Του Daniel J. Mitchell
Σύμφωνα με προοδευτικούς όπως ο Bernie Sanders, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν φανταστικά γενναιόδωρα κράτη πρόνοιας που χρηματοδοτούνται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές για τους πλούσιους.
Εν μέρει, αυτοί έχουν δίκιο. Υπάρχουν πολύ μεγάλα κράτη πρόνοιας στην Ευρώπη (αν και εγώ δεν θα χρησιμοποιούσα τις λέξεις “φανταστικά” και “γενναιόδωρα” για να περιγράψω συστήματα που έχουν προκαλέσει οικονομική στασιμότητα και υψηλά επίπεδα ανεργίας).
Κάνουν όμως λάθος ως προς τον τρόπο χρηματοδότησης αυτών των κρατών πρόνοιας. Ναι, οι φορολογικοί συντελεστές για τους πλούσιους είναι επαχθείς, αλλά δεν είναι τόσο πολύ ψηλότεροι απ' ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα, η μεγάλη διαφορά μεταξύ της Αμερικής και της Ευρώπης είναι ότι οι συνηθισμένοι άνθρωποι πληρώνουν πολύ ψηλότερους φόρους στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.
Οι ΗΠΑ έχουν το πιο “προοδευτικό” φορολογικό σύστημα
Πράγματι, έχω στο παρελθόν παραθέσει στοιχεία από το Tax Foundation που καταδεικνύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πιθανότατα το πιο “προοδευτικό φορολογικό σύστημα στον ανεπτυγμένο κόσμο. Όχι γιατί φορολογούμε περισσότερο τους πλουσίους, αλλά απλά γιατί επιβάλλουμε συγκριτικά μέτρια βάρη σε όλους τους άλλους.
Και πλέον έχουμε κάποια νέα στοιχεία που το επιβεβαιώνουν αυτό. Ο Joseph Sternberg της Wall Street Journal έχει κάποια ιδιαίτερα ανησυχητικά στοιχεία ως προς τον τρόπο με τον οποίο το γερμανικό φορολογικό σύστημα φορτώνει με μεγάλα βάρη τους φτωχούς και μεσαίων εισοδημάτων φορολογούμενους.
“Οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι οι φορολογικοί τους κώδικές είναι ιδιαίτερα προοδευτικοί, δίνοντας σε όσους έχουν χαμηλότερα εισοδήματα ελαφρύνσεις ενώ ταυτόχρονα συγκεντρώνοντας σημαντικά ποσοστά των εσόδων από τους φορολογούμενους με ψηλότερα εισοδήματα και τις επιχειρήσεις προκειμένου να χρηματοδοτήσουν κοινωνικά ωφελήματα Αυτή όμως η προοδευτικότητα ισχύει μόνο ως προς τους άμεσους φόρους στο ατομικό και εταιρικό εισόδημα. Οι έμμεσοι φόροι, όπως ο φόρος προστιθέμενης αξίας στην κατανάλωση και οι φόροι κοινωνικής ασφάλισης (που μεταμφιέζονται ως “εισφορές”), είναι τελείως διαφορετική υπόθεση. Ο ΦΠΑ πλήττει δυσανάλογα τους φορολογούμενους με χαμηλά εισοδήματα, εκείνους που ξοδεύουν ένα μεγαλύτερο ποσοστό των εισοδημάτων τους. Και οι κοινωνικοί φόροι συνήθως πλήττουν τα χαμηλότερα εισοδήματα περισσότερο από τους φόρους εισοδημάτων, και αφαιρούν υψηλότερα και πιο ομοιόμορφα ποσοστά του εισοδήματος. [...] αν κοιτάξετε το ποσοστό του ακαθάριστου οικογενειακού εισοδήματος που καταβάλλεται σε όλες τις μορφές φορολογίας, ο συντελεστής διαφέρει κατά μόνο 25 μονάδες. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται στο 5% των χαμηλότερων εισοδημάτων πληρώνουν περίπου το 27% του εισοδήματός τους σε διάφορους φόρους - κυρίως στον ΦΠΑ - ενώ ένα νοικοκυριό στο 85ο εκατοστημόριο εισοδήματος πληρώνει συνολικούς φόρους περίπου 52%, κυρίως σε φόρους κοινωνικής ασφάλειας που φτάνουν σχεδόν στο διπλάσιο του φόρου εισοδήματος”.
Να ένας πίνακας που περιλαμβανόταν στο άρθρο της WSJ.
Όπως μπορείτε να δείτε, οι υψηλοί φόροι εισοδήματος και ο φόρος προστιθέμενης αξίας είναι ένας πολύ δαπανηρός συνδυασμός.
Η γερμανική φάλαινα στην μπανιέρα - Ποσοστό του ακαθάριστου οικογενειακού εισοδήματος που καταβάλλεται σε φόρους, ανά εκατοστημόριο εισοδήματος
Φόροι περιουσίας, τέλη κυκλοφορίας, άλλοι φόροι, Φόροι στον καπνό, το οινόπνευμα και τα τυχερά παιχνίδια, Φόροι στην ενέργεια και προσαυξήσεις για ΑΠΕ, Εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ΦΠΑ και φόροι ασφάλισης, Φόροι ατομικού και εταιρικού εισοδήματος
Πηγή: Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW)
Και η υπόλοιπη Ευρώπη, μοιάζει στη Γερμανία.
“Η Γερμανία δεν είναι μοναδική περίπτωση. Η κατανομή των συνολικών εσόδων της Γερμανίας μεταξύ των φόρων εισοδήματος, των κοινωνικών φόρων και των καταναλωτικών φόρων, είναι κοινή στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη, όπως κοινοί είναι και οι φορολογικοί της συντελεστές, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Αν άλλες χώρες είναι πιο προοδευτικές από τη Γερμανία, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο ότι η Γερμανία εφαρμόζει τον δεύτερο ψηλότερο οριακό συντελεστή της για τη φορολόγηση του εισοδήματος, στο 42%, σε ένα χαμηλότερο εισοδηματικό επίπεδο απ' ό,τι οι περισσότερες άλλες χώρες”.
Ποσοστό οικονομικής παραγωγής
Μιλώντας για τον ΟΟΣΑ, να τα γραφειοκρατικά στοιχεία ως προς το βάρος των κρατικών δαπανών.
Η Γερμανία βρίσκεται περίπου στη μέση, με τον δημόσιο τομέα της να καταναλώνει περίπου το 44% της οικονομικής παραγωγής (η Φινλανδία ξεπερνά τη Γαλλία και την Ελλάδα, κατακτώντας την αμφίβολη διάκριση του πιο δαπανηρού κράτους).
Δαπάνες γενικής κυβέρνησης, συνολικό ποσοστό του ΑΕΠ, 2015
Πηγή: National Accounts at a Glance
Το συνολικό βάρος του δημόσιου τομέα στις ΗΠΑ είναι υπερβολικά υψηλό, αλλά βρισκόμαστε στη “χαμηλή” πλευρά για τα δεδομένα του ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι δαπάνες της συνολικής κυβέρνησης καταναλώνουν “μόνο” το 37,7% του ΑΕΠ της Αμερικής. Μόνο η Ιρλανδία, η Ελβετία και η Λετονία έχουν καλύτερες επιδόσεις (αν και ο φίλος μου Constantin Gurdgiev εξηγεί τους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί ως προς τα ιρλανδικά οικονομικά στοιχεία).
Ξεφεύγω όμως από το θέμα μου. Το επιχείρημα που θέλω να υπογραμμίσω είναι ότι οι τιμωρητικοί φόροι στους φτωχούς και τους μεσαίου εισοδήματος φορολογούμενους είναι αναπόφευκτοι από τη στιγμή που οι πολιτικοί αποφασίσουν να επιβάλλουν ένα μεγάλο κράτος πρόνοιας.
Αυτός είναι και ο λόγος που είμαι τόσο αμετακίνητα εχθρικός ως προς την οποιαδήποτε αύξηση φόρων, ιδίως ως προς τον φόρο πρόσθετης αξίας (ή οτιδήποτε κοντά στον ΦΠΑ, όπως ο Φόρος Συνοριακής Προσαρμογής - BAT) που θα ρουφήξει τεράστια χρηματικά ποσά από τον γενικό πληθυσμό. Με απλά λόγια, οι πολιτικοί στην Ουάσινγκτον θα δυσκολευτούν να χρηματοδοτήσουν ένα μεγαλύτερο κρατικό βάρος, αν μπορούν μόνο να στοχεύσουν τους πλουσίους.
Ο Sternberg διατυπώνει το ίδιο επιχείρημα στην στήλη του:
“Οι φοροελαφρύνσεις ανέκυψαν ως ζήτημα πριν από τις εθνικές εκλογές της Γερμανίας του επόμενου μήνα, όπου και τα δύο μεγάλα κόμματα υποσχέθηκαν διάφορες άτολμες προσαρμογές… Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Ο ΦΠΑ και οι κοινωνικοί φόροι είναι υπερβολικά σημαντικοί για το σύγχρονο κράτος πρόνοιας. Το μεγάλο ψέμα είναι ότι υπάρχουν α. Αρκετοί “πλούσιοι”, β. που είναι αρκετά πλούσιοι, ώστε γ. η βαριά φορολόγηση των εισοδημάτων τους να μπορεί να χρηματοδοτήσει γενναιόδωρα ωφελήματα υγείας και συντάξεις στα 65 χρόνια ηλικίας. Καμία από αυτές τις προτάσεις δεν ισχύει και η τρίτη είναι ιδιαίτερα εσφαλμένη σε μια εποχή παγκόσμιας κινητικότητας του κεφαλαίου και της εργασίας. Έτσι απομένουν οι χαμηλότερες και οι μεσαίες τάξεις, και οι φόροι που κρύβονται στις τιμές των προϊόντων ή μεταμφιέζονται ως “ασφαλιστικές εισφορές” για να αποκρύψουν το πόσα πολλά χρήματα πληρώνουν στην πραγματικότητα οι ψηφοφόροι για το προνόμιο των κρατών προνοίας τους. [...] η μεταρρύθμιση των έμμεσων φόρων που αποτελούν ένα τόσο μεγάλο βαρίδι για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, απαιτεί μια πιο σοβαρή συζήτηση ως προς τον ενδεδειγμένο ρόλο του κράτους συνολικά”.
Ακριβώς αυτό.
Δεν υπάρχει εφικτός τρόπος να ελαφρυνθεί το βάρος του μέσου Γερμανού φορολογούμενοι (ή των μέσων ανθρώπων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) αν δεν γίνουν δραστικές μεταρρυθμίσεις για τη μείωση του κράτους πρόνοιας.
Και το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας αυτής για τους Αμερικανούς είναι πώς καλό θα είναι να εφαρμόσουμε πραγματικές μεταρρυθμίσεις στην πολιτική των επιδομάτων αν δεν θέλουμε να υποστούμε την ίδια μοίρα.
ΥΓ. Αν για τον οποιονδήποτε λόγο δεν σας αρέσουν τα γερμανικά στοιχεία, έγραψα πέρσι για το Βέλγιο και επανέλαβα το ίδιο επιχείρημα για το πώς ένα μεγάλο κράτος πρόνοιας συνεπάγεται αναγκαστικά ένα κακό φορολογικό σύστημα.
ΥΓΓ. Παρεμπιπτόντως, ακόμη και ο ΟΟΣΑ παραδέχθηκε ότι τα ευρωπαϊκά κράτη θα αναπτύσσονταν με γρηγορότερους ρυθμούς αν μειωνόταν το βάρος του κράτους.
Αναδημοσίευση από το International Liberty.
--
Ο Daniel J. Mitchel είναι senior fellow στο Cato Institute, που ειδικεύεται στη δημοσιονομική πολιτική και ιδίως στη φορολογική μεταρρύθμιση, τον διεθνή φορολογικό ανταγωνισμό και το οικονομικό βάρος των κρατικών δαπανών. Ακόμη, είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του Cayman Financial Review.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 14 Αυγούστου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του συγγραφέα και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.