Του Luke Warren
Οι σύγχρονοι περιβαλλοντιστές συχνά αυτοπροσδιορίζονται ως σοσιαλιστές. Τα μέλη της Extinction Rebellion για παράδειγμα, συχνά προτείνουν την κατάργηση του καπιταλισμού και την αντικατάσταση του από τον “οικο-σοσιαλισμό”.
Αν πάτε σε κάποια διαδήλωση για το περιβάλλον ή σε κάποια παρόμοια εκδήλωση, θα δείτε περισσότερες σημαίες με σφυροδρέπανα, σύμβολα με σηκωμένες γροθιές και πόστερ του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος απ’ όσα θα μπορέσετε να μετρήσετε. Πράγματι, ο σοσιαλισμός και ο περιβαλλοντισμός θεωρούνται από πολλούς ως οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Η ιδέα ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια “κρίση του καπιταλισμού” είναι πλέον κυρίαρχη.
Σήμερα φαίνεται αντιφατικό να υποστηρίζει κανείς ταυτόχρονα τον καπιταλισμό και το περιβάλλον. Αυτό δεν αφορά μόνο τη ρητορική. Αντανακλά και στις προτάσεις πολιτικής τόσο των περιβαλλοντολόγων, όσο και των σοσιαλιστών. Δείτε για παράδειγμα το Green New Deal, μια έκκληση για μεγάλης κλίμακας κρατικοποιήσεις στο όνομα του περιβάλλοντος.
Ποια όμως είναι η ιστορία της σχέσης σοσιαλισμού και περιβαλλοντισμού;
Αρκεί να ανατρέξει κανείς στα αποτυχημένα πειράματα του σοσιαλισμού για να δει πόσο καταστροφικός υπήρξε αυτός για το περιβάλλον. Όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση και κατεδαφίστηκε το Σιδηρούν Παραπέτασμα, ο υπόλοιπος κόσμος είδε επιτέλους την περιβαλλοντική ζημιά που προκάλεσαν οι σοσιαλιστικές κατευθυνόμενες οικονομίες. Ο οικονομολόγος Jeffrey Sachs δήλωσε ότι τα σοσιαλιστικά κράτη είχαν “κάποια από τα χειρότερα περιβαλλοντικά προβλήματα σε ολόκληρο τον κόσμο”. Και όλα αυτά αξίζει να σημειωθεί ότι συνέβησαν παρά το ευρύ φάσμα των περιβαλλοντικών νόμων και ρυθμίσεων που υποτίθεται προστάτευαν το δημόσιο συμφέρον.
Ένα πολύ καλό παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση. Οι συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΣΣΔ το 1988 ισοδυναμούσαν με το 79% των αντίστοιχων των ΗΠΑ. Το ΑΕΠ όμως της Σοβιετικής Ένωσης αντιστοιχούσε μόλις στο 54% των ΗΠΑ σύμφωνα με μια πολύ γενναιόδωρη εκτίμηση (κατά πάσα πιθανότητα ήταν πολύ μικρότερο). Αυτό σημαίνει ότι η ΕΣΣΔ παρήγε τουλάχιστον μιάμιση φορά περισσότερη ρύπανση απ’ ό,τι οι ΗΠΑ ανά μονάδα ΑΕΠ (και ξανά, κατά πάσα πιθανότητα, ακόμη περισσότερη απ’ αυτό).
Οι αφηγήσεις όσων ταξίδεψαν στη Σοβιετική Ένωση μετά την κατάρρευσή της μιλούν για μεγάλα κομμάτια της χώρας όπου το νέφος κολλούσε στον αέρα. Ένα άρθρο του Multinational Monitor το 1990 ανέφερε ότι το 40% των Σοβιετικών ζούσαν σε περιοχές όπου οι ατμοσφαιρικοί ρύποι, όπως το διοξείδιο του άνθρακα, το διοξείδιο του θείου και το διοξείδιο του νικελίου, ήταν τρεις με τέσσερις φορές μεγαλύτεροι από τα ανώτατα επιτρεπτά επίπεδα.
Η καταστροφή της Αράλης, ίσως μια από τις χειρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές, μπορεί να αποδοθεί άμεσα στη διαδικασία του σοσιαλιστικού σχεδιασμού. Σε μια προσπάθεια να καταστεί η ΕΣΣΔ αυτάρκης στην παραγωγή βαμβακιού, τεράστιες ποσότητες νερού εξετράπησαν για την άρδευση ξηρών περιοχών. Μεγάλο μέρος της Αράλης αποξηράθηκε, αφήνοντας πόλεις με λιμάνια (όπως το Μουινάκ) και ψαροχώρια σε απόσταση χιλιομέτρων από την ακτή. Ακόμη χειρότερα, η αποκάλυψη του κορεσμένου σε αλάτι βυθού και η εκτεταμένη χρήση φυτοφαρμάκων είχε καταστροφικές συνέπειες στην υγεία του ντόπιου πληθυσμού. Τα αναπνευστικά προβλήματα και οι ασθένειες των πνευμόνων έγιναν συχνές καθώς οι άνθρωποι ανέπνεαν τους ρύπους.
Ένα ακόμη καλύτερο παράδειγμα είναι η Ανατολική Γερμανία, καθώς εκεί έχουμε το προφανές αντιπαράδειγμα της Δυτικής Γερμανίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι κατά κεφαλήν εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν σχεδόν διπλάσιες από τις αντίστοιχες στη Δυτική Γερμανία, μέγεθος εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς πόσο πολύ πλουσιότερη ήταν η Δυτική Γερμανία. Η συγκέντρωση του διοξειδίου του θείου στην ατμόσφαιρα ήταν περισσότερο από δέκα φορές υψηλότερη στην ανατολή, και η συγκέντρωση αιωρούμενων σωματιδίων ήταν παραπάνω από 16 φορές υψηλότερη. Το ίδιο ισχύει και για τις συγκεντρώσεις ρύπων στο έδαφος και το νερό.
Στη σημερινή Βενεζουέλα, οι σοσιαλιστικές πολιτικές συνεχίζουν να αποδεικνύονται καταστροφικές για το περιβάλλον. Η αποψίλωση των δασών και η ρύπανση των υδάτων είναι εντονότατες σε ολόκληρη τη Βενεζουέλα. Οι πετρελαιοκηλίδες είναι συχνές και οφείλονται στην κρατική εταιρία ενέργειας. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση της χώρας αποφάσισε να αντλήσει νερό από τη λίμνη Βαλένσια (της οποίας τα νερά είναι τόσο μολυσμένα που δεν είναι κατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση) στον περιφερειακό ταμιευτήρα Pao-Cachinche που εξυπηρετεί τρία εκατομμύρια ανθρώπους στη Βαλένσια και σε άλλες πόλεις.
Γιατί όμως τα σοσιαλιστικά κράτη έχουν τόσο φρικτές επιδόσεις στο περιβάλλον;
Ένας προφανής λόγος είναι ότι οι σοσιαλιστικές οικονομίες είναι σε τεράστιο βαθμό αναποτελεσματικές. Η απουσία τιμών αγοράς οδηγεί σε λάθος κατανομή των πόρων και παράγει, μεταξύ άλλων, ανεπαρκή κίνητρα για την ελαχιστοποίηση των απορριμμάτων. Ακόμη, κατά κανόνα εκεί απουσιάζουν δικαιώματα ιδιωτικής ιδιοκτησίας, γεγονός που εμποδίζει τους κατοίκους που πλήττονται από το να σταματήσουν την περιβαλλοντική ζημιά ή να αποζημιωθούν γι’ αυτή.
Η κρατική γη και οι κρατικές θάλασσες υφίστανται τη λεγόμενη “τραγωδία των κοινών πόρων”. Καθώς αυτή η γη δεν ανήκει σε κανέναν, κανείς δεν έχει το κίνητρο να συντηρήσει τους πόρους της και να τη διαφυλάξει. Ακόμη, οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις κατά κανόνα υπονομεύουν τη μη κυβερνητική, συνήθως κοινοτική διαχείριση των κοινών πόρων (για παράδειγμα, τις διαρρυθμίσεις εκείνες που περιέγραψε η νομπελίστρια Έλινορ Όστρομ). Ένα παράδειγμα τραγωδίας των κοινών πόρων είναι ο ποταμός Ομπ. Οι εταιριες και οι βιομηχανίες απλώς έχυναν ραδιενεργά λύματα στα νερά του.
Οι πιο ελεύθερες οικονομίες έχουν αντιθέτως αποδειχθεί πολύ πιο περιβαλλοντικώς βιώσιμες. Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα παρέχουν στις εταιρίες και τα άτομα ισχυρά κίνητρα για προσεκτική διαχείριση - άλλωστε, η βιωσιμότητα και η μελλοντική ευημερια των ατόμων μπορεί να εξαρτάται εδώ από τη διαφύλαξη της γης και της ιδιοκτησίας τους. Ο Terry L. Anderson του ινστιτούτου Hoover συνοψίζει αυτό το επιχείρημα “Οι ιδιοκτήτες γης δεν κάνουν υπερβόσκηση. Οι ιδιοκτήτες δέντρων δεν κάνουν υπερβολική υλοτόμηση”.
Υπό τον καπιταλισμό, υπάρχει το ισχυρό κίνητρο της ανταγωνιστικότητας, της διασφάλισης ότι οι πόροι χρησιμοποιούνται κατά τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο. Αυτά τα κίνητρα είναι πιο αδύναμα στον σοσιαλισμό, καθώς η διαφύλαξη των πόρων μπορεί να μην εξυπηρετεί καθόλου την παραγωγή και την επίτευξη των στόχων.
Ναι, φυσικά, ως έναν βαθμό οι σχετικά καλές περιβαλλοντικές επιδόσεις των καπιταλιστικών οικονομιών είναι αποτέλεσμα και μιας αυστηρής περιβαλλοντικής νομοθεσίας και όχι μόνο του καθαυτό “καπιταλισμού”. Ακόμη κι έτσι όμως, είναι εφικτό αυτό να γίνεται με τρόπο συμβατό προς τις αγορές και/ή με τρόπους που μιμούνται διαδικασίες της αγοράς (πχ εμπορεύσιμες ποσοστώσεις αλίευσης, εμπορεύσιμες άδειες εκπομπής αερίων). Και δεν χρειάζεται να τονιστεί πως είναι ευκολότερο να επιβληθεί μια δαπανηρή περιβαλλοντική νομοθεσία σε μια ευημερούσα οικονομία απ’ ό,τι σε μια υποανάπτυκτη.
Η ιστορία του σοσιαλιστικού περιβαλλοντισμού είναι μια ιστορία αποτυχίας. Η περιβαλλοντική ζημιά εδώ και καιρό αποδίδεται στον καπιταλισμό, όμως οι σοσιαλιστικές χώρες έχουν σταθερά χειρότερα πρότυπα για το περιβάλλον και την υγεία. Οι σοσιαλιστές περιβαλλοντιστές και οι πράσινοι σοσιαλιστές θα υποστηρίξουν ότι ο μόνος λόγος που οι περιβαλλοντικές επιδόσεις του υπαρκτού σοσιαλισμού είναι τόσο φρικτές είναι ότι πουθενά δεν εφαρμόστηκε ο “σωστός” σοσιαλισμός, και ότι η “δική τους” εκδοχή του σοσιαλισμού δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ. Αυτό όμως εύκολα λέγεται, και κάποτε πρέπει να κρίνουμε τα διάφορα συστήματα από τα αποτελέσματά τους και όχι από τις φιλοδοξίες των υποστηρικτών τους. Αν το κάνουμε αυτό, τότε τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ο καπιταλισμός μπορεί να έχει τα ελαττώματά του, όμως η ιδιωτική ιδιοκτησία, η χρήση κινήτρων και ανταγωνιστικών αγορών είναι τα θεμέλια των ισχυρών μορφών προστασίας του περιβάλλοντος. Όσο η Extinction Rebellion και οι “Thunbergistas” συνεχίζουν να διαβάλλουν τον καπιταλισμό, θα κάνουν καλά να ρίξουν μια ματιά στη βρώμικη ιστορία του σοσιαλισμού.
--
Ο Luke Warren είναι βοηθός ερευνητής στο Institute of Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 10 Απριλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.