Του Steve Davies
Ο Covid–19 δεν προκάλεσε μόνο μια ιατρική και οικονομική κρίση, αλλά και έναν μείζονα επαναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών, όσο και της Ευρώπης. Στην καρδιά αυτό του ζητήματος βρίσκονται οι αλλαγές στις σχέσεις με την Κίνα.
Είναι σημαντικό οι “φιλελεύθερες δημοκρατίες” να απαντήσουν αυτό το ερώτημα σωστά, καθώς η προφανής αλλά μερικώς εσφαλμένη απάντηση μπορεί να είναι οικονομικώς κοστοβόρα και πολιτικώς επικίνδυνη. Μπορεί να καταλήξουμε με έναν δεύτερο ψυχρό πόλεμο. Η ιστορία όμως, συμπεριλαμβανομένης και της ιστορίας του πρώτου ψυχρού πολέμου, καταδεικνύει ότι υπάρχει μια εναλλακτική στην απλή αντιπαράθεση και τον στρατιωτικό ανταγωνισμό, η οποία μπορεί να προωθήσει αποτελεσματικότερα τον στόχο ενός πιο ελεύθερου και ειρηνικού κόσμου.
Μετά τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στο οικονομικό σύστημα της Κίνας ο τότε ηγέτης της Ντενγκ Σιαοπίνγκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη ακολούθησαν μια πολιτική υποστήριξης των μεταρρυθμίσεων στις αγορές εκεί και την πλήρη συνεργασία με την Κίνα στο πεδίο της οικονομίας. Προφανώς υπήρχε ένα οικονομικό όφελος και για τις δύο πλευρές από αυτή την σχέση.
Ακόμη, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη πίστευαν ότι με την ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία και την ενθάρρυνση των συναλλαγών μεταξύ των δυτικών και των κινεζικών εταιριών και ατόμων, θα ακολουθούσε ένας αριθμός επωφελών συνεπειών μη οικονομικού τύπου. Σύμφωνα με τη λογική αυτή καθώς ανεπτυσσόταν μια μεσαία τάξη στην Κίνα και βελτιώνονταν οι συνθήκες διαβίωσης, παράλληλα με την ενίσχυση των επαφών και τη συνειδητοποίηση του έξω κόσμου, θα παραγόταν ένα μεγαλύτερο άνοιγμα εντός της ίδιας της Κίνας, που θα οδηγούσε σε πιέσεις για πολιτική αλλαγή και μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση. Οι αγορές και η ευημερία θα παρήγαγαν μια φυσική διαδικασία που θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη ελευθερία ή ακόμη και σε δημοκρατία.
Εδώ και αρκετό καιρό είναι σαφές ότι αυτό δεν συνέβη. Αν μη τι άλλο, ο αυταρχισμός στην Κίνα αυξάνεται. Η κινεζική πολιτική εναντίον των Ουιγούρων της Σιντζιάνγκ προκαλεί ολοένα και περισσότερες κριτικές, ενώ αυξάνονται οι ανησυχίες για την εμπορική και εξωτερική πολιτική της ΛΔΚ, ιδίως σε ό,τι αφορά την λεγόμενη “Πρωτοβουλία Ζώνη και Δρόμος”.
Η συμπεριφορά της κινεζικής κυβέρνησης στα πρώτα στάδια της πανδημίας εξόργισε τους πολιτικούς και οι μετέπειτα κινήσεις της επιβεβαίωσαν τις ολοένα και περισσότερες υποψίες ότι η Κίνα είναι περισσότερο μια απειλή παρά ένας εταίρος από γεωπολιτικής και ιδεολογικής σκοπιάς. Ο Covid-19 προκάλεσε μια ριζική επανεξέταση της φύσης του κινεζικού κράτους και της προσήκουσας απάντησης της δυτικής εξωτερικής πολιτικής σ’ αυτό. Στο μεταξύ, η κινεζική κυβέρνηση εντείνει την επιθετικότητά της στην Ανατολική και τη Νότια Ασία. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια ανοιχτή αντιπαράθεση με την Ινδία. Είμαστε σήμερα ενώπιον μιας αρχής εντάσεων και αντιπαράθεσης στην καλύτερη περίπτωση, και ενός ψυχρού πολέμου στη χειρότερο.
Ένας δεύτερος ψυχρός πόλεμος ή κάτι που θα του μοιάζει θα επιφέρει τεράστια οικονομικά και πολιτικά κόστη. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος ότι η εξέλιξη αυτή θα τροφοδοτήσει τον αυταρχισμό, όχι μόνο στην Κίνα, αλλά και στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Ευτυχώς, δεν είμαστε ενώπιον μιας απλής επιλογής μεταξύ του εγκιβωτισμού και της αντιπαράθεσης από τη μία πλευρά και της συνέχισης μιας απαξιωμένης πολιτικής από την άλλη. Υπάρχει μια τρίτη προσέγγιση αυτής της πρόκλησης που προσφέρει μια διέξοδο από το δίλημμα αυτό. Είναι αυτό που οι φιλελεύθεροι του 19ου αιώνα ονόμαζαν “διπλωματία των λαών”.
Μολονότι δεν αποκαλούταν πάντα έτσι, αυτή ήταν και η στρατηγική που εφαρμόστηκε με κάποια επιτυχία στα ύστερα στάδια του ψυχρού πολέμου. Η ιδέα είναι πως οι επίσημες σχέσεις μεταξύ των κρατών πρέπει να συμπληρώνονται με επαφές - οργανωμένες και μη - μεταξύ ιδιωτών που δημιουργούν δεσμούς και άμεσες συναλλαγές μεταξύ των πληθυσμών διαφορετικών κρατών, μεταξύ λαών αντί για μεταξύ κρατών και μεγάλων επιχειρήσεων.
Η προσέγγιση αυτή υπερβαίνει την ιδέα της ενθάρρυνσης περισσότερων άμεσων επαφών και αλληλοκατανόησης. Στο πλαίσιο ενός ιδεολογικού ανταγωνισμού μεταξύ πολιτικών συστημάτων αλλά και κυβερνήσεων, η λογική αυτής της πρότασης είναι ότι αυτές οι σχέσεις θα συμβάλλουν στη διάδοση ιδεών, στην ενίσχυση και την ενθάρρυνση των αντιφρονούντων και της αντίθεσης στο αυταρχικό κράτος, και στην ενίσχυση του σκοπού της προσωπικής ελευθερίας και όσων την υπερασπίζονται. Η προσέγγιση αυτή διακρίνει με σαφήνεια τον ανθρώπους μιας χώρας συνολικά από τους ηγέτες τους (στην περίπτωση αυτή, από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας και τους υποστηρικτές του).
Αυτή η πολιτική αξιοποιήθηκε από τους υπέρμαχους της κατάργησης της δουλείας στην προπολεμική Αμερική. Αξιοποιήθηκε στα ύστερα στάδια του ψυχρού πολέμου όταν πολλοί δυτικοί ακτιβιστές είχαν άμεσες επαφές με αντιφρονούντες στην άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος για να τους υποστηρίξουν και σε κάποιες περιπτώσεις για να ταξιδέψουν στην άλλη πλευρά ώστε να διαδώσουν βιβλία και άλλες μορφές υποστήριξης στην εσωτερική αντιπολίτευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Είναι σαφές ότι υπάρχει ένα βαθύ ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα στο σημερινό κινεζικό καθεστώς και τη Δύση. Αυτό πρέπει να γίνει σαφέστερο. Μπορεί να χρειαστούν περιορισμοί στο ευαίσθητο εμπόριο και μια πιο σθεναρή προσέγγιση σε ζητήματα όπως η κινεζική πολιτική στη Σιντζιάνγκ. Αυτό θα πρέπει να συμπληρωθεί με ένα πρόγραμμα συνεργασίας μεταξύ ιδιωτών, οργανώσεων και εταιριών σε πιο ελεύθερες κοινωνίες με τους ομολόγους τους στην Κίνα. Είναι κάτι λιγότερο επικίνδυνο από την ανοιχτή στρατιωτική αντιπαράθεση και μακροπρόθεσμα έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας.
* * *
Ο Steve Davies είναι επικεφαλής των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του Institute of Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 23 Ιουνίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.