Του Νίκου Ρώμπαπα
“Μια φορά κι έναν καιρό ένας πλούσιος Αθηναίος ταξίδευε μ' ένα καράβι. Τότε έπιασε μια ξαφνική φουρτούνα και το καράβι βυθίστηκε. Ο φίλος μας βρέθηκε στο νερό και τρομοκρατημένος παρακαλούσε την Αθηνά και χίλια-δυο της έταζε για να τον σώσει. Ένας άλλος ναυαγός που τον άκουσε του είπε: Σ?ν ?θην? κα? χε?ρα κίνει. Μαζί με τις προσευχές στην Αθηνά κούνα και συ τα χέρια σου.”
Αυτά μας λέει ο Αίσωπος για τον αρχαίο πρόγονό μας. Αν ζούσε σήμερα θα μας έλεγε μια άλλη ιστορία, σαν αυτή:
“Μερικές χιλιάδες χρόνια αργότερα, οι απόγονοι του Αθηναίου φίλου μας ταξίδευαν με το ΕΛΛΑΣ ΕΞΠΡΕΣ. Στα νιάτα του ήταν λαμπρό σκαρί. Το πιο γρήγορο κι ευέλικτο της Μεσογείου. Αλλά τώρα τίποτα δεν θύμιζε την ένδοξη νιότη του. Είχε καταντήσει σαπιοκάραβο με σκουριασμένες μηχανές. Μόνο οι καμπίνες και οι χώροι υποδοχής ήταν χλιδάτοι.
Οι καπετάνιοι χασκογελούσαν με τις Κασσάνδρες που μιλούσαν μονίμως για ουσιαστικές επισκευές. Κανένας δεν είχε όρεξη για τέτοια. Είχαν βαρεθεί ν' ακούν προβλέψεις για επερχόμενα ναυάγια. Ότι και να 'λεγαν οι Κασσάνδρες, το ΕΛΛΑΣ ΕΞΠΡΕΣ εξακολουθούσε ν' αρμενίζει νωχελικά στο γαλήνιο Αιγαίο.
Ακόμα κι όταν ο χρηματοπιστωτικός τυφώνας του 2007 χτύπησε Αμερική κι Ευρώπη, οι φίλοι μας συνέχισαν να πίνουν αμέριμνοι φρέντο δίπλα στην πισίνα. Ο τυφώνας ήταν μακριά και στο Αιγαίου επικρατούσε μπουνάτσα. Οι Κασσάνδρες επέμεναν να πιάσει το πλοίο κανά λιμάνι. Να γίνουν άμεσα επισκευές. Να προλάβουν το κακό. Αλλά κανείς δεν είχε όρεξη. Το 'χαν ξανακούσει το παραμύθι.
Μόλις ο τυφώνας έφτασε στο Αιγαίο, το ΕΛΛΑΣ ΕΞΠΡΕΣ άρχισε να μπάζει νερά από παντού, σαν σουρωτήρι. Οι φίλοι μας μαζεύτηκαν στο κατάστρωμα κι άρχισαν να συζητούν με τον κλασσικό ελληνικό φλεγματικό τρόπο. Φωνάζοντας όλοι μαζί και βρίζοντας ο ένας τον άλλο. Κάποιοι ήταν στη γέφυρα, κάποιοι στην πάνω πλατεία, κάποιοι στην κάτω, κάποιοι στα τηλεπαράθυρα, οι περισσότεροι στα σόσιαλ μίδια. Αυτοί που φώναζαν περισσότερο έλεγαν ότι είναι κεκτημένο τους να πίνουν φρέντο δίπλα στην πισίνα. Έχουμε, λέει, πληρώσει εισιτήριο και δεν έχουμε καμία υποχρέωση να κάνουμε κάτι, ούτε ν' αλλάξουμε συνήθειες. Η πλοιοκτήτρια εταιρεία έχει υποχρέωση να μας σώσει.
Κάποιοι έλεγαν μάλιστα ότι η μόνη λύση είναι ν' απειλήσουν όλοι μαζί να πηδήξουν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Μόνο έτσι, λέει, θα πειστούν τα ναυαγοσωστικά να μας σώσουν χωρίς να βραχούμε και να χάσουμε τα κεκτημένα μας.
Όλοι έβριζαν όλους. Κανένας τους δεν έφταιγε. Κανένας δεν ήθελε ν' αλλάξει.
Λίγοι, νεότεροι και πιο δυνατοί, βαρέθηκαν το χάος και τη γκρίνια. Βούτηξαν στη θάλασσα και κολύμπησαν μόνοι τους έως τα παραπλέοντα πλοία.
Όσοι έμειναν χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα. Οι μισοί προσεύχονταν στον Αϊ Νικόλα να τους σώσει ή τουλάχιστον να τους πιέσει να σωθούν. Χωρίς θεία φώτιση δεν ήξεραν τι πρέπει να κάνουν. Ούτε μπορούσαν μονάχοι τους να πείσουν τους άλλους.
Οι υπόλοιποι, που ήταν και περισσότεροι, έβριζαν τον Αϊ Νικόλα που δεν τους έσωζε. Αποκαλούσαν προδότες και αϊνικολατσολιάδες όσους δεν τον έβριζαν κι αυτοί. Με προσευχές, λέει, δεν γίνεται δουλειά. Και ο Άγιος φοβέρα θέλει. Όσο δεν τον βρίζουμε ενωμένοι σαν γροθιά, οι κατάρες δεν πιάνουν.
Κάθε φορά που το ΕΛΛΑΣ ΕΞΠΡΕΣ έμπαζε κι άλλα νερά, έκαναν εκλογές για ν' αποφασίσουν αν είναι αποτελεσματικότερες οι προσευχές ή οι κατάρες. Τις εκλογές τις κέρδιζαν φυσικά όσοι έβριζαν τον Άγιο. Μόλις, όμως, έπιαναν το πηδάλιο του μισοβουλιαγμένου πλοίου κι έβλεπαν ότι με κατάρες δεν γίνεται δουλειά, το 'ριχναν κι αυτοί στην προσευχή. Ρίχνοντας φυσικά, που και που, και καμιά κατάρα στον Άγιο για να μην χάσουν την πελατεία.
Έτσι πέρασαν πολλοί χειμώνες. Χωρίς ν' αλλάξει τίποτα. Κανένας δεν κουνούσε το χεράκι του για να σωθεί το πλοίο. Μέχρι που ο απόγονος του Αισώπου σηκώθηκε και είπε: Σύντροφοι, σ?ν ?θην? κα? χε?ρα κίνει. Αν δεν πάρουμε τη μοίρα στα χέρια μας, θα πάμε όλοι μαζί στον πάτο. Ο Αϊ Νικόλας δεν πρόκειται να μας σώσει. Μόνοι μας πρέπει να σωθούμε.”
*Ο Νίκος Ρώμπαπας είναι Εκτελεστικός Διευθυντής του ΚΕΦίΜ