Γράφει ο Lawrence W. Reed
Ο γεωδέτης, αγρότης, στρατιωτικός και πολιτικός Τζωρτζ Ουάσινγκτον ποτέ δεν είδε τον εαυτό του ως οικονομολόγο, αλλά η εμπειρία τον δίδαξε πολλά για το παραστατικό (χωρίς αντίκρυσμα) χρήμα. Όταν το Κογκρέσο το επέβαλε στον στρατό του και προσπάθησε να αγοράσει τρόφιμα μ’ αυτό, οι στρατιώτες του υπέστησαν στερήσεις.
Αντιθέτως, οι Βρετανοί παραδίπλα έτρωγαν καλά γιατί πλήρωναν με χρυσό και ασήμι. Λίγα χρόνια μετά, το 1787, ο Ουάσινγκτον διακήρυξε ότι οι αναπόφευκτες συνέπειες του χάρτινου χρήματος είναι ότι «καταστρέφει το εμπόριο, καταδυναστεύει τους τίμιους και ανοίγει την πόρτα σε κάθε είδους απάτη και αδικία».
Ο υπερπληθωρισμός των ηπειρωτικών δολαρίων που τύπωσε το Κογκρέσο κατά το διάστημα 1775-1780 δεν ήταν το πρώτο επεισόδιο με παραστατικό χρήμα στη Βόρεια Αμερική. Σχεδόν έναν αιώνα πριν, η Νέα Αγγλία υπήρξε η σκηνή για ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κεφάλαιο της οικονομικής ιστορίας. Ο Ουάσινγκτον μπορεί και να το γνώριζε.
Ο αείμνηστος οικονομολόγος της αυστριακής σχολής Μάρεϊ Ρόθμπαρντ το ανέφερε εν συντομία σε ένα άρθρο του το 1963 για το Foundation for Economic Education με τίτλο Mercantilism: A Lesson for Our Times (Μερκαντιλισμός: Ένα μάθημα για την εποχή μας). Έγραφε,
«Η Μασαχουσέτη έχει τη μη τιμητική διάκριση να έχει κυκλοφορήσει το πρώτο κρατικό χάρτινο χρήμα στην ιστορία του δυτικού κόσμου - μάλιστα, στην ιστορία ολόκληρου του κόσμου με την εξαίρεση της Κίνας. Η μοιραία αυτή έκδοση συνέβη το 1690, για να πληρωθεί μια εκστρατεία λεηλασίας εναντίον του γαλλικού Καναδά που απέτυχε δραματικά. Ακόμη όμως και πριν απ’ αυτό, οι εξέχοντες άνδρες της αποικίας είχαν προτείνει και άλλα σχέδια έκδοσης χάρτινου χρήματος».
Η εκστρατεία στην οποία αναφέρεται ο Ρόθμπαρντ γεννήθηκε από τον Πόλεμο του Βασιλιά Γουλιέλμου (1688-1697), που διαδόθηκε από την Ευρώπη στις αποικίες της Αγγλίας στη Βόρεια Αμερική. Τον Αύγουστο του 1690, υπό την ηγεσία του Sir William Phips, 34 πλοία και 2.000 άνδρες έφυγαν από τη Βοστώνη για να καταλάβουν το Κεμπέκ στη Νέα Γαλλία (τον γαλλικό Καναδά).
Τα στρατεύματα θα πληρώνονταν από τη λεία που ο Φιπς περίμενε να αρπάξει μόλις θα καταλάμβανε το Κεμπέκ, αλλά η μοίρα το θέλησε να επιστρέψει στη Μασαχουσέτη ηττημένος και με άδεια χέρια. Απειλήθηκε ανταρσία, καθώς οι άνδρες απαιτούσαν να πληρωθούν. Με τα ταμεία άδεια, η κυβέρνηση της αποικίας αποφάσισε στις 10 Δεκεμβρίου να εκδώσει ένα ποσό 7.000 λιρών σε χάρτινο χρήμα.
Η ατυχής όμως εκστρατεία στο Κεμπέκ κόστισε περισσότερες από 7.000 λίρες - το κόστος της υπολογίζεται στις 50.000. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1691, η κυβέρνηση τύπωσε κι άλλο χρήμα και διακήρυξε ότι αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή φόρων.
Το χάρτινο χρήμα της Μασαχουσέτης το 1690-1 είχε ως «αντίκρυσμα» μόνο την καλή πίστη της αποικιακής κυβέρνησης, όχι πολύτιμα μέταλλα ή γη όπως συνέβαινε με προηγούμενες εκδόσεις. Τα στρατεύματα και οι άλλοι πιστωτές δεν χάρηκαν με αυτό (το χρήμα γρήγορα άρχισε να χάνει αξία) αλλά μια γρήγορη διαδοχή γεγονότων εμπόδισε τόσο μια εξέγερση, όσο και την έκρηξη του πληθωρισμού.
Τον Μάιο, η κυβέρνηση εξέδωσε έναν νόμο που περιόριζε τη συνολική έκδοση χρήματος στις 40.000 λίρες. Κλείδωσε τα πιεστήρια ώστε κανείς να μην μπορεί να τυπώσει άλλο χρήμα. Τον Οκτώβριο, κατέστρεψε τουλάχιστον 10.000 λίρες που είχαν καταβληθεί στο δημόσιο ταμείο ως φόροι. Ακόμη, μέχρι το τέλος του χρόνου επέβαλε νέους φόρους ύψους 30.000 για να αποσύρει τα υπόλοιπα χαρτονομίσματα. Και ο ίδιος ο Φιπς χρησιμοποίησε την προσωπική του περιουσία για να αγοράσει μεγάλο μέρος του εναπομείναντος ποσού για χρυσό.
25 χρόνια μετά, η πρώτη εμπειρία του δυτικού κόσμου από υπερπληθωρισμό χάρτινου χρήματος συνέβη στη Γαλλία. Από το 1715 μέχρι το 1720, χωρίς καμία από τις προβλέψεις που περιόρισαν το χάρτινο χρήμα στη Μασαχουσέτη το 1690-1, η Γαλλία τύπωσε χρήμα μέχρι αυτό να χάσει εντελώς την αξία του.
Η υποτίμηση του χρήματος μιας χώρας είναι μια παλιά ενασχόληση περισσότερων κυβερνήσεων απ’ όσες μπορούμε να μετρήσουμε. Πριν το χρήμα, είχε τη μορφή της «αποκοπής» των νομισμάτων, μερικές φορές μέχρι αυτά τα γίνουν υπερβολικά μικρά για να συνεχίζουν να κυκλοφορούν, ή της ανάμειξης ευτελών μετάλλων με τα πολύτιμα. Οι αρχαίοι Ισραηλίτες είχαν δεχθεί κριτική γι’ αυτό από τον προφήτη Ησαΐα («τὸ ἀργύριον ὑμῶν ἀδόκιμον»). Οι Ρωμαίοι χρηματοδοτούσαν το κράτος πρόνοιας/πολέμου τους διαφθείροντας διαρκώς το νόμισμα. Είναι γνωστό πως τα γερμανικά κρατίδια έκαναν το ίδιο κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-48) κλπ, κλπ. Τουλάχιστον η Αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης στα τέλη του 17ου αιώνα το σταμάτησε γρήγορα.
Παρεμπιπτόντως, το να ισχύει ένας νομισματικός κανόνας χρυσού ή αργύρου, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να τυπώνεται χάρτινο χρήμα. Απλώς σημαίνει ότι αυτό το χαρτί είναι ανταλλάξιμο αντικατάστατο για τα μέταλλα αυτά. Όταν το χρήμα έχει αντίκρυσμα σε χρυσό ή ασήμι, οι άνθρωποι μπορεί να προτιμούν τα χαρτονομίσματα ως πιο βολικά, και να τα εμπιστεύονται αν γνωρίζουν ότι μπορούν να εξαργυρώσουν κατά βούληση.
Γιατί η Μασαχουσέτη έκανε αυτό το βραχύβιο πείραμα με χάρτινο χρήμα χωρίς αντίκρυσμα το 1690; Γιατί δεν έκανε απλώς αυτό που έκαναν και άλλες αποικιακές διοικήσεις στο παρελθόν, δηλαδή να προσφέρει αμέσως την εξαργύρωση των χαρτονομισμάτων σε μέταλλο ή γη; Οι δαπάνες του πολέμου δεν το εξηγούν πλήρως αυτό.
Ο ιστορικός Richard Sylla επισημαίνει ότι η Μασαχουσέτη έχασε τόσο το καταστατικό της όσο και το νομισματοκοπείο της το 1684. Μέχρι αυτά να αποκατασταθούν, δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταφύγει σε “νομισματική καινοτομία”.
Αναπτύσσοντας περαιτέρω αυτή την άποψη, ο ιστορικός Dror Goldberg εξηγεί ότι χωρίς καταστατικό μετά το 1648, όλη η γη της αποικίας επέστρεψε στον βασιλιά, και κανείς εκτός του βασιλιά δεν μπορούσε να προσφέρει τη γη του στον οποιονδήποτε. Μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για ένα νέο καταστατικό, το Λονδίνο απαγόρευσε στην αποικία να λειτουργεί νομισματοκοπείο, γεγονός που απέτρεπε το αντίκρυσμα των χαρτονομισμάτων σε νομίσματα. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει η Μασαχουσέτη ήταν να εκδώσει χαρτονομίσματα με μια απλή υπόσχεση να τα εξαργυρώσει σε κάτι που θα έχει αξία κάποια στιγμή στο μέλλον. Σύμφωνα με τον Goldberg, “... ενώ έπρεπε να τυπωθούν χαρτονομίσματα για να πληρωθούν τα στρατεύματα, έπρεπε αυτά να μοιάζουν σαν να μην είναι χρήματα”.
Προς τιμήν της Μασαχουσέτης, τα χαρτονομίσματα του 1690-1 δεν επιβλήθηκαν σε κανέναν. Η κυβέρνηση δεν τα ανακήρυξε νόμιμο χρήμα, πράγμα που σημαίνει ότι κανείς δεν ήταν υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιεί για να εξυπηρετεί δάνεια. Ούτε καν οι στρατιώτες δεν ήταν υποχρεωμένοι να τα αποδεχθούν ή να τα χρησιμοποιούν σε οποιαδήποτε πληρωμή. Γρήγορα περιορίστηκαν και αποσύρθηκαν. Αυτό σημαίνει ότι, στον βαθμό που τα χαρτονομίσματα είχαν επιτυχία, αυτό συνέβη γιατί μιμήθηκαν έναν κανόνα σκληρού χρήματος και δεν ήταν ένα πραγματικό μακροχρόνιο πείραμα χάρτινου χρήματος χωρίς αντίκρυσμα. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για βραχυχρόνια υποσχετικά.
Ο σκεπτικισμός του Τζωρτζ Ουάσινγκτον έναντι των χαρτονομισμάτων ακόμη είναι εύλογος. Το πείραμα της Μασαχουσέτης το 1690-91 καταδεικνύει τους κινδύνους της χρήσης χαρτονομισμάτων χωρίς αντίκρυσμα εκτός κι αν αυτά σχεδόν αμέσως είτε καταστραφούν είτε καλυφθούν. Τότε λοιπόν, εύλογα μπορεί κανείς να αναρωτηθεί, γιατί να μπλέξουμε μ’ αυτά εξαρχής;
Για περισσότερες πληροφορίες, δείτε:
The Massachusetts Paper Money of 1690 by Dror Goldberg (Journal of Economic History, December 2009)
A History of American Currency by William Graham Sumner
Tracts Relating to the Currency of Massachusetts Bay, 1682-1720 by Andrew McFarland Davis
Colonial Currency Reprints, 1682-1751, Vol. 1 by Andrew McFarland Davis
Mercantilism: A Lesson for Our Times by Murray N. Rothbard
Monetary Innovations in America by Richard Sylla (Journal of Economic History, March 1982)
When Money Goes Bad (free eBook) by Lawrence W. Reed
Where Have All the Monetary Cranks Gone? by Lawrence W. Reed
The Times That Tried Men’s Economic Souls by Lawrence W. Reed
* Ο Lawrence W. Reed είναι επίτιμος πρόεδρος του Foundation for Economic Education και συγγραφέας των βιβλίων Real Heroes: Inspiring True Stories of Courage, Character and Conviction και Excuse Me, Professor: Challenging the Myths of Progressivism.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 3 Φεβρουαρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.