Τα 150 χρόνια της Αυστριακής Οικονομικής Σχολής

Τα 150 χρόνια της Αυστριακής Οικονομικής Σχολής

Του Caleb Fuller*

Ήταν το 1871 η σημαντικότερη χρονιά στην ιστορία των κοινωνικών επιστημών; Κατά τη γνώμη μου, ναι. Εκείνη τη χρονιά, ο Αυστριακός οικονομικός δημοσιογράφος Carl Menger δημοσίευσε το έργο του Grundsätze der Volkswirtschaftslehre (Αρχές Οικονομικής Επιστήμης). Αργότερα την ίδια χρονιά, ένας άλλος διαπρεπής οικονομολόγος από τη Μεγάλη Βρετανία, ο William Stanley Jevons δημοσίευσε τη δική του Θεωρία της Πολιτικής Οικονομίας.

Και τα δύο έργα προσφέρουν μια (παρόμοια) λύση στο περίφημο “παράδοξο της αξίας”: Γιατί τα διαμάντια, κάτι το διακοσμητικό, είναι τόσο ακριβά σε σύγκριση με το νερό, που είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της ζωής; Εκδοχές αυτού του προβλήματος δυσκόλεψαν ιδιοφυίες όπως τον Πλάτωνα, τον Θωμά Ακινάτη, τον Κοπέρνικο, τον Τζων Λοκ, τον Άνταμ Σμιθ και τον Βενιαμίν Φρανκλίνο για να αναφέρω μόνο κάποιους. Όταν ο Μένγκερ, ο Τζέβονς (και λίγα χρόνια μετά) ο Léon Walras έδωσαν μια απάντηση που βασίζεται στη σχετική σπανιότητα των διαμαντιών σε σχέση με το νερό, άλλαξαν την οικονομική επιστήμη για πάντα. Μόνο η σχεδόν ταυτόχρονη ανακάλυψη του διαφορικού λογισμού από τον Νεύτωνα και τον Λάιμπνιτς μπορεί να ανταγωνιστεί την ευτυχή ριζοσπαστική ανακάλυψη αυτών των τριών στοχαστών.

Η φήμη του Μένγκερ μετά από αυτό εκτοξεύθηκε καθώς φοιτητές συνέρρεαν από ολόκληρη την Ευρώπη για να μελετήσουν κοντά του. Η λεγόμενη “Αυστριακή Σχολή” αναδυόταν.

Μια ανθεκτική στον χρόνο παρακαταθήκη

Δεκαπέντε δεκαετίες μετά το πρωτοπόρο αυτό έργο του Μένγκερ, η αυστριακή παράδοση στην οικονομική επιστήμη επιβιώνει ως μια ζωντανή κοινότητα επιστημονικού διαλόγου. Όπως συνέβαινε και λίγα μόλις χρόνια μετά τη δημοσίευση του έργου του Μένγκερ το 1871, αυτή η κοινότητα σήμερα χαρακτηρίζεται από μερικές φορές συμπληρωματικές μεταξύ τους και άλλες φορές ανταγωνιστικές “υπο-παραδόσεις” - ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός προοδευτικού ερευνητικού προγράμματος. Όλες όμως οι γνωστές παραδόσεις στο πλαίσιο της σύγχρονης Αυστριακής Σχολής τείνουν να δίνουν έμφαση σε κάποιες συγκεκριμένες αναλυτικές προτάσεις που παράγονται από τη θεμελιώδη ιδέα ότι οι “επιστήμες του ανθρώπου” πρέπει να χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους από τις “φυσικές επιστήμες” (μια θέση γνωστή ως “μεθοδολογικός δυισμός”).

Αντίθετα με τις απόψεις κάποιων μη ειδικών σχολιαστών, τα ακαδημαϊκά αυστριακά οικονομικά είναι διακριτά από κάθε ιδεολογική θέση - αριστερή ή δεξιά - καθώς και από πρόσφατα λαϊκιστικά κινήματα που συχνά οικειοποιούνται το όνομά τους. Αντιθέτως, είναι ένα σώμα αναλυτικού έργου που έχει ως στόχο την ερμηνεία και την κατανόηση του κοινωνικού κόσμού. Και ενώ η αυστριακή παράδοση μπορεί να μην κατέχει πάντα το προσκήνιο της κοινωνικής επιστημονικής σκέψης, είναι λάθος να χαρακτηρίζεται ως παρωχημένο διανοητικό κίνημα.

Η αυστριακή σχολή, μολονότι έχει στενή διανοητική συγγένεια με τα λεγόμενα σήμερα “κυρίου ρεύματος” ή “νεοκλασικά” οικονομικά, επιβιώνει ως μια διακριτή διανοητική παράδοση χάρη στην εξηγητική ισχύ των ιδεών της και σε μια σειρά κοινωνικο-ιστορικών γεγονότων που επανειλημμένα έχουν επικυρώσει την αυστριακή προσέγγιση. Αναφέρω τα πιο σημαντικά από αυτά παρακάτω.

Η κατάρριψη του θεωρητικού μαρξισμού

Σήμερα, πολύ λίγοι οικονομολόγοι αυτοχαρακτηρίζονται ανοιχτά ως μαρξιστές (βλ. Karl Marx). Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο έργο του σημαντικότερου μαθητή του Μένγκερ, του Ώυγκεν φον Μπεμ-Μπάβερκ (Eugen von Böhm-Bawerk). Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Μπεμ-Μπάβερκ είχε ήδη καταφέρει να είναι ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους ζώντες οικονομολόγους. Η φήμη του οφειλόταν εν μέρει στη συντριπτική κριτική που είχε διατυπώσει έναντι του μαρξιστικού παραδείγματος. [1] Μεταξύ των άλλων τεχνικών του συνεισφορών, ο Μπεμ-Μπάβερκ κατέδειξε ότι οι μισθοί των εργαζομένων μειώνονται καθώς αυτοί πληρώνονται πριν από τα έσοδα που παράγουν. Αν οι εργαζόμενοι ήταν πρόθυμοι να πληρωθούν την ώρα της πώλησης, οι μισθοί τους θα αυξάνονταν - αλλά και θα υποχρεώνονταν να μείνουν χωρίς εισόδημα για μια πιθανώς εκτεταμένη χρονική περίοδο. Μετά τον Μπεμ-Μπάβερκ, οι περισσότεροι οικονομολόγοι βρήκαν ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας και της εκμετάλευσης του Μαρξ δεν μπορούν να υποστηριχθούν λογικά. Η πλήρης όμως εξήγηση του γιατί ο σοσιαλισμός αποτυγχάνει όταν εφαρμόζεται αφέθηκε στον πιο διορατικό μαθητή του Μπεμ-Μπάβερκ, τον Λούντβιχ φον Μίζες.

Η Μεγάλη Ύφεση

Ο Μίζες ανήκε στην τρίτη γενιά των αυστριακών οικονομολόγων και όπως ο Μπεμ-Μπάβερκ, απέκτησε διεθνή φήμη, κατακτώντας εντέλει τη θέση του Διακεκριμένου Στελέχους της Αμερικανικής Ένωσης Οικονομολόγων. Πράγματι, ο οικονομολόγος του ΜΙΤ Paul Samuelson - που δεν θα τον χαρακτήριζε κάποιος αυστριακό - υποστήριξε ότι ο Μίζες θα είχε λάβει το βραβείο Νόμπελ οικονομικής επιστήμης, αν το βραβείο αυτό απονεμόταν τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό που ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη φήμη του Μίζες είναι το γεγονός ότι την απέκτησε παρά το γεγονός ότι εξορίστηκε από την Αυστρία, χώρα καταγωγής του, από τους ναζί. Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη όπου υποχρεώθηκε να μιλά και να γράφει σε μια γλώσσα διαφορετική από τις τέσσερις ευρωπαϊκές γλώσσες που ήδη ήξερε.

Σύμφωνα με τον Ben Bernanke, η κατανόηση των αιτιών της Μεγάλης Ύφεσης είναι “το ιερό δισκοπότηρο των μακροοικονομικών” [2]. Παρ’ όλα αυτά, το 1912, δεκαεπτά χρόνια πριν τη διαβόητη κρίση του 1929, ο Μίζες δημοσίευσε τη Θεωρία του Χρήματος και της Πίστωσης (Theory of Money and Credit) στην οποία διατύπωσε μια θεωρία των οικονομικών υφέσεων που αντανακλούσε το περίγραμμα της Μεγάλης Ύφεσης. Με λίγα λόγια, ο Μίζες υποστήριξε ότι η τεχνητή δημιουργία πίστωσης ενθαρρύνει επενδύσεις που στη συνέχεια αποκαλύπτεται ότι δεν είναι επικερδείς. Κατά τη θεώρηση αυτή, η μεγάλη ανάπτυξη της δεκαετίας του 1920 ήταν η εκδήλωση μιας φούσκας που τροφοδοτούταν από πίστωση, η οποία κατέληξε σε μια αναπόφευκτη κρίση. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η θεωρία αυτή είναι σήμερα το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης αυστριακής σχολής. Το 1974, ο μαθητής του Μίζες, Φρίντριχ Χάγιεκ τιμήθηκε με το Νόμπελ οικονομικών για την περαιτέρω επεξεργασία από πλευράς του της θεωρίας του Μίζες.

Ο σοσιαλισμός και η κατάρρευση του κομμουνισμού

Ακόμη και χωρίς καμία άλλη συνεισφορά από πλευράς του, η φήμη του Μίζες θα είχε εμπεδωθεί χάρη μόνο στην ανάλυση του για τον σοσιαλισμό. Το 1920, ο Μίζες διατύπωσε τη θέση του ότι ο σοσιαλισμός είναι ανέφικτος, ένα επιχείρημα που συνέχισε να επεξεργάζεται μέχρι και τη δημοσίευση του σημαντικότερου έργου του, του Human Action το 1949. Όπως πολλά από τα πλέον διάσημα επιχειρήματα στην οικονομική επιστήμη, το επιχείρημα του Μίζες είναι αφοπλιστικά απλό (μολονότι καθόλου απλοϊκό). Ο σοσιαλισμός εξαλείφει τις αγορές για τους συντελεστές παραγωγής (τη γη, την εργασία και τα κεφαλαιακά αγαθά). Χωρίς αγορές για τους συντελεστές αυτούς, δεν υπάρχουν αντίστοιχες χρηματικές τιμές. Χωρίς χρηματικές τιμές, δεν υπάρχει κέρδος και ζημιά. Και χωρίς κέρδος και ζημιά, είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε τι θα παράγουμε και πώς.

Ενώ ο Μίζες (και στη συνέχεια οι μαθητές του, Φρίντριχ Χάγιεκ και Μάρεϊ Ρόθμπαρντ) επεξεργάστηκαν περαιτέρω και διεύρυναν το επιχείρημα αυτό, άλλοι εξέχοντες οικονομολόγοι όπως ο Πωλ Σάμουελσον επέμεναν (μέχρι και το 1989!) ότι ο κεντρικος σχεδιασμός θα αποδεικνυόταν ανώτερος από τις αχαλίνωτες αγορές. Λίγο μετά τις θριαμβευτικές αυτές προφητείες του Σάμουελσον, τα γεγονότα του τέλους του 20ου αιώνα δικαίωσαν την αυστριακή θέση. Ο εξέχον σοσιαλιστής στοχαστής Robert Heilbroner συμπέρανε το 1989 ότι: “Η Σοβιετική Ένωση, η Κίνα και η Ανατολική Ευρώπη μάς έδωσαν τη σαφέστερη δυνατή απόδειξη ότι ο καπιταλισμός οργανώνει τα υλικά ζητήματα της ανθρωπότητας ικανοποιητικότερα απ’ ό,τι ο σοσιαλισμός” [3]

Ο υποανάπτυκτος κόσμος

Κατά τη διάρκεια της Διαμάχης για τον Σοσιαλιστικό Υπολογισμό (Socialist Calculation Debate), ο Μίζες, ο Χάγιεκ, ο Ρόθμπαρντ και άλλοι Αυστριακοί εξήγησαν την αποτυχία του κεντρικού σχεδιασμού από τη μία πλευρά και τον κεντρικό ρόλο των δικαιωμάτων ιδιωτικής ιδιοκτησίας στην οικονομική ανάπτυξη από την άλλη. Αυτά τα σημαντικά διδάγματα επρόκειτο σύντομα να βρουν ένα νέο πεδίο επιβεβαίωσης.

Η μεταπολεμική περίοδος είδε την ανάδυση μεγάλων υπερεθνικών οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα που επεδίωκαν την αναμόρφωση του Τρίτου Κόσμου κατά την εικόνα της Δύσης. Κεντρική θέση στις στρατηγικές αυτών των οργανώσεων είχε η διοχέτευση πόρων αρωγής στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες ώστε αυτές να σχεδιάσουν ιεραρχικά τις κοινωνίες τους. Οι αυστριακοί είδαν λίγες αναλυτικές διαφορές μεταξύ αυτής της πρωτοβουλίας και της προσπάθειας κεντρικού σχεδιασμού της σοβιετικής οικονομίας. Κάποια τρισεκατομμύρια δολάρια μετά, η αυστριακή οπτική δικαιώθηκε. [4]

Παρά την εμπλοκή των δυτικών κυβερνήσεων, το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα είδε επίσης την υποχώρηση της αρπακτικής συμπεριφοράς από πολλές τοπικές αρχές ανά τον κόσμο. Όπως είχαν υποστηρίξει ο Αυστριακοί, η ιδιωτική ιδιοκτησία επιτρέπει την ανάδυση του κέρδους και της ζημιάς, τα οποία με τη σειρά τους επιτρέπουν στους παραγωγούς να εκτιμούν τις συνέπειες των επενδυτικών τους αποφάσεων. Ακόμη, τα δικαιώματα ιδιωτικής ιδιοκτησίας παρέχουν στους επιχειρηματίες και το ίδιο το κίνητρο να επενδύσουν. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, τα δικαιώματα ιδιωτικής ιδιοκτησίας έγιναν ισχυρότερα ανά τον κόσμο. Η αναμενόμενη ανάπτυξη γρήγορα ακολούθησε. Κατά το διάστημα 2005-2015, ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν με περισσότερα από 10 δολάρια την ημέρα αυξήθηκε κατά 900 εκατομμύρια.

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008

Όπως και η Μεγάλη Ύφεση, η Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008 ήρθε σε συνέχεια ενός κύματος “εύκολου χρήματος” που τροφοδοτήθηκε από τις κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο. Το μοτίβο της φούσκας που έσκασε με αργή ανάκαμψη στη συνέχεια ανταποκρίνεται πλήρως στις προβλέψεις της αυστριακής θεωρίας για τους οικονομικούς κύκλους. Στα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης, κάποιοι αυστριακοί είχαν προειδοποιήσει ότι η πολιτική των κεντρικών τραπεζών δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας σημαντικής ύφεσης.

Σήμερα

Κατά τον 20ο αιώνα, άμεσοι μαθητές και επίγονοι του Καρλ Μένγκερ κατείχαν πανεπιστημιακές έδρες στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, το London School of Economics, το NYU, το Princeton και το Johns Hopkins. Ενώ οι αυστριακοί στο παρελθόν φώτισαν πολλές από τις σημαντικότερες για τη διαμόρφωση της πολιτικής διαμάχες του 20ου αιώνα, μια νέα γενιά εφαρμόσει τη αυστριακή θεωρητική σκοπιά για πιεστικά ζητήματα του 21ου αιώνα όπως για τη μελέτη του πολέμου, της οικονομικής ανάπτυξης, της επιχειρηματικότητας, της ιδιωτικής διοίκησης, του πατερναλισμού, της νομισματικής πολιτικής και πολλών άλλων πεδίων. Κρίνοντας από τη διανοητική παραγωγή των σημερινών αυστριακών, το όραμα του Μένγκερ ζει και βασιλεύει. Ας προβλέπουμε λοιπόν στα επόμενα 150 παραγωγικά και γεμάτα χρήσιμες ιδέες χρόνια της αυστριακής σχολής.

Σημειώσεις

[1] Eugen von Böhm-Bawerk, Karl Marx and the close of his system, a criticism. Online Library of Liberty.

[2] Ben S. Bernanke, “The Macroeconomics of the Great Depression: A Comparative Approach,” Journal of Money, Credit, and Banking. Volume 27, Number 1, February 1995.

[3] Robert Heilbroner, “The Triumph of Capitalism,” The New Yorker. January 15, 1989.

[4] William Easterly and Tobias Pfutze, “Where Does the Money Go? Best and Worst Practices in Foreign Aid,” Journal of Economic Perspectives. Volume 22, Number 2, Spring 2008.

--

*Ο Caleb Fuller είναι αναπληρωτής καθηγητής οικονομικών στο Grove City College και μέλος του Program on Economics and Privacy.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 2 Αυγούστου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.