Των Dalibor Rohac και Sahana Kumar
Το μεγάλο ποσοστό του Κόμματος των Ελεύθερων Αυστριακών (20,5%) στις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές της χώρας, το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για την Γερμανία (12,6%) στις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου, και η ήττα με μικρή διαφορά της Marine Le Pen στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του Μαΐου (21,3% στον πρώτο γύρο με τον Emmanuel Macron να αποσπά 24%) υπογραμμίζουν την ανάγκη να αναρωτηθούμε ποια είναι η κινητήρια δύναμη της υποστήριξης σε λαϊκιστικές πολιτικές. Το άρθρο μας που δημοσιεύθηκε στο Economic Affairs καταδεικνύει ότι τα εκλογικά ποσοστά των δεξιών λαϊκιστών συσχετίζονται έντονα με προσλήψεις σχετικά με τη διαφθορά και όχι με παράγοντες που παραδοσιακά αναφέρονται όπως η μετανάστευση, η ανεργία, ή η ανισότητα.
Οι επικεφαλής υποψήφιοι της Alternative fur Deutchland AfD Alice Weidel και Alexander Gauland σε δηλώσεις μετά την πρώτη κοινοβουλευτική συνεδρίαση στο Βερολίνο, 26 Σεπτεμβρίου 2017. REUTERS/Fabrizio Bensch
Αντίθετα προς την τρέχουσα βιβλιογραφία, που εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στον δεξιό λαϊκισμό, τα δικά μας δεδομένα, που βασίζονται στον Δείκτη Απολυταρχικού Λαϊκισμού του Ινστιτούτου Timbro, μας επιτρέπουν να μελετήσουμε ξεχωριστά τους παράγοντες που συνέβαλαν στην εκλογική επιτυχία ακροδεξιών αλλά και ακροαριστερών κομμάτων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και οι Podemos στην Ισπανία. Εστιάζοντας στις ευρωπαϊκές εκλογές από το 1980, βρίσκουμε ότι οι παράγοντες της υποστήριξης των δύο αυτών κατηγοριών διαφέρουν μεταξύ τους. Η υποστήριξη στον αριστερό λαϊκισμό φαίνεται να σχετίζεται με οικονομικά προβλήματα, και ιδίως με την υψηλή ανεργία. Αντίθετα, η λαϊκιστική δεξιά ακμάζει εκεί όπου τα επίπεδα διαφθοράς είναι υψηλά. Ίσως λόγω του ιστορικού αποκλεισμού τους στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, οι δεξιοί λαϊκιστές μπορούν να παρουσιάζονται ως αυθεντικοί παίκτες εκτός του πολιτικού συστήματος.
Καθώς οι υφιστάμενοι δείκτες διαφθοράς βασίζονται κυρίως το πώς προσλαμβάνουν το πρόβλημα οι πολίτες, ούτε οι φαινομενικά “καθαρές” χώρες όπως η Γερμανία δεν έχουν πλήρη ανοσία. Το σκάνδαλο με τις εκπομπές αερίων της Volkswagen για παράδειγμα κλόνισε την εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία των ρυθμιστικών αρχών της χώρας. Νωρίτερα φέτος μια έρευνα γνώμης της Ernst & Young κατέδειξε ότι το 43% των επιχειρηματικών στελεχών της Γερμανίας πιστεύουν ότι η διαφθορά είναι συνήθης στη χώρα - σε σύγκριση με μόλις 26% το 2015. Ανεξάρτητα από το αν αυτοί οι αριθμοί αντανακλούν όντως μια πραγματικότητα αυξανόμενης διαφθοράς, δίνουν τροφή σε λαϊκιστές που εκστρατεύουν εναντίον της αυτοαναπαραγόμενης πολιτικής ελίτ.
Εδώ όμως είναι το πρόβλημα. Οι δεξιοί λαϊκιστές μπορεί να εκμεταλλεύονται την πραγματική δυσαρέσκεια, όμως σπάνια προτείνουν λύσεις. Το 2010 ο νυν πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Viktor Orban ανήλθε στην εξουσία με μια εκστρατεία που έδινε έμφαση στις πολλές περιπτώσεις διαφθοράς και παρεοκρατίας υπό την προηγούμενη κυβέρνηση των Σοσιαλιστών. Με την ανάληψη της εξουσίας από το Fidesz του Orban, συστηματικά αποδυναμώθηκαν οι έλεγχοι και οι ισορροπίες μεταξύ των εξουσιών, διώχθηκαν τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών και, με το οποιονδήποτε δείκτη, επιδεινώθηκε το πρόβλημα της διαφοράς. Προκειμένου να μην ακολουθήσουν και άλλες χώρες την ίδια πορεία, είναι επιτακτικό οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες - αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες - να αποκαταστήσουν την ακεραιότητα των πολιτικών τους συστημάτων.
--
Ο Dalibor Rohac είναι ερευνητής στο American Enterprise Institute (AEI) όπου μελετά τις ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές τάσεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Οκτωβρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.