Πόσο εφικτή είναι μια κοινή ενεργειακή πολιτική για την ΕΕ;

Πόσο εφικτή είναι μια κοινή ενεργειακή πολιτική για την ΕΕ;

Γράφει ο Álvaro Martín

Μετά την αρχή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, αναδύθηκαν εκ νέου ζητήματα που αφορούν την ενεργειακή ανεξαρτησία στην ΕΕ και τους διάφορους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε αυτή να επιτευχθεί. Ο πόλεμος στην Ουκρανία που ακολούθησε και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τις ευρωπαϊκές χώρες στη Ρωσική Ομοσπονδία έδειξαν στον κόσμο ότι πολλές χώρες της ΕΕ εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ενέργεια που αγοράζουν από τη Ρωσία. Μια τέτοια εξάρτηση από μια εχθρική χώρα όπως η Ρωσία ενέχει τεράστιο κίνδυνο για τους Ευρωπαίους πολίτες, όπως αποδεικνύεται από τις απειλές που διατύπωσε ο Πούτιν τους τελευταίους μήνες.

Είναι αλήθεια ότι η ενεργειακή πολιτική δεν υπήρξε ποτέ το δυνατό σημείο της ΕΕ. Αυτό προέρχεται από την εντυπωσιακή αποτυχία της να κατασκευάσει και να αναπτύξει μια κοινή αγορά ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία θα μπορούσε να διευκολύνει την προμήθεια φυσικού αερίου και πετρελαίου σε όλα τα κράτη μέλη, μειώνοντας ταυτόχρονα το κόστος τόσο του πετρελαίου όσο και του φυσικού αερίου. Στην πραγματικότητα, με τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς ενέργειας σε ενωσιακό επίπεδο, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα μπορούσαν να ενεργούν ανεξάρτητα. Επιπλέον, αυτό θα είχε μετριάσει πολλές από τις οικονομικές επιπτώσεις που αντιμετωπίζουν τώρα οι Ευρωπαίοι πολίτες στην τρέχουσα γεωπολιτική συνθήκη. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το ενεργειακό μέλλον της ΕΕ και η πραγματοποίηση των σχεδίων της εξαρτώνται από τον τρόπο πρόσβασης σε υποκατάστατα έναντι της εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο και την οριστική παύση της εισαγωγής του.

Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα γνωρίζουν ότι οι πολίτες τους συλλογίζονται αυτούς τους παράγοντες και τον περασμένο μήνα δημοσίευσαν μια έκθεση που προσπάθησε να ρίξει φως σε ορισμένα από αυτά τα ζητήματα. Αυτή η έκθεση έχει τον τίτλο REPowerEU και υπογραμμίζει ότι η βάση των ενεργειακών πολιτικών της ΕΕ πρέπει έχει ως στόχο να καταστήσει την ΕΕ ανεξάρτητη όσον αφορά τον ενεργειακό της εφοδιασμό χωρίς να εγκαταλείψει το υπάρχον φιλόδοξο σχέδιό της για απαλλαγή της ευρωπαϊκής οικονομίας από εκπομπές άνθρακα. Το σχέδιο ορίζει ότι πρέπει να αυξηθεί η ενεργειακή απόδοση και να μειωθεί η ένταση του άνθρακα στην παραγωγή σε όλους τους τομείς στην Ευρώπη. Για να επιτευχθεί αυτό, οι Βρυξέλλες προτείνουν να αυξηθεί ο στόχος για το μερίδιο της ανανεώσιμης ενέργειας στην κατανάλωση ενέργειας από το 40% που έχει ήδη καθοριστεί για το 2030 σε 45%. Αυτό δεν είναι ένας ευσεβής πόθος. Οι Βρυξέλλες έχουν ήδη επιτύχει επαρκώς τους στόχους που είχαν θέσει για το 2020 σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση.

Η ενεργειακή απόδοση δεν είναι το μόνο σημαντικό σε αυτό το θέμα. Η αξιοπιστία του ενεργειακού εφοδιασμού και η εξάλειψη της εξάρτησης των κρατών μελών από πηγές ενέργειας από εχθρικές χώρες είναι επίσης απαραίτητες. Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα, η ΕΕ προτείνει μια ενεργειακή πολιτική που εγγυάται τόσο την ενότητα όσο και την ανεξαρτησία και περιλαμβάνει την επέκταση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας και τη μεγαλύτερη ισχύ και την αξιοπιστία μελλοντικών εξωτερικών πηγών ενέργειας. Τονίζει επίσης την ανάγκη ενίσχυσης και επέκτασης των συστημάτων μεταφορών που σχετίζονται με τις υποδομές για τη διανομή ενεργειακών πρώτων υλών.

Αυτό δεν θα είναι ένα εύκολο έργο, καθώς υπάρχουν πολλά συγκρουόμενα συμφέροντα μεταξύ των νότιων και κεντρικών κρατών μελών, καθώς και των χωρών της Βαλτικής σε αυτό το θέμα. Στην περίπτωση αυτή, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος επίλυσης, όπως σημειώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι να σχεδιαστεί ένα πλαίσιο κινήτρων (κυρίως μέσω συντελεστών, φόρων και μεταβιβάσεων) που θα προάγει τόσο την ανεξαρτησία όσο και την ενότητα στο μέτωπο των ενεργειακών πόρων. Αυτό το πλαίσιο θα στοχεύει στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, στην αύξηση της ευρωπαϊκής παραγωγής ενέργειας και στη διεύρυνση της συγκέντρωσης της επιμελητείας εντός των συνόρων της ΕΕ. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να σχεδιάσει μια στρατηγική κοινή ενεργειακή πολιτική.

Από αυτή την άποψη, τα φτωχότερα κράτη της ΕΕ βρίσκονται σε οικονομικώς μειονεκτική θέση. Το κόστος της κατασκευής της απαραίτητης υποδομής για την ανάπτυξη της ενεργειακής τους ανεξαρτησίας μεσοπρόθεσμα θα ανέλθει σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ - το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όμως προτείνει ένα πιο μετριοπαθές σχέδιο, κόστους 300.000 εκατομμυρίων ευρώ για τη χρηματοδότηση αυτών των έργων, τα περισσότερα από τα οποία θα έχουν τη μορφή δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Αυτή η χρηματοδότηση θα δοθεί σε όσα τα κράτη μέλη τη ζητήσουν, περιλαμβάνοντας οικονομικά αδύναμες χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία.

Ενώ είναι αλήθεια ότι τα ευρωπαϊκά δάνεια προς τα κράτη μέλη κοστίζουν λιγότερο από τα επιτόκια της αγοράς, εξακολουθούν να συνιστούν αύξηση του δημόσιου χρέους, ειδικά σε χώρες που έχουν ήδη επιβαρυνθεί με υψηλά επίπεδα χρέους. Αυτό το γεγονός μπορεί να αποθαρρύνει αυτές τις χώρες από το να ζητήσουν αυτήν την οικονομική υποστήριξη. Ως εκ τούτου, η πραγματική ανάπτυξη στις υποδομές και τις κοινές αγορές ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί μεσοπρόθεσμα με ένα νέο σχέδιο ανεξάρτητο από τα ευρωπαϊκά ταμεία ανάκαμψης. Επιπλέον, θα πρέπει να εκτελεστεί με κοινές δαπάνες και όχι με δάνεια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ακόμα κι αν αυτό μπορούσε να επιτευχθεί, η υλοποίηση αυτού του στόχου θα ήταν δύσκολη. Ένα εμπόδιο που θα δημιουργούσε σημαντική πολιτική ένταση εντός της ΕΕ θα ήταν ο μηχανισμός συγκέντρωσης κεφαλαίων που απαιτείται για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου κοινής ενεργειακής πολιτικής. Η θεσμική θέση που έχει λάβει εδώ η ΕΕ είναι να προτείνει ότι ο συνολικός όγκος των πιστώσεων άνθρακα στην αγορά θα πρέπει να μειωθεί ταχύτερα, ώστε στη συνέχεια να αυξήσει τις τιμές τους και κατά συνέπεια την εισφορά. Αυτό δεν φαίνεται καλή στρατηγική, κυρίως σε μια συγκυρία υψηλών τιμών ενέργειας. Ασφαλώς δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι όλα τα κράτη μέλη θα έπρεπε να υποστηρίξουν μια τέτοια πολιτική και είναι πιθανό ότι πολύ λίγα θα το έκαναν.

Παρ’ όλες τις δυσκολίες στον σχεδιασμό και την εκτέλεση μιας κοινής ενεργειακής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο πόλεμος στην Ουκρανία κατέδειξε ξεκάθαρα τις αδυναμίες της υφιστάμενης ευρωπαϊκής ενεργειακής υποδομής. Έδειξε επίσης ότι ορισμένες σχέσεις εξάρτησης, όπως αυτή της Γερμανίας από τη Ρωσία για το φυσικό αέριο, συμβάλλουν μόνο στην αποδυνάμωση της Ένωσης. Για το λόγο αυτό, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα πρέπει να προτείνουν ένα κοινό σχέδιο ενεργειακής πολιτικής, οικονομικά και πολιτικά εφικτό κατά την περίοδο της εφαρμογής του.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στα ισπανικά στο μπλογκ Civismo.

--

Ο Álvaro Martín είναι ερευνητής του ισπανικού Fundación Civismo.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 21 Ιουνίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.