Η Παγκόσμια Τράπεζα, μετά από μια εξωτερική έρευνα που βρήκε ότι στελέχη της δέχονταν πιέσεις να τροποποιήσουν δεδομένα προς όφελος της Κίνας, τερμάτισε την πολύχρονη έκδοση της “Doing Business”.
O δείκτης Doing Business που ποσοτικοποιεί τις επιχειρηματικές ρυθμίσεις στην εκάστοτε χώρα, εδώ και καιρό είναι αντικείμενο αμφισβητήσεων ως προς τη μεθοδολογία του και την επιρροή του στη διατύπωση πολιτικών. Παρά όμως τις περιπτώσεις μη κανονικών δεδομένων, και των πολύ πραγματικών χειραγωγήσεων δεδομένων από στελέχη της Τράπεζας, ο Doing Business είναι στον πυρήνα του μια εγγενώς πολύτιμη άσκηση και θα πρέπει, μετά την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, να συνεχιστεί.
Ο Doing Business αποτιμά το ρυθμιστικό περιβάλλον σε 190 χώρες και σε 11 πεδία που περιλαμβάνουν την έναρξη μιας επιχείρησης, την διασφάλιση σύνδεσης ηλεκτρικού ρεύματος, και την επιβολή των συμβάσεων. Σε καθένα από αυτά τα πεδία, καταγράφει πληροφορίες όπως τον αριθμό των διαδικασιών, τον χρόνο και το κόστος που χρειάζεται για την ολοκλήρωση της εκάστοτε δραστηριότητας. Η ρυθμιστική επίδοση κάθε χώρας κατατάσσεται στο πλαίσιο κάθε πεδίου, παράγοντας έτσι μια συνολική κατάταξη ευκολίας διεξαγωγής επιχειρηματικής δράσης που περιλαμβάνει σωρευτικά όλες τις μετρήσιμες κατηγορίες.
Οι επικριτές της μεθοδολογίας του Doing Business έχουν διατυπώσει διάφορες ενστάσεις τα τελευταία χρόνια που σίγουρα επισημαίνουν την ανάγκη για αλλαγές. Για παράδειγμα, τα υποθετικά de jure δεδομένα που αναφέρει ο δείκτης συχνά διαφέρουν κατά πολύ από την de facto εμπειρία που αναφέρουν άμεσα οι εταιρίες στις Έρευνες Επιχειρήσεων (Enterprise Surveys) της Τράπεζας. Πολλές εταιρίες αναφέρουν μικρότερους χρόνους και κόστη ρυθμιστικής συμμόρφωσης απ’ ό,τι ο Doing Business, πιθανότατα λόγω ενός συνδυασμού διαφορών στους επιχειρηματικούς τύπους και τα μεγέθη, τις τοποθεσίες εντός των χωρών, την πολιτική επιρροή, τη διαφθορά και άλλες παραμέτρους.
Ακόμη, οι επικριτές επισημαίνουν ότι ο Doing Business δεν αποτυπώνει αποτελεσματικά κρατικές δράσεις που ενισχύουν το επιχειρηματικό περιβάλλον όπως την ανάπτυξη εργατικού δυναμικού και την παροχή υποδομών. Άλλες κριτικές της μεθοδολογίας αφορούν τους φόρους, τις εργασιακές ρυθμίσεις και άλλα πεδία. Πέρα από αυτά τα ελαττώματα, το εγχείρημα της αποτίμησης του ρυθμιστικού περιβάλλοντος της κάθε χώρας αξίζει τον κόπο.
Τα δεδομένα ως προς την κατάσταση της de jure ρύθμισης αποδίδουν σημαντικές πληροφορίες για το επιχειρηματικό περιβάλλον μιας χώρας, ακόμη και αν πολλές εταιρίες καταγράφουν διαφορετικές επιδόσεις ως προς τις ρυθμιστικές απαιτήσεις και τα κόστη, το να γνωρίζουν ποιες είναι αυτές στα χαρτιά είναι μια αδρή ένδειξη της στάσης της εκάστοτε κυβέρνησης έναντι της επιχειρηματικότητας. Το γεγονός ότι οι περισσότερες εταιρίες δεν καταβάλλουν το ακραία υψηλό τίμημα μιας κατασκευαστικής άδειας όπως αυτό καταγράφεται στην έρευνα, δεν αλλάζει το γεγονός ότι η ακραία αυτή τιμή αποτελεί παρ’ όλα αυτά μια σημαντική πληροφορία για τους διαμορφωτές της πολιτικής.
Ακόμη, καθώς οι χώρες ενισχύουν τους θεσμούς του δημόσιου τομέα τους, οι de jure και οι de facto ρυθμιστικές εμπειρίες θα συγκλίνουν, και τα δεδομένα που καταγράφονται πιθανότατα θα αποτελέσουν μια πιο ακριβή αποτύπωση του πραγματικού επιχειρηματικού κλίματος. Ενώ στις χώρες με υψηλά εισοδήματα θεωρούμε δεδομένα τα οφέλη της λειτουργίας στην επίσημη οικονομία, πολλές χώρες χαμηλού εισοδήματος βρίσκονται παντελώς κλειδωμένες έξω από την επίσημη οικονομία, εν μέρει λόγω ρυθμιστικών εμποδίων καθώς και των ευκαιριών διαφθοράς που δημιουργούν. Ενώ οι αιτίες της διόγκωσης της μη επίσημης οικονομίας είναι περίπλοκοι, είναι απλώς αλήθεια ότι τα απότομα ρυθμιστικά εμπόδια εξυπηρετούν τα οικονομικά συμφέροντα μιας πλούσιας ελίτ εις βάρος των πολλών.
Τον Μάρτιο, μαζί με έναν συνάδελφο καταθέσαμε τις προτάσεις μας για τη βελτίωση της μεθοδολογίας του Doing Business. Προτείναμε ότι η Τράπεζα θα πρέπει όχι μόνο να συνεχίσει να συλλέγει δεδομένα που αφορούν τις υφιστάμενες κατηγορίες του Δείκτη, αλλά και να επεκτείνει αυτή την προσπάθεια σε ζωτικά πεδία όπως στην απόκτηση σύνδεσης ηλεκτρικού ρεύματος και την υποστήριξη του ψηφιακού μετασχηματισμού. Ακόμη, υποστηρίζουμε ότι ο Doing Business πρέπει να αποτυπώνει τις υπηρεσίες που παρέχουν οι κυβερνήσεις για την υποστήριξη της αγοράς όπως οι υποδομές και τα δικαστήρια, καθώς αυτό είναι εντελώς σύμφωνο με το αρχικό πνεύμα του Δείκτη. Τέλος, προτείνουμε η μεθοδολογία του Doing Business να ενσωματώσει τις εμπειρίες των πραγματικών επιχειρήσεων όπως αυτές καταγράφονται σε εγχειρήματα όπως οι Έρευνες Επιχειρήσεων.
Η εξωτερική επισκόπηση την οποία παρήγγειλε η Τράπεζα κατέληξε σε πολύ παρόμοια συμπεράσματα, που υπογραμμίζουν την ανάγκη της αποτύπωσης της de jure και της de facto ρυθμιστικής πραγματικότητας, τη συμπερίληψη δραστηριοτήτων που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, και άλλα. Η επισκόπηση ακόμη προτείνει την αφαίρεση της εύκολης συσσώρευσης στον Δείκτη και τις επιμέρους κατατάξεις των χωρών, ώστε να καλυφθούν οι ανησυχίες πολλών κριτικών. Ενώ η βασική μας έγνοια πρέπει να είναι η δημοσίευση όλων των δεδομένων που συλλέγουμε, η αξία, ή η έλλειψη αξίας, των όποιων προσπαθειών κατάταξης, όπως ο περιορισμός των κατατάξεων εντός συγκεκριμένων εισοδηματικών ομάδων, αξίζει να συζητηθεί. Τέλος, η επισκόπηση διατυπώνει επιτακτικές αναγκαίες συστάσεις για τη βελτίωση της διαφάνειας και του κριτικού ελέγχου του Δείκτη, ύστερα και από τις κατηγορίες για αθέμιτη πολιτική επιρροή που διατυπώθηκαν εναντίον της πρώην προεδρεύουσας της Τράπεζας Kristalina Georgieva και του νυν προέδρου David Malpass.
Η ομάδα της επισκόπησης ορθώς επισημαίνει ότι ο Doing Business είναι μια “μοναδική πηγή συγκρίσιμων παγκόσμιων δεδομένων, χρήσιμων για ερευνητές, επιχειρήσεις και διαμορφωτές πολιτικής, και δυνητικά πολύτιμων για τη λήψη αποφάσεων από κυβερνήσεις και εταιρίες”, καθώς και ότι η ενεργοποίηση αυτών των δυνατοτήτων απαιτεί μεγάλες αλλαγές. Ίσως η Τράπεζα έπρεπε να ακούσει την ομάδα της επισκόπησης, αντί να σταματήσει εντελώς την έκδοση του Δείκτη. Στο δελτίο τύπου για την ανακοίνωση της διακοπής του Δείκτη, η Τράπεζα αναφέρεται αορίστως σε μια νέα προσέγγιση για την αποτίμηση του επιχειρηματικού κλίματος, αλλά δεν παρέχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο ή χρονοδιάγραμμα προς τούτο. Ένας καλύτερος δείκτης Doing Business έχει τη δυνατότητα να συμβάλλει με πολύ θετικό τρόπο για την κατάσταση των φτωχών του πλανήτη - η Παγκόσμια Τράπεζα πρέπει πραγματικά να επανεξετάσει την απόφασή της να τερματίσει τη δημοσίευσή του.
O Jeffrey Mason είναι ερευνητής στο Charter Cities Institute.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 7 Οκτωβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του CapX και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.