Γράφει ο Harrison Griffiths
Η αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας προκαλεί πάντα ανησυχία, αλλά τα αξιολύπητα χαμηλά ποσοστά εξιχνίασης των εγκλημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν επιτρέπουν να παραβλέπεται το ζήτημα. Όσοι ζουν στο Λονδίνο σίγουρα γνωρίζουν πολλές περιπτώσεις κλοπής τηλεφώνου ή ποδηλάτου, όπου η αστυνομία ελάχιστα προσπάθησε να ανακτήσει την κλεμμένη περιουσία, πόσο μάλλον να φέρει τους υπόλογους στη δικαιοσύνη. Πράγματι, μόνο το 1,7% των αναφερόμενων περιπτώσεων κλοπής ποδηλάτου οδηγούν σε επιτυχή ποινική δίωξη.
Το ζήτημα της κλοπής ποδηλάτου είναι μία μόνο από τις ενδείξεις ότι τα εγκλήματα ιδιοκτησίας έχουν ουσιαστικά αποποινικοποιηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2021, πάνω από ένα εκατομμύριο κλοπές και διαρρήξεις παρέμειναν άλυτες. Η περιουσία των ανθρώπων είναι απ’ ό,τι φαίνεται ελεύθερα διαθέσιμη για τους εγκληματίες.
Τα βίαια εγκλήματα και τα εγκλήματα ιδιοκτησίας έχουν καλά τεκμηριωμένες επιπτώσεις πέρα από τη θυματοποίηση των αθώων ανθρώπων. Η υψηλή εγκληματικότητα διαβρώνει την κοινωνική εμπιστοσύνη, αποτρέπει τους ανθρώπους από οικονομική δραστηριότητα τη νύχτα, τους αναγκάζει να ξοδεύουν χρήματα που διαφορετικά δεν θα ξόδευαν για επισκευή κατεστραμμένων περιουσιών ή για να απομακρυνθούν από της περιοχές υψηλής εγκληματικότητας.
Δεν υπάρχει τίποτα ανελεύθερο στην αντιμετώπιση του εγκλήματος: αυτή εκπληρώνει την ηθική μας ευθύνη να υπερασπιστούμε τους αθώους από τη βία και αποτελεί βασικό συστατικό μιας ισχυρής οικονομίας.
Το πρώτο πράγμα στο οποίο πρέπει να δίνει έμφαση μια φιλελεύθερη προσέγγιση της ποινικής δικαιοσύνης είναι ότι η αστυνομία πρέπει να ασχολείται μόνο με τις απειλές κατά της ζωής, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας. Μόλις η αστυνομία αρχίσει να διώκει αδικήματα χωρίς θύματα, μετατρέπεται σε ένα επιζήμιο βίαιο καρτέλ. Αυτό, για παράδειγμα, σημαίνει αποποινικοποίηση της κατοχής και πώλησης ναρκωτικών και τερματισμός των κρατικών περιορισμών στην ομιλία.
Αυτό δεν είναι μόνο ηθικά ορθό, αλλά μπορεί επίσης να έχει θετική επίδραση στην καταστολή και άλλων εγκλημάτων. Υπάρχει ένα κόστος ευκαιρίας για κάθε αστυνομικό που κάθεται σε ένα γραφείο και παρακολουθεί το διαδίκτυο για «εξαιρετικά προσβλητικά» Tweets όταν θα μπορούσε να περιπολεί στους δρόμους ή να προσπαθεί να εξιχνιάσει ένα έγκλημα. Πράγματι, η μείωση της με υπερβολικό ζήλο και με πολιτικά κίνητρα αστυνόμευσης της ομιλίας μπορεί να είναι ένας τρόπος για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στην αστυνομία που έχει δημιουργήσει ένα είδος «αναρχοτυραννίας», όπου οι άνθρωποι υφίστανται ανελέητα αστυνομική έρευνα για ειρηνική ομιλία ενώ οι ληστές επιτρέπεται να κυκλοφορούν με ατιμωρησία.
Έτσι, από τη στιγμή που η επιβολή του νόμου επικεντρωθεί στην επιβολή των σωστών νόμων, η πρωταρχική λειτουργία της αστυνόμευσης θα πρέπει να είναι η προστασία από το έγκλημα και η ελαχιστοποίηση του κόστους για το κάθε θύμα.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει για να αντιμετωπιστεί αυτό είναι να επαναφέρουμε περισσότερους αστυνομικούς στις περιπολίες. Ένας από τους μόνους τρόπους με τους οποίους η αστυνομία μπορεί να αποτρέψει το έγκλημα είναι μέσω της ορατότητας. Μια συστηματική ανασκόπηση των δεδομένων έδειξε ότι το 80% των μελετών κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αύξηση των περιπολιών της αστυνομίας σε περιοχές υψηλής εγκληματικότητας μείωσε την εγκληματική δραστηριότητα σε σύγκριση με άλλες τοποθεσίες υψηλής εγκληματικότητας. Μια μελέτη διαπίστωσε μείωση 31% στα εγκλήματα ιδιοκτησίας σε σημεία όπου γίνονταν περιπολίες με αυτοκίνητα.
Οι συνεπείς περιπολίες αυξάνουν επίσης την ετοιμότητα της αστυνομίας να ανταποκριθεί σε κλήσεις πολιτών. Ακόμη και οι κλήσεις «πρώτης προτεραιότητας» χρειάστηκαν κατά μέσο όρο 16,5 λεπτά για να φτάσει η αστυνομία στον τόπο του εγκλήματος το 2022, αύξηση 9% σε σύγκριση με το 2018.
Καθώς οι χρόνοι απόκρισης συχνά κρίνουν τη διαφορά μεταξύ επιτυχίας ή αποτυχίας για τους εγκληματίες, δεν υπάρχει δικαιολογία να μην επιτρέψουμε στα άτομα να ανακτήσουν περισσότερο τον έλεγχο της προστασίας τους. Το ισχύον νομικό καθεστώς γύρω από την αυτοάμυνα συμβάλλει ελάχιστα στην προστασία όσων ενεργούν για αυτοάμυνα, περιμένοντας από τα θύματα να σταθμίσουν μια ολόκληρη σειρά νομικών κριτηρίων εξισορρόπησης πριν ενεργήσουν για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και την περιουσία τους από εγκληματίες. Αυτό θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να παρέχεται η βεβαιότητα στα θύματα εγκληματικών πράξεων ότι θα υπάρχει εξαιρετικά υψηλός νομικός φραγμός για τη δίωξή τους για ενέργειες αυτοάμυνας.
Οι ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας θα πρέπει να έχουν τα ίδια νομικά δικαιώματα με την αστυνομία σε ό,τι αφορά τον περιορισμό των εγκληματιών και την υπεράσπιση της περιουσίας των ανθρώπων και η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο χαλάρωσης των περιορισμών στην κατοχή ορισμένων ελεγχόμενων όπλων εντός της ιδιοκτησίας των ανθρώπων.
Από τη στιγμή που έχει διαπραχθεί ένα έγκλημα, δεν θα πρέπει να τίθεται θέμα διερεύνησης των παραπάνω, και η κάθε κατηγορία πρέπει να ερευνάται όσο το επιτρέπουν τα στοιχεία. Και εδώ, υπάρχει ρόλος για τον ιδιωτικό τομέα. Θα πρέπει να επιτρέπεται στα άτομα να προσλαμβάνουν ιδιωτικούς ντετέκτιβ για τη διερεύνηση του εγκλήματος και στους ιδιωτικούς ερευνητές να έχουν την ίδια πρόσβαση στους δικαστές για να αποκτούν εντάλματα για έρευνες και αποδεικτικά στοιχεία. Εάν η αστυνομία δεν μπορεί να προσφέρει επαρκείς έρευνες, τότε η κυβέρνηση θα πρέπει να παράσχει στα θύματα ένα κουπόνι για να βρουν μια ιδιωτική οντότητα που μπορεί να ανταποκριθεί.
Από τη στιγμή που ένας εγκληματίας κατηγορηθεί και κριθεί ένοχος, το επίκεντρο της ποινής δεν θα πρέπει να είναι η τιμωρία ή η αποτροπή - καμία από τις οποίες δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική για τη μείωση του εγκλήματος – αλλά ο περιορισμός και η αποκατάσταση.
Μια προσέγγιση βασισμένη στην αποκατάσταση θα έδινε στα θύματα έναν πιο ενεργό ρόλο στην απόδοση δικαιοσύνης. Τα θύματα θα πρέπει να είναι σε θέση να πιέζουν για χρηματικές μεταφορές ή μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων από τους θύτες για να μετριάσουν τις επιπτώσεις του εγκλήματος. Η αξία της μεταβίβασης και ο χρόνος εντός του οποίου πρέπει να καταβληθεί θα πρέπει να κρίνονται από δικαστές και ενόρκους.
Υπάρχουν, ωστόσο, πολλές περιπτώσεις εγκληματικότητας όπου η ευρύτερη κοινωνία έχει συμφέρον οι δράστες να αποτρέπονται από το να επαναλάβουν τα αδικήματα. Πράγματι, η κατανομή του νόμου δύναμης του εγκλήματος (power law of crime) μας λέει ότι τα περισσότερα αδικήματα διαπράττονται από έναν μικρό αριθμό επαναλαμβανόμενων δραστών. Μια 30ετής μελέτη της εγκληματικότητας στη Σουηδία υπολόγισε ότι το 1% του πληθυσμού διαπράττει το 63% όλων των βίαιων εγκλημάτων. Η σαφής πλειονότητα των καταδίκων στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο αφορά άτομα που ήδη έχουν ποινικό μητρώο.
Ο περιορισμός αυτού του μικρού τμήματος του πληθυσμού που διαπράττει τη συντριπτική πλειονότητα των βίαιων εγκλημάτων θα πρέπει να είναι η προτεραιότητα του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Οι ποινές σε άτομα με μία ή δύο προηγούμενες καταδίκες θα πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που αφορούν άτομα που καταδικάζονται για πρώτη φορά για παρόμοια αδικήματα. Οι φυλακές πρέπει να είναι απόλυτα ανθρώπινες με διάφορες ευκαιρίες για αυτοβελτίωση και αποκατάσταση για όσους επιθυμούν να αλλάξουν τη ζωή τους όσο βρίσκονται στη φυλακή.
Το επίκεντρο των προσπαθειών μας για την ποινική δικαιοσύνη πρέπει να είναι η ενδυνάμωση της αστυνομίας και των ατόμων ώστε να υπερασπίζονται τα θύματα από εγκληματικές πράξεις και η αύξηση της ικανότητάς μας να διώκουμε επιτυχώς τους εγκληματίες εκ των υστέρων. Μόλις οι εγκληματίες κριθούν ένοχοι για αδικήματα, τα θύματα θα πρέπει να μπορούν να ζητούν αποζημίωση που θα τους βοηθήσει να επαναφέρουν τη ζωή τους σε μια τροχιά και οι κατά συρροή εγκληματίες πρέπει να διαχωριστούν ανθρώπινα από την κοινωνία για να διασφαλιστεί ότι οι αθώοι δεν θα τρομοκρατηθούν ξανά από τους ίδιους επιτιθέμενους στο μέλλον.
* Ο Harrison Griffiths είναι στέλεχος επικοινωνίας στο Institute of Economic Affairs.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 7 Αυγούστου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.