του Matteo Baccaglini*
Η πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης στην Ευρώπη απειλείται. Ο ευρωπαϊκός ενημερωτικός κλάδος αντί να επιδεικνύει μια πλούσια ποικιλομορφία απόψεων, περιεχομένου, ιδιοκτησίας και δομών, αντιμετωπίζει σημαντικούς και εντεινόμενος κινδύνους που αφορούν την ανταγωνιστικότητά του, τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία και τον βαθμό κοινωνικής συμπερίληψης.
Σ' αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η ετήσια έκθεση για το 2017 του Κέντρου για την Πολυφωνία και την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης (Centre for Media Pluralism and Media Freedom - CMPF), ενός ερευνητικού κέντρου που συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι οι μεγάλοι παίκτες και οι ρυθμιστές του κλάδου ανησυχούν για το μέλλον του. Στα τέλη του Ιουνίου 2019, σε μια εκδήλωση που φιλοξένησε το EURACTIV, οι ομιλητές ζήτησαν επιδοτήσεις για τα μέσα ενημέρωσης - ή, κατά τη διατύπωση του Γραμματέα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων Ricardo Gutierrez, ένα “Σχέδιο Μάρσαλ” για τον τύπο.
Η λογική αυτού του επιχειρήματος είναι ότι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρήσει σε επιδοτήσεις, θα μπορέσει να ενθαρρύνει την είσοδο νέων και μικρών παικτών ώστε να ανταγωνιστούν με τους ισχυρούς υφιστάμενους παίκτες. Εκθέτοντας τους ψηφοφόρους σε νέες ιδέες, υπογραμμίζοντας τη σύγκρουση των απόψεων και ενθαρρύνοντας τον διάλογο μεταξύ τους, μια Ευρώπη με πολυφωνία στα μέσα ενημέρωσης θα μπορεί να διευκολύνει αποτελεσματικότερα τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων, ιδίως στην εποχή των ψευδών ειδήσεων.
Ενώ όμως κανείς δεν αμφισβητεί τα οφέλη μιας Ευρώπης με πολυφωνία στα μέσα, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να ανησυχούν μήπως αντί να ενθαρρύνει την πολυφωνία αυτή η οποιαδήποτε επιλεκτική επιδότηση- δηλαδή η πληρωμή σε επιλεγμένα μέσα - στην πραγματικότητα θα επιτείνει τα προβλήματα του κλάδου επιβαρύνοντας παράλληλα τους φορολογουμένους.
Οι επιλεκτικές επιδοτήσεις θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης. Αν επιτραπεί οι πολιτικοί να είναι αυτοί που θα επιλέγουν τα μέσα που λαμβάνουν δημόσιο χρήμα, τότε θα έχουν το κίνητρο να χρηματοδοτούν εκείνα τα μέσα που συμφωνούν με τις δικές τους πολιτικές απόψεις και παρέχουν ευνοϊκή γι' αυτούς κάλυψη. Με τη σειρά τους, οι εκδότες και οι δημοσιογράφοι θα έχουν το κίνητρο να τροποποιούν τα άρθρα τους προκειμένου να επιλεγούν. Αντί αυτή η πολιτική επιρροή να ενθαρρύνει την ποικιλομορφία των απόψεων, θα καταστήσει υποτελή τα μέσα.
Αυτό ακριβώς συνέβη στην Αυστρία και τη Σουηδία όταν οι χώρες αυτές εισήγαγαν επιλεκτικές επιδοτήσεις. Οι σουηδικές επιδοτήσεις κατευθύνθηκαν προς κομματικές εφημερίδες που υποστηρίζουν την κυβέρνηση συνεργασίας, ενώ οι Αυστριακοί εκδότες παραπονέθηκαν ότι αισθάνθηκαν να φιμώνονται. Ο ελβετικός τύπος, βαθιά περήφανος για τη δημοσιογραφική του ανεξαρτησία αντιστέκεται στις φωνές υπέρ της εισαγωγής επιλεκτικών επιδοτήσεων.
Πουθενά δεν είναι πιο εμφανές το αποτέλεσμα της πολιτικής επιρροής απ' ό,τι στο πεδίο της κρατικής διαφήμισης. Σχεδόν κάθε κράτος-μέλος ήδη καταβάλλει επιλεκτικές επιδοτήσεις στον τύπο επιλέγοντας τα μέσα στα οποία δημοσιεύονται τα σχέδια και οι ανακοινώσεις του. Σε πολλές χώρες αυτό έχει υπονομεύσει έντονα τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία των μέσων.
Στην Ελλάδα, οι κρατικές διαφημίσεις έχουν οδηγήσει εφημερίδες να καταστούν υποχείρια των πολιτικών προσώπων - ένα φαινόμενο που παρατηρείται και στη Ρουμανία, την Πολωνία και τη Βουλγαρία - ενώ οι Ούγγροι εκδότες και δημοσιογράφοι που ανταγωνίζονται για κρατικές διαφημίσεις λειτουργούν σε μια ευρεία κουλτούρα αυτολογοκρισίας. Στη Βουλγαρία, υπάρχουν ακόμη και γραπτά συμβόλαια μεταξύ των αρχών και των μέσων κατά τις προεκλογικές περιόδους.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μια έκθεση που συντάχθηκε για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2016 συνιστά αυστηρότερους περιορισμούς στην κρατική επιχορήγηση των μέσων, επισημαίνοντας την πολιτική επιρροή των επιλεκτικών επιδοτήσεων.
Πέραν του ότι μειώνουν τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία, οι επιλεκτικές επιδοτήσεις συχνά δεν υποστηρίζουν παρά ελάχιστα τους αδύναμους παίκτες και απλώς επιβραβεύουν τους ηγέτες της αγοράς. Το 2015, 11 μέσα έλαβαν τη μισή από τη συνολική επιδότηση προς τον γαλλικό τύπο - ανάμεσα σ' αυτά υπήρχαν πασίγνωστοι τίτλοι με μεγάλη κυκλοφορία όπως η Liberation (€5.1 εκ.), η La Croix (€4.2 εκ.), η Le Figaro (€2.4 εκ.) and η Le Monde (€1.6 εκ.). Ακόμη και στη Σουηδία, όπου οι επιλεκτικές επιδοτήσεις χορηγούνται από ένα μη πολιτικό συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε το 2009 ότι το σχήμα αυτό ευνοεί τις μεγάλες μητροπολιτικές εφημερίδες παραβιάζοντας τους κανόνες της κρατικής βοήθειας.
Με άλλα λόγια, οι επιλεκτικές επιδοτήσεις θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία των μέσων και συχνά υπονομεύουν τον ανταγωνισμό της αγοράς - μολονότι φυσικά τουλάχιστον κάποιες από αυτές τις συνέπειες θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με τον προσεκτικό σχεδιασμό ενός διαφανούς, μη πολιτικού πλαισίου για την κατανομή των πόρων.
Μια εναλλακτική επιλογή είναι οι γενικές επιδοτήσεις που αφορούν εξίσου όλα τα μέσα. Αυτές είναι ήδη διαδεδομένες: τα περισσότερα κράτη-μέλη μειώνουν τον φόρο προστιθέμενης αξίας στα μέσα - μάλιστα το Βέλγιο και το Ηνωμένο Βασίλειο εξαιρούν πλήρως τις εφημερίδες - και κάποιες χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία εκχωρούν στις εφημερίδες επιδοτήσεις που αφορούν ταχυδρομικά τέλη, συντελεστές επιχειρηματικής φορολόγησης, ή την εκπαίδευση των δημοσιογράφων. Ίσως αυτό να είχαν κατά νου οι ομιλητές στην εκδήλωση του EURACTIV.
Τα οφέλη όμως των γενικών επιδοτήσεων τα μοιράζονται οι μικρές με τις μεγάλες εταιρείες. Έτσι, οι γενικές επιδοτήσεις κατά κανόνα είναι λιγότερο αποτελεσματικές και περισσότερο δαπανηρές από τις επιλεκτικές σε ό,τι αφορά την προαγωγή του ανταγωνισμού στην αγορά. Εξάλλου, γιατί να επιδοτούνται τα μέσα ενημέρωσης εις βάρος άλλων κλάδων; Και μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι με το να δίνονται κίνητρα ώστε τα μέσα ενημέρωσης να απευθύνονται σε ευρύτερα κοινά προκειμένου να πωλούν περισσότερα φύλλα, οι επιδοτήσεις ανά φύλλο υπονομεύουν τη δημοσιογραφική ποιότητα.
Συνεπώς, μπορεί να είναι αποτελεσματικότερες άλλες πολιτικές για τη προαγωγή της πολυφωνίας στα μέσα ενημέρωσης που αποφεύγουν εντελώς τη μεγαλεπίβολη ιδέα ενός “Σχεδίου Μάρσαλ”. Οι υπάρχουσες αντιμονοπωλιακές ρυθμίσεις θα μπορούσαν να περιορίσουν τη δύναμη των μεγαλύτερων μέσων, τα οποία θα μπορούσαν για παράδειγμα να υποχρεωθούν να μοιράζονται την ταχυδρομική τους διανομή με μικρότερα μέσα. Ή αλλιώς, προγράμματα πρόσβασης σε ιδιωτικά κεφάλαια και μητρώα ιδιοκτησίας θα μπορούσαν να επιτρέψουν στους αναγνώστες που ενδιαφέρονται για την πολυφωνία να ευνοούν τα μέσα εκείνα που είναι διαφανή και δημοσιεύουν περισσότερες μειονοτικές φωνές.
Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση για ένα “Σχέδιο Μάρσαλ” για τον τύπο θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα έντονο ενδιαφέρον για τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία και τον ανταγωνισμό στην αγορά - και να απομακρύνει το ενδεχόμενο πολιτικοί να αποφασίζουν ποια μέσα θα πάρουν πόσα χρήματα.
*Ο Matteo Baccaglini είναι στέλεχος του δικτύου Epicenter.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 29 Ιουλίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Epicenter Network και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.