Του Doug Bandow
Τον Ιανουάριο του 1968, η άνοιξη ήρθε πρόωρα. Στις 5 Ιανουαρίου, ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ εξελέγη Πρώτος Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τσεχοσλοβακίας. Μετά από δύο δεκαετίες ανελέητης κομμουνιστικής κυριαρχίας, άνθισαν οι ελπίδες της αλλαγής.
Η Τσεχοσλοβακία ήταν το πρώτο θύμα του ναζισμού, έχοντας χάσει την αμυντική γεωγραφική της άμυνα στη Συνδιάσκεψη του Μονάχου το 1938 και απορροφήθηκε πλήρως λίγους μήνες μετά από τον Αδόλφο Χίτλερ. Καθώς ο πόλεμος όδευε προς την κατακλυσμιαία του κατάληξη, οι Γερμανοί αντιμετώπισαν την Τσεχοσλοβακία ως ένα τελικό οχυρό. Η Πράγα έζησε την τελευταία μεγάλη μάχη της σύγκρουσης και έπεσε μόλις στις αρχές του Μαΐου. Κάποιες συγκρούσεις μάλιστα συνεχίστηκαν ακόμη και μετά την παράδοση της Γερμανίας στις 8 Μαΐου.
Η “απελευθέρωση” όμως οδήγησε σε νέα τυραννία. Χρειάστηκε μια κάποια περισσότερη προσπάθεια ώστε η Σοβιετική Ένωση να επιβάλει ένα αντιδημοφιλές κομμουνιστικό καθεστώς σ’ αυτή τη χώρα της Κεντρικής Ευρώπης μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ΕΣΣΔ απέκτησε ένα πλεονέκτημα καθώς ιδώθηκε ως απελευθερώτρια δύναμη, αλλά ακόμη σημαντικότερη υπήρξε η ακόρεστη δίψα του εγχώριου κομμουνιστικού κόμματος για εξουσία, που κορυφώθηκε με το πραξικόπημα το 1948. Η ελευθερία της σκέψης και της δράσης εξαλείφθηκαν καθώς οι σκληροπυρηνικοί διεύρυναν τον έλεγχό τους. Στην Τσεχοσλοβακία, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη Σοβιετική Ένωση, ο Σταλινισμός επέζησε του Στάλιν.
Η αποκέντρωση και φιλελευθεροποίηση του Ντούμπτσεκ
Ο μηχανισμός όμως του Κομμουνιστικού Κόμματος ήξερε πολύ καλύτερα πώς να φυλακίζει ανθρώπους απ’ ό,τι να δημιουργεί ευημερία. Η οικονομία οδηγήθηκε σε τέλμα, γεγονός που προκάλεσε πιέσεις για αλλαγή. Το 1965, το κόμμα υιοθέτησε το Νέο Οικονομικό Μοντέλο, που χαλάρωνε τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας. Ακόμη, εισήχθησαν μετριοπαθείς πολιτικές μεταρρυθμίσεις, μολονότι η παλιά φρουρά αντιστεκόταν στην προώθηση σοβαρών αλλαγών. Στα τέλη του 1967, ένας Σλοβάκος μεταρρυθμιστής που είχε σπουδάσει στην ΕΣΣΔ, ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, αμφισβήτησε τον επικεφαλής τόσο του κόμματος όσο και του κράτους Αντονίν Νοβότνι. Δύο μήνες μετά, ο Ντούμπτσεκ ήταν στην εξουσία.
Ο Ντούμπτσεκ και οι υποστηρικτές του προώθησαν τόσο την αποκέντρωση, όσο και τη φιλελευθεροποίηση. Η χώρα χωρίστηκε στην τσεχική και τη σλοβακική σοσιαλιστική δημοκρατία. Αποδόθηκε μεγαλύτερη ελευθερία του τύπου και του λόγου, και οι περιορισμοί στα ταξίδια χαλάρωσαν. Οι αγρότες και οι συνδικαλιστές απέκτησαν τότε ελευθερίες που γνώριζε μόνο η Δύση. Τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος επετράπη να δρουν “σύμφωνα με τη συνείδησή τους”, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι θα αμφισβητούσαν την επίσημη πολιτική.
Ο Ντούμπτσεκ δήλωνε ότι ο στόχος του ήταν να οικοδομήσει “μια προηγμένη σοσιαλιστική κοινωνία πατώντας σε γερά οικονομικά θεμέλια” και “έναν σοσιαλισμό που αντιστοιχεί στις ιστορικές δημοκρατικές παραδόσεις της Τσεχοσλοβακίας”. Διατύπωσε ένα “Πρόγραμμα Δράσης” τον Απρίλιο, που οραματιζόταν μια δεκαετή μετάβαση σε εκλογές και τη δημιουργία ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Έχοντας υπόψη του τι συνέβη στην Ουγγαρία μια δεκαετία πριν, ο Ντούμπτσεκ έδινε έμφαση στη διατήρηση καλών σχέσεων με τη Μόσχα και τους υπόλοιπους δορυφόρους της. Η Τσεχοσλοβακία θα παρέμενε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Ακόμη, το Πρόγραμμα Δράσης, αντιμετώπιζε με ηπιότητα το ιστορικό του κομμουνισμού: απλώς επεσήμανε ότι οι προηγούμενες κολλεκτιβιστικές πολιτικές ήταν παρωχημένες και δεν χρειάζονταν πια. Ήταν ευτυχές που ο σοσιαλισμός είχε θριαμβεύσει.
Οι “ανταγωνιστικές τάξεις” είχαν κατασταλεί. Η πάλη των τάξεων είχε εκλείψει, και οι εξελίξεις αυτές δικαιολογούσαν τις μεταρρυθμίσεις.
“Σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο”
Έτσι, ο Ντούμπτσεκ προώθησε αλλαγές που φαίνονταν σαφώς εκτός του πλαισίου του κομμουνισμού - που με άλλα λόγια θα έκαναν τους μεγάλους του κομμουνισμού, όπως τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Στάλιν και τον Τρότσκι, καθώς και εκατομμύρια των ακολούθων τους, να τρίζουν τα κόκαλά τους. Μιλούσε για έναν “σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο” και σχεδίαζε το 14ο Συνέδριο του Κόμματος τον Σεπτέμβριο, οπότε και θα εγκρινόταν το Πρόγραμμα Δράσης, θα ετίθεντο σε εφαρμογή νέοι νόμοι, και θα εκλεγόταν μια νέα Κεντρική Επιτροπή.
Μολονότι ο Ντούμπτσεκ ήταν προσεκτικός στην κριτική που διατύπωνε, η χαλάρωση της λογοκρισίας που προώθησε επέτρεψε σε άλλους τη διατύπωση επιθετικής στάσης έναντι των εγκλημάτων του κομμουνισμού. Η δημοκρατία μπορεί να μην είχε ακόμη φτάσει, αλλά γεννήθηκαν ανεξάρτητες πολιτικές λέσχες, και οι Σοσιαλδημοκράτες άρχισαν να οργανώνονται.
Αναμενόμενα, η Σοβιετική Ένωση που τότε μόλις εισερχόταν στην περίοδο της οικονομικής στασιμότητας υπό τον Γενικό Γραμματέα Λεονίντ Μπρέζνιεφ, ο οποίος είχε εκδιώξει τον αλλοπρόσαλο Νικήτα Χρουτσιώφ, ανησύχησε. Μαζί της ανησύχησαν και οι χώρες - δορυφόροι της, κάποιες από τις οποίες δέχονταν κριτική από τους προσφάτως απελευθερωμένους Τσέχους και Σλοβάκους. Στα τέλη του Ιουλίου έγινε μια συνάντηση ανάμεσα στη σοβιετική και τη τσεχοσλοβακική ηγεσία. Ο Ντούμπτσεκ έκανε όλες τις υποχωρήσεις που φαινόταν ότι έπρεπε να κάνει: επιβεβαίωσε την αφοσίωσή του στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, συμφώνησε να μπλοκάρει την αναβίωση των Σοσιαλδημοκρατών, υποσχέθηκε να ελέγξει τα μέσα ενημέρωσης και να περιορίσει τις “αντισοσιαλιστικές” τάσεις.
Λίγες μέρες μετά, οι Τσεχοσλοβάκοι ηγέτες συναντήθηκαν με τους ομολόγους τους από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Μπρατισλάβας. Όλοι αντιτάσσονταν στο “αστικό” σύστημα” και τους “αντισοσιαλιστικούς” φορείς, ορκίζονταν “αμετακίνητη αφοσίωση στον Μαρξισμό-Λενινισμό” και εξέφραζαν την υποστήριξή τους στην “ενίσχυση και την προώθηση της αδελφικής συνεργασίας μεταξύ των σοσιαλιστικών κρατών”.
Ο σοβιετικός σοσιαλισμός με το απάνθρωπο πρόσωπο
Στη συνέχεια, η Σοβιετική Ένωση απέσυρε τα στρατεύματά της από την Τσεχοσλοβακία, αλλά θυμίζοντας το τι είχε συμβεί στην Ουγγαρία, τα τοποθέτησε στα τσεχοσλοβακικά σύνορα. Στις 20 Αυγούστου, σοβιετικά άρματα μάχης και στρατιώτες με την υποστήριξη βουλγαρικών, ουγγρικών και πολωνικών δυνάμεων εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία με μια συνολική δύναμη που έφτασε εντέλει το μισό εκατομμύριο άνδρες και τα 2.000 άρματα μάχης. (Ο ανατολικογερμανικός στρατός έμεινε πίσω, μη θέλοντας να ξυπνήσει άσχημες αναμνήσεις του τι συνέβη τρεις δεκαετίες πριν).
Οι εισβολείς περικύκλωσαν τον τσεχοσλοβακικό στρατό στα στρατόπεδα, κατέλαβαν το αεροδρόμιο και τους δρόμους. Ο Ντούμπτσεκ διέταξε τους πολίτες να μην αντιταχθούν, εξηγώντας ότι “η παρουσία μιας στρατιωτικής άμυνας θα σήμαινε την έκθεση του τσεχικού και σλοβακικού λαού σε ένα παράλογο λουτρό αίματος”. Παρ’ όλα αυτά, σημειώθηκε μια αποσπασματική αντίσταση, και 137 Τσεχοσλοβάκοι έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτή, ενώ εκατοντάδες ακόμη τραυματίστηκαν.
Η Μόσχα δικαιολόγησε τη δράση της βάσει ενός κομματικού αιτήματος για παροχή στρατιωτικής βοήθειας. Διάφοροι αυταρχικοί Τσεχοσλοβάκοι κομματικοί ηγέτες ζήτησαν τη σοβιετική παρέμβαση, μολονότι αυτό έμοιαζε με το να σπρώχνουν μια ήδη ανοιχτή πόρτα. Ο πρέσβης της ΕΣΣΔ στα Ηνωμένα Έθνη Γιάκοβ Μάλικ υπερασπίστηκε την “αδελφική βοήθεια” που είχε ως στόχο την καταπολέμηση των “αντικοινωνικών δυνάμεων”. Ο Μπρέζνιεφ εξήγησε την κατάσταση ως εξής: “Όταν δυνάμεις εχθρικές προς τον κομμουνισμό επιχειρούν να εκτρέψουν την ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής χώρας προς την κατεύθυνση του καπιταλισμού, αυτό καθίσταται πρόβλημα όχι μόνο για την εκάστοτε χώρα, αλλά ένα κοινό πρόβλημα και ανησυχία για όλες τις σοσιαλιστικές χώρες”.
Αναμενόμενα, ο σοβιετικός έλεγχος σήμανε την επιστροφή του σοσιαλισμού με απάνθρωπο πρόσωπο. Πρώτον, ο Ντούμπτσεκ και άλλοι αξιωματούχοι κλήθηκαν στη Μόσχα και τους δόθηκαν εντολές. Υποχρεώθηκαν να ανακρούσουν πρύμνα, και να πάρουν σταδιακά πίσω τις μεταρρυθμίσεις. Ο Ντούμπτσεκ σύντομα αντικαταστάθηκε από τον Γκούσταβ Χούσακ και αργότερα εκδιώχθηκε από το κόμμα και εστάλη στην Υπηρεσία Δασών. Ο Χούσακ και το υποστηριζόμενο από τους σοβιετικούς κόμμα εγκαθίδρυσαν μια περίοδο “κανονικοποίησης”, που σήμανε την ανάκληση ουσιαστικά κάθε έκφανσης της Άνοιξης της Πράγας. Περίπου 300.000 Τσέχοι εγκατέλειψαν τη χώρα πριν κλείσουν τα εθνικά σύνορα. Η πιο δραματική διαμαρτυρία συνέβη στις 16 Ιανουαρίου του 1969 όταν ο φοιτητής Γιαν Πάλαχ αυτοπυρπολήθηκε. Επέζησε για τρεις ημέρες δίνοντας ακόμη και συνεντεύξεις πριν υποκύψει στα τραύματά του.
Η προθυμία της μετέπειτα αποκαλούμενης από τον Ρόναλντ Ρήγκαν “Αυτοκρατορίας του Κακού” να συντρίψει ακόμη και την αμυδρότερη σπίθα ανθρωπιάς στην Ανατολική Ευρώπη αποτέλεσε μια πικρή ήττα όχι μόνο για τους Τσεχοσλοβάκους, αλλά και για όλους τους κατοίκους του Ανατολικού Μπλοκ που έτρεφαν την ελπίδα της ελευθερίας. Η ελπίδα αυτή για ένα καλύτερο μέλλον φαινόταν πια ακόμη πιο απόμακρη, με τις θηριωδίες του κομμουνισμού να αποτελούν μια μόνιμη πραγματικότητα.
Η Άνοιξη της Πράγας
Δεν είχαν όμως χαθεί τα πάντα. Όπως αποδείχθηκε, ένας ανερχόμενος Σοβιετικός παρακολουθήσε τα δρώμενα στην Τσεχοσλοβακία. Το 1987, ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ παραδέχθηκε ότι η “γκλάστνοστ” και η “περεστρόικα” που εφάρμοσε αντανακλούσαν την επιρροή της Άνοιξης της Πράγας. Για τον μέσο Τσέχο και Σλοβάκο, αυτά τα περαιτέρω 19 χρόνια μπορεί να φάνηκαν ως μια ολόκληρη ζωή. Οι περισσότεροι όμως από όσους γεύτηκαν την περισσότερη ελευθερία το 1968 συμμετείχαν στη Βελούδινη Επανάσταση, μια φράση που αποδίδεται στην αντικαθεστωτική (και αργότερα πρέσβειρα της Τσεχίας στις ΗΠΑ) Ρίτα Κλίμοβα το 1989. Η κρίσιμη διαφορά με το παρελθόν ήταν ότι τώρα η φιλελευθεροποίηση ξεκινούσε από το κέντρο και όχι από την περιφέρεια της Αυτοκρατορίας του Κακού. Η Μόσχα δεν θα εμπόδιζε πλέον τους δορυφόρους της να απελευθερωθούν.
Το 1989, η Πολωνία διεξήγαγε τις πρώτες εκλογές της. Η Ουγγαρία δημιούργησε μια τεράστια τρύπα στο Σιδηρούν Παραπέτασμα όταν η μεταρρυθμιστική κυβέρνηση άνοιξε τα συνοριακά φράγματα με την Αυστρία. Στις 9 Νοεμβρίου έπεσε το Τείχος του Βερολίνου και η λεγόμενη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας οδηγήθηκε στον κάδο απορριμμάτων της ιστορίας. Στις 20 Νοεμβρίου, μισό εκατομμύριο Τσέχοι και Σλοβάκοι κατέκλυσαν τους δρόμους της Πράγας. Οχτώ μέρες μετά, ο κομματικός μηχανισμός του Κομμουνιστικού Κόμματος, μη μπορώντας ούτε να εμπιστευθεί τον στρατό της χώρας, ούτε να στραφεί προς τον Κόκκινο Στρατό, ανακοίνωσε ότι θα παρέδιδε την εξουσία.
Ο θεατρικός συγγραφέας, αντιφρονούντας και ακτιβιστής Βάσλαβ Χάβελ ανέβαλε Πρόεδρος της νέας αυτής δημοκρατίας. Μολονότι η εποχή του Ντούμπτσεκ είχε παρέλθει καθώς οι συμπατριώτες του δεν επιθυμούσαν πλέον τη μεταρρύθμιση του κομμουνισμού, ο ίδιος δεν είχε ξεχαστεί. Παρουσιάστηκε στο πλευρό του Χάβελ καθώς οι διαμαρτυρίες κλιμακώθηκαν και κατέληξε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής της Τσεχίας και στη συνέχεια επικεφαλής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Σλοβακίας. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1992 στην ηλικία των 70 ετών, όμως τουλάχιστον είδε την πραγματοποίηση του ονείρου του. Όπως και ο Γκορμπατσώφ, ανακάλυψε ότι μια κυβέρνηση με ανθρώπινο κράτος δεν μπορεί να είναι κομμουνιστική.
Η απελπισία ήταν μια συχνή αντίδραση στην σοβιετική εισβολή του 1968. Χωρίς όμως την Άνοιξη της Πράγας, το θαύμα του 1989 μπορεί να μην είχε συμβεί. Όπως κατέδειξαν τόσο η Ουγγαρία, όσο και η Τσεχοσλοβακία, το κλειδί για την ελευθερία της Ανατολικής Ευρώπης ήταν η στρατιωτική αυτοσυγκράτηση από τη Σοβιετική Ένωση. Και ήταν ο Γκορμπατσώφ, που είχε εμπνευστεί από τις μεταρρυθμίσεις του Ντούμπτσεκ, εκείνος που αναδείχθηκε στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, μια θέση που του επέτρεψε να εφαρμόσει αυτό που οι αξιωματούχοι του πικρόχολα ονόμασαν “Δόγμα Σινάτρα”, δηλαδή να επιτρέψουν τους Ανατολικοευρωπαίους να ακολουθήσουν τον “δικό τους δρόμο”. Από την απλή αυτή αρχή αναδείχθηκε η λαϊκή δύναμη που ανέτρεψε τα κομμουνιστικά ντόμινο και κατέρριψε το Τείχος - και εντέλει, οδήγησε στη διάλυση της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης.
--
Ο Doug Bandow είναι στέλεχος του Cato Institute και συγγραφέας βιβλίων με θέμα την οικονομία και την πολιτική.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 19 Ιανουαρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.