Του Chris Edwards
Η κυβέρνηση λέει ότι το ποσοστό φτώχειας στην Αμερική είναι 11,8%. Λέει ακόμη ότι το ποσοστό της φτώχειας κυμαίνεται μεταξύ 11% και 15% από το 1970, επίδοση που καταδεικνύει ότι έχει επιτευχθεί λίγη ή και καμία πρόοδος έναντι της φτώχειας τις τελευταίες δεκαετίες.
Το επίσημο όμως ποσοστό φτώχειας του Στατιστικού Γραφείου έχει μια ανωφερή προκατάληψη και ως ένα βαθμό δεν έχει νόημα. Σε ό,τι αφορά την υλική τους ευμάρεια, οι οικογένειες κοντά στο πάτο των εισοδηματικών κατανομών είναι σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ' ό,τι στις περασμένες δεκαετίες λόγω της γενικής οικονομικής ανάπτυξης και των μεγαλύτερη κρατικών χορηγήσεων.
Σε μια μελέτη του Cato, ο John Early υπολόγισε εκ νέου το ποσοστό φτώχειας στις ΗΠΑ χρησιμοποιώντας πληρέστερα δεδομένα και βρήκε ότι αυτό μειώθηκε από το 19,5% το 1963 στο μόλις 2,2% το 2017. (Τα γραφήματα της μελέτης βρίσκονται επικαιροποιημένα εδώ). Ο Early έχει διατελέσει βοηθός επίτροπος στο Γραφείο Εργασιακής Στατιστικής.
Οι Bruce Meyer και James Sullivan επιχειρούν κάτι αντίστοιχο σ' αυτή τη νέα μελέτη. Βρίσκουν ότι το ποσοστό φτώχειας μειώθηκε από το 13% το 1980 στο 2,8% το 2018. Υπολογίζουν αυτό το ποσοστό βασιζόμενοι στην κατανάλωση αντί του εισοδήματος, αλλά η γενική ιδέα είναι η ίδια. Ο Meyer είναι στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και ο Sullivan στο πανεπιστήμιο του Νοτρ-Νταμ.
Οι εκτιμήσεις των Early και Meyer-Sullivan καταγράφονται παρακάτω. Και οι δύο αντανακλούν μια μεγάλη μείωση στην υλική ένδεια για τους λιγότερο εύπορους αμερικανούς. Δυστυχώς αυτά τα πολύ καλά νέα για την αμερικανική οικονομία παραβλέπονται συνήθως από τα ρεπορτάζ στα μέσα και τις πολιτικές συζητήσεις.
Τόσο ο Early οσο και οι Meyer-Sullivan χρησιμοποιούν ένα πολύ ακριβέστερο μέτρο του πληθωρισμού από αυτό που χρησιμοποιείται για την προσαρμογή του επίσημου ποσοστού φτώχειας κάθε χρόνο. Και διορθώνουν και οι δύο το γεγονός ότι η επίσημη απογραφή - στην κύρια σειρά δεδομένων της για τη φτώχεια - δεν περιλαμβάνει διάφορα κρατικά ωφελήματα όπως το Medicaid, τα κουπόνια τροφίμων, και τις φορολογικές πιστώσεις κερδισμένου εισοδήματος. Και οι δύο μελέτες κάνουν και κάποιες περαιτέρω προσαρμογές.
Τα παρακάτω γραφήματα καταγράφουν τα ποσοστά φτώχειας των Early και Meyer-Sullivan σε σύγκριση με τις επίσημες σειρές δεδομένων της απογραφής. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι υπολογισμοί του ποσοστού φτώχειας πηγάζουν από ουσιωδώς αυθαίρετα κατώφλια φτώχειας που μετριούνται σε σχέση με ένα επιλεγέν έτος βάσης. Ο John Early βασίζει τη σειρά δεδομένων του στο επίσημο ποσοστό του 1963, ενώ οι Meyer-Sullivan στο επίσημο ποσοστό του 1980.
Το σημαντικό δεν είναι το ποσοστό φτώχειας που υπολογίζεται για το εκάστοτε έτος, αλλά η τάση εξέλιξής του στο χρόνο. Οι επίσημες σειρές δεδομένων δεν καταδεικνύουν κάποια σταθερή βελτίωση σε ό,τι αφορά τη φτώχεια τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ οι καλύτερες εκτιμήσεις από τους Early και Meyer-Sullivan καταδεικνύουν σημαντική βελτίωση για τα νοικοκυριά κοντά στον πάτο.
Συνοψίζοντας οι Early και Meyer-Sullivan χρησιμοποιώντας κάπως διαφορετικές μεθόδους καταδεικνύουν ότι τα επίσημα δεδομένα για τη φτώχεια είναι υπερβολικά απαισιόδοξα.
Παρεισήγαγα την τιμή για το 1982 στους Meyer-Sullivan.
*Ο Chris Edwards είναι διευθυντής των μελετών φορολογικής πολιτικής στο Cato Institute και αρθρογράφος στο www.DownsizingGovernment.org.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 4 Νοεμβρίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγoύμης.