γίνει λοιπόν με τα ιδιωτικά σχολεία; Μπορούν να κάνουν διά ζώσης μαθήματα ακόμη και αν τα δημόσια σχολεία στην περιοχή τους ή την κομητεία τους γίνουν διαδικτυακά; Αυτό το μέρος της πρόσφατης διαδικτυακής συζήτησης του American Enterprise Institute με θέμα «Ο COVID-19 αυτό το φθινόπωρο: Δημόσια υγεία, η οικονομία και τα σχολεία” μπορεί να φωτίσει αυτό το ζήτημα.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα της συζήτησης με τον ειδικό επί θεμάτων εκπαίδευσης του American Enterprise Institute. Rick Hess.
Pethokoukis: Τι θα γίνει με τα ιδιωτικά ή ενοριακά σχολεία που θέλουν να παραμείνουν ανοιχτά, αλλά είναι σε περιοχές ή κομητείες όπου εφαρμόζεται η εξ αποστάσεως μάθηση; Θα επιτραπεί να ανοίξουν τα σχολεία τους και να παρακολουθούν τα παιδιά διά ζώσης τα μαθήματα;
Hess: Εξαρτάται από την πολιτεία. Είναι ένα ζήτημα που θα κριθεί από την εκτελεστική εξουσία, με διατάγματα. Υπάρχουν δύο διαστάσεις: το τι αισθάνεται άνετα το σχολείο να κάνει, και το τι θέλουν οι οικογένειες, και υπάρχουν επίσης και οι ευρύτερες συνέπειες για τη δημόσια υγεία.
Μιά από τις παραμέτρους αυτού του ζητήματος είναι ότι υπάρχουν περίπου 35.000 ιδιωτικά σχολεία στις ΗΠΑ, και οι άνθρωποι συχνά έχουν στο μυαλό τους την εικόνα των πιο διάσημων - του St. Alban ή του Exeter, σχολεία με καταπιστεύματα εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων που χρεώνουν ένα σωρό χρήματα για δίδακτρα. Αυτά τα σχολεία είναι ένα ελάχιστο κλάσμα των 35.000. Η τεράστια πλειονότητα των ιδιωτικών σχολείων χρεώνουν ετησίως λιγότερα χρήματα απ’ όσα δαπανούν τα τοπικά δημόσια σχολεία. Τα δημόσια σχολεία στις ΗΠΑ δαπανούν περίπου 14.000 δολάρια ετησίως. Τα περισσότερα ιδιωτικά σχολεία κατά κανόνα χρεώνουν δίδακτρα που αντιστοιχούν σε λιγότερο από το μισό αυτού του ποσού. Πρόκειται για σχολεία που δεν έχουν καταπιστεύματα - και λειτουργούν σε στενά όρια. Αν αυτά τα σχολεία δεν ανοίξουν αυτό το φθινόπωρο, υπάρχει μια τεράστια πιθανότητα εκατοντάδες ή χιλιάδες από αυτά να μην υπάρχουν για να ξανανοίξουν το φθινόπωρο του 2021. Και αυτό θα αποτελούσε ένα συντριπτικό πλήγμα σε αυτές τις κοινότητες και αυτές τις οικογένειες.
Νομίζω λοιπόν ότι ένα μέρος της συζήτησης για την ομοσπονδιακή βοήθεια στην εκπαίδευση καθώς σκεφτόμαστε το νομοσχέδιο που συζητά το Κογκρέσο έχει πάρει τη μορφή του “ιδιωτικά σχολεία εναντίον δημοσίων”. Το επιχείρημα είναι ότι ένα μικρό κλάσμα των χρημάτων που σκεφτόμαστε να διαθέσουμε στη δημόσια εκπαίδευση - ίσως 5-8 δις δολάρια ετησίως - θα μπορούσαν να σώσουν εκατοντάδες ή χιλιάδες από αυτούς τους απίστευτα πολύτιμους για τις τοπικές κοινότητες θεσμούς, που δεν έχουν τα μέσα να βρουν πώς να χρησιμοποιήσουν τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, οι οποίες ούτως ή άλλως δεν επαρκούν για να σωθούν. Θα πρέπει όμως να σκεφτούμε “Ποιες είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες για την εκπαίδευση σε αυτές τις κοινότητες;”
Pethokoukis: Ακόμη γενικότερα, ποιος πιέζει για να μείνουν τα παιδιά στο σπίτι;
Hess: Ένα μέρος του τι συμβαίνει εδώ είναι ότι τα πιο ηχηρά και επιδραστικά συμφέροντα στην εκπαίδευση λένε “Ας συμβάλλουμε στην προσπάθεια να μην ανοίξουν τα σχολεία”. Για παράδειγμα, οι συνδικαλιστικές ενώσεις των εκπαιδευτικών λένε: “Κοιτάχτε, εμείς θέλουμε τα σχολεία να ξανανοίξουν, αρκεί να είναι ασφαλή. Αυτό όμως θα κοστίσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια και θα απαιτήσει εξαιρετικές προσπάθειες. Αν υπάρχει κάποια αμφιβολία ως προς το πώς σταθμίζουμε το όλο θέμα, ας μην ανοίξουμε”.
Ακούμε το ίδιο πράγμα από τις ενώσεις των επιστατών. Οι ίδιοι οι γονείς είναι δικαιολογημένως αγχωμένοι. Πιστεύω λοιπόν ότι ένα από τα πράγματα που συνέβησαν από στον σχεδιασμό για τα σχολεία, που δεν συνέβη με τις εμπορικές επιχειρήσεις, είναι ότι είχαμε πολλά ενεργά, ηχηρά συμφέροντα που διατύπωσαν όλες τις θεμιτές ανησυχίες, και δεν υπήρξε στην πραγματικότητα κάποια ορατή, ή οργανωμένη, ή έντονη ώθηση που θα πεί: “Μισό λεπτό. Θα πρέπει να σκεφτούμε τι σημαίνει για τα παιδιά να μην πάνε σχολείο”.
Pethokoukis: Όταν λέτε ότι υπάρχουν ομάδες που πιέζουν για την διαδικτυακή σχολική εκπαίδευση, που κρατούν τα σχολεία τουλάχιστον μερικώς κλειστά, από πού θα μπορούσε να προέλθει κάποιο πιθανό αντιστάθμισμα;
Hess: Πολύ καλή ερώτηση. Όπως ξέρετε, ο Πρόεδρος Τραμπ προφανώς είδε - πιθανότατα το είδαν οι δημοσκόποι του - ένα άνοιγμα εδώ τον Ιούλιο όταν ξαφνικά άρχισε να ζητά να στείλουμε τα παιδιά ξανά στο σχολείο. Αλλά όπως συνηθίζει, το έκανε αυτό με έναν απερίσκεπτο, αχαλίνωτο τρόπο, απορρίπτοντας ανοιχτά τις ανησυχίες για την υγεία. Κατά κάποιον τρόπο, νομιμοποίησε έτσι με τον καλύτερο τρόπο τις ανησυχίες των ανθρώπων που δίσταζαν να στείλουν τα παιδιά τους πίσω στο σχολείο.
Είδαμε σχετικά λίγους πολιτικούς να αντιδρούν. Ο κυβερνήτης Polis του Κολοράντο νομίζω ότι το χειρίστηκε πολύ καλά, μιλώντας με πειθαρχία και αυτοσυγκράτηση: “Δεν θα πρέπει από το φόβο μας να μην κάνουμε αυτό που πρέπει για τα παιδιά μας, αλλά χρειάζεται να γνωρίζουμε καλά όλα τα ρίσκα”. Δεν είδαμε πολλά τέτοια παραδείγματα πολιτικής ηγεσίας.
Οι ίδιοι οι γονείς είναι μοιρασμένοι. Ανάλογα με το πώς τίθεται η ερώτηση είναι περίπου 50/50 οι γονείς που θέλουν να στείλουν τα παιδιά τους πίσω στο σχολείο και αυτοί που θέλουν ακριβώς το αντίθετο. Συνεπώς δεν έχουμε δει μεγάλη κινητοποίηση από τους γονείς.
Η κοινότητα της υποστήριξης θέσεων και μεταρρυθμίσεων, είναι σήμερα μπλεγμένη σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, που φαίνεται ότι έχουν περίεργη επίδραση στο πρόβλημα που συζητάμε. Από τη μία πλευρά, όπως ανέφερε ο Μάικ, τα παιδιά που υποφέρουν περισσότερο από όλο αυτό είναι εκείνα που δεν έχουν πολύ μορφωμένους γονείς, δεν έχουν τους πόρους να πληρώσουν για συμπληρωματικό εκπαιδευτικό υλικά, και ζουν σε μικρά σπίτια χωρίς κάποιον κατάλληλο χώρο για μάθηση. Είναι ακριβώς τα παιδιά που βρίσκονται στην λάθος πλευρά του χάσματος των ευκαιριών. Είναι όμως επίσης και οι γονείς που σε πολλές περιπτώσεις είναι οι πιο αγχωμένοι έναντι της προοπτικής να στείλουν τα παιδιά στο σχολείο. Συνεπώς οι μεταρρυθμιστές και οι υποστηρικτές βρίσκονται στο περιθώριο.
Και έχουμε και μια μαζική κουλτούρα - έχουμε αυτές τις εστίες που αναδύονται - κυρίως στις πλούσιες κοινότητες, όπου οι γονείς συνεργάζονται και βρίσκουν τρόπους να πληρώσουν χρήματα για να προσλάβουν φροντιστές και να φέρουν τα παιδιά τους κοντά. Αντί όμως αυτό να το βλέπουμε ως παράδειγμα της επινοητικότητας των Αμερικανών και της βούλησης των γονέων να ψάξουν και να βρουν μια λύση για τα παιδιά τους, βλέπουμε κατά κανόνα στους New York Times Και το NPR να καταγγέλλονται αυτοί οι γονείς ως παραδείγματα εγωισμού που αναδεικνύουν όλα τα στραβά με την κουλτούρα του προνομίου. Συνεπώς, αυτή την στιγμή είναι πραγματικά δύσκολο να δούμε από πού θα προέλθει αυτή η ηγετική διασφάλιση ότι γνωρίζουμε πλήρως τι ακριβώς χρειάζονται τα παιδιά.
Pethokoukis: Πόσο αποτελεσματική είναι η εξ αποστάσεως διδασκαλία;
Hess: Το πρόβλημα είναι πως ο καλός σχεδιασμός της διαδικτυακής διδασκαλίας αποδεικνύεται πραγματικά δύσκολος υπό τις οποιεσδήποτε περιστάσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό που προσέφεραν οι εκπαιδευτικές περιοχές την άνοιξη και θα προσφέρουν και το φθινόπωρο είναι ένα άχαρο κολάζ με υλικά ανάγκης, με το εκπαιδευτικό προσωπικό να μην γνωρίζει τι κάνει και να λειτουργεί υπό συμφωνίες συλλοτικής διαπραγμάτευσης που περιορίζουν σημαντικά την υλοποίηση των αναγκαίων προϋποθέσεων ώστε αυτό το πράγμα να λειτουργήσει.
Και αποδεικνύεται ότι ενώ τα περιβάλλοντα διαδικτυακής μάθησης λειτουργούν πραγματικά καλά για πολλούς σπουδαστές, για πολλούς άλλους - και ιδίως τα παιδιά πιο μικρής ηλικίας - είναι η ανθρώπινη διάσταση του σχολείου που το κάνει να λειτουργεί. Τα παιδιά αυτά πηγαίνουν στο σχολείο και κάθονται στην τάξη γιατί θέλουν να δουν τους φίλους τους, γιατί συμπαθούν τη δασκάλα τους, για όλο το περιτύλιγμα του σχολείου.
Να ένα απλό παράδειγμα: Πριν από μια δεκαετία σημειώθηκε μια έκρηξη στην ανώτατη εκπαίδευση των λεγόμενων MOOCs. Αυτά προσφέρονταν από το διδακτικό προσωπικό σε μέρη όπως το Stanford και το ΜΙΤ. Ήταν δωρεάν διαδικτυακά μαθήματα όπου έβλεπε κανείς βίντεο για να τα παρακολουθήσει. Υπήρχαν ενήλικοι σπουδαστές που επέλεγαν εθελουσίως να πάρουν αυτά τα μαθήματα. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι ενεγράφησαν για κάποια από τα μαθήματα αυτά που τα δίδασκαν οι καλύτερες αυθεντίες του κόσμου. Σε γενικές γραμμές, όταν το Χάρβαρντ αξιολόγησε τους σπουδαστές αυτών των προγραμμάτων, περίπου το 5% των από αυτούς ολοκλήρωσε τα μαθήματα. Ακόμη λοιπόν και για ενήλικες σπουδαστές με κίνητρα και ενδιαφέρον, το ποσοστό των ανθρώπων που μπορούν να συγκεντρωθούν και να ωφεληθούν από τη διαδικτυακή διδασκαλία είναι πολύ περιορισμένο και εξαρτάται σε τεράστιο βαθμό από τον σχεδιασμό.
Ζητάμε λοιπόν τώρα από τα σχολεία να το κάνουν αυτό όπως-όπως για δεκάδες εκατομμύρια παιδιά με δασκάλους που δεν έχουν εκπαιδευτεί γι’ αυτό και μπορεί να μην αισθάνονται άνετα να το κάνουν. Νομίζω ότι όταν σκεφτόμαστε τις εκπαιδευτικές συνέπειες, παρά τα χαρούμενα λόγια που θα ακούσουμε από τους διευθυντές των σχολείων και των δασκάλους, θα πρέπει να μας απασχολεί σοβαρά το πώς αυτό λειτουργεί στην πράξη.
* * *
Ο James Pethokoukis είναι αρθρογράφος και μπλόγκερ στο American Enterprise Institute (ΑΕΙ).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 31 Ιουλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.