Ποιος θα πρέπει να επιβλέπει το περιεχόμενο του Facebook;

Ποιος θα πρέπει να επιβλέπει το περιεχόμενο του Facebook;

Του John Samples

Το Facebook υπόσχεται ότι μέχρι το τέλος του 2019 θα έχει συγκροτήσει ένα ανεξάρτητο σώμα που θα χειρίζεται τις εφέσεις επί των αποφάσεων για τον έλεγχο του περιεχομένου του. Αυτή η πρόθεση έρχεται σε συνέχεια μιας προηγούμενης πρότασης του Μαρκ Ζούκεμπεργκ ότι το Facebook μπορεί να συγκροτήσει ένα “Ανώτατο Δικαστήριο” ελέγχου του περιεχομένου του, όπως και το πραγματικό Ανώτατο Δικαστήριο, έτσι και το σώμα αυτό του Facebook θα επιθεωρεί το νόημα και την εφαρμογή των Προτύπων Κοινότητας (Community Standards), που μπορεί να θεωρηθούν ως ο θεμελιώδης νόμος της πλατφόρμας.

Υπάρχουν πολλά ερωτηματικά ως προς αυτό τον νέο θεσμό. Αυτό το άρθρο εξετάζει το πώς μπορεί να επιλέγονται τα μέλη του.

Ως ένα σημείο αναφοράς, ας ξεκινήσουμε με το πώς επιλέγονται τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Η διαδικασία διορισμού στο ανώτατο δικαστήριο είναι απλή, αλλά το κανονιστικό πλαίσιο περίπλοκο. Το άρθρο 2 του αμερικανικού Συντάγματος ορίζει ότι ο πρόεδρος “ονομάζει και με την συμβουλή και τη συναίνεση της Γερουσίας, διορίζει...δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου”. Η συμβουλή και συναίνεση μπορεί να σημαίνει μια απλή ή ενισχυμένη πλειοψηφία Γερουσιαστών. Ανεξάρτητα από τον κανόνα, οι γερουσιαστές ψηφίζουν μόνο μια φορά για κάθε υποψήφιο. Στη συνέχεια, οι δικαστές “διατηρούν το αξίωμά τους ενεργώντας καλή τη πίστει” (άρθρο 3). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι διατηρούν τη θέση τους ανεξάρτητα του πόσο αντιδημοφιλείς είναι οι αποφάσεις τους. Βεβαίως, οι δικαστές μπορούν να ανακληθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το Κογκρέσο όμως δεν έχει απομακρύνει δικαστές λόγω των αποφάσεών τους. Απαιτείται πραγματικά κακή συμπεριφορά για να γίνει αυτό.

Είναι σαφές ότι οι συντάκτες του αμερικανικού Συντάγματος επεδίωκαν τη δικαστική ανεξαρτησία και ιδίως την απόφαση από την αφιλτράριστη βούληση της πλειοψηφίας. Ένας υποψήφιος για την προεδρία μπορεί να υποσχεθεί στους ψηφοφόρους να προτείνει έναν συγκεκριμένο δικαστή για το Ανώτατο Δικαστήριο - δεν έχει όμως την εξουσία να τον διορίσει. Οι υποψήφιοι για τη Γερουσία μπορεί να υποσχεθούν να υποστηρίξουν ή να αντιταχθούν σε μια υποψηφιότητα για το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά κανένας γερουσιαστής και καμία ομάδα γερουσιαστών δεν μπορεί να αποφασίσει ποιον θα προτείνει. Από τη στιγμή του διορισμού, το κριτήριο της “καλής συμπεριφοράς” σημαίνει ότι ένας δικαστής θα υπηρετήσει μέχρι τη συνταξιοδότησή τους, τον θάνατο ή την ανάκληση και απομάκρυνσή του. Τα δύο πρώτα ενδεχόμενα είναι με διαφορά οι πιο πιθανοί τρόποι αποχώρησης από το Δικαστήριο. Οι δικαστές δεν χρειάζεται να φοβούνται τους ομολόγους τους στο εκτελεστικό ή το νομοθετικό σώματα ή ακόμα και τους ίδιους τους πολίτες καθώς δεν μπορούν να ανακληθούν από ένα θυμωμένο εκλογικό σώμα.

Οι δικαστές όμως δεν είναι ελεύθεροι να ασκούν τη δικαστική εξουσία των ΗΠΑ κατά τη βούλησή τους. Υποτίθεται ότι είναι υποχρεωμένοι να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τις λέξεις του Συντάγματος που ταυτόχρονα ενισχύουν και περιορίζουν την κυβέρνηση. Τα δικαστήρια δεν είναι ανεξάρτητα από την αρχή “Εμείς, ο Λαός”, που γίνεται κατανοητή μέσα στο χρόνο ως η βούληση των απλών και ενισχυμένων πλειοψηφιών όπως εκφράζεται στο κείμενο και τις τροποποιήσεις του Συντάγματος. Οι πρόεδροι και οι γερουσιαστές που προτείνουν και διορίζουν δικαστές εξαρτώνται με τη σειρά τους άμεσα ή εμμέσως από τους ψηφοφόρους. Έτσι, η επιλογή των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου ισορροπεί ανάμεσα στην ανεξαρτησία και την εκπροσώπηση, εμπεδώνοντας έτσι τη νομιμοποίηση του Δικαστηρίου και των αποφάσεών του.

Η τήρηση των νομικών και των συνταγματικών αξιών μπορεί να ενισχύσει τη νομιμοποίηση του “εφετείου” του Facebook. Το Facebook είναι σαφές πως επιδιώκει την ανεξαρτησία σ' αυτό το νέο αναθεωρητικό σώμα: ο Ζούκεμπεργκ το περιγράφει ως “ένα ανεξάρτητο σώμα, οι αποφάσεις του οποίου θα είναι διαφανείς και δεσμευτικές”. Λέει όμως επίσης ότι το σώμα θα “τηρεί ως αρχή να δίνει στους ανθρώπους φωνή”.

Μπορεί να σκέφτεστε ότι τα Πρότυπα Κοινότητας του Facebook δεν μπορούν να υποστηρίξουν το αναθεωρητικό σώμα κατά τον τρόπο που το Σύνταγμα υποστηρίζει το Ανώτατο Δικαστήριο. Το Σύνταγμα απέκτησε συναίνεση μέσω μιας διαδικασίας διαβούλευσης που οδήγησε στην τελική αποδοχή του κειμένου απ' όλες τις πολιτείες. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη στο Facebook. Κι όμως, κάθε χρήστης συναινεί να τηρεί τα Πρότυπα Κοινότητας του Facebook όταν εγγράφεται στην πλατφόρμα. Μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει την ποιότητα αυτής της συναίνεσης, αλλά φαίνεται παρόμοια με αυτή που δίνουμε στο Σύνταγμα όσοι “εγγραφήκαμε στην πλατφόρμα” μετά το 1789.

Και πώς θα εφαρμόζονται τα Πρότυπα Κοινότητας; Ο Ζούκεμπεργκ λέει ότι το σώμα θα είναι ανεξάρτητο από το Facebook για τρεις λόγους: “Πρώτον, θα αποτρέπει τη συγκέντρωση υπερβολικής εξουσίας λήψης αποφάσεων εντός των ομάδων μας. Δεύτερον θα δημιουργεί λογοδοσία και επίβλεψη. Και τρίτον θα παρέχει διασφαλίσεις ότι αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται προς το συμφέρον της κοινότητάς μας και όχι για εμπορικούς σκοπούς”.

Τα μέλη του σώματος μπορεί να υπηρετούν κατά την αρχή της “καλής συμπεριφοράς” όπως οι δικαστές. Αυτό θα δημιουργήσει τον χώρο ώστε να ερμηνεύουν και να εφαρμόσουν τα Πρότυπα Κοινότητας του Facebook όπως αυτοί θα κρίνουν. Στον ίδιο στόχο ίσως συμβάλλουν εκτεταμένες θητείες για τα μέλη του σώματος. Ας θυμόμαστε όμως ότι ακόμη και οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου μπορεί να απομακρυνθούν για λόγους κακής συμπεριφοράς.

Ακόμη, το σώμα αυτό του Facebook θα πρέπει να είναι ανεξάρτητο τόσο από την πολιτική όσο και από το εμπόριο. Πολλοί φοβούνται ότι η διαχείριση περιεχομένου του Facebook αντανακλά τις πολιτικές δεσμεύσεις των στελεχών και των υπαλλήλων του. Η ερμηνεία των Προτύπων Κοινότητας του Facebook μπορεί να γίνει το παιχνίδι των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, οι ανησυχίες για την ανεξαρτησία αντανακλούν ανησυχίες για άνιση εκπροσώπηση. Οι κανόνες που θα έπρεπε να εκφράζουν τους πάντες καταλήγουν να αντανακλούν τη βούληση των λίγων. Πώς μπορεί η επιλογή των μελών του σώματος αναθεώρησης να εκπροσωπεί καλύτερα τους χρήστες του Facebook;

Ας ξεκινήσουμε με μια ξεκάθαρη θεώρηση για την εκπροσώπηση. Ας υποθέσουμε ότι ο Μαρκ Ζούκεμπεργκ διορίζει τα μέλη του σώματος. Ο Ζούκεμπεργκ λογοδοτεί στους χρήστες του Facebook καθώς αυτοί μπορούν να αποχωρήσουν από την πλατφόρμα και έτσι να βλάψουν ή να καταστρέψουν την επιχείρησή του. Αυτός ο περιορισμός σημαίνει ότι οι διορισμοί του θα αντανακλούν τις ανησυχίες των χρηστών καθώς και άλλα σημαντικά για την επιχείρησή του ζητήματα. Ο Ζούκεμπεργκ είναι πιστός εκφραστής των πελατών του όχι γιατί το θέλει, αλλά γιατί πρέπει να είναι.

Το Facebook θέλει ο έλεγχος του περιεχομένου του να γίνει αποδεκτός ως θεμιτός από τους χρήστες του (καθώς και από άλλους). Θα αποδεχθούν οι χρήστες αυτή τη θεωρία εκπροσώπησης στο πλαίσιο της αγοράς για το σώμα αυτό; Πολλοί αμφιβάλλουν ότι οι αγορές περιορίζουν τα στελέχη των επιχειρήσεων. Άλλοι εννοιολογούν την εκπροσώπηση ως άμεση ψηφοφορία και όχι ως έμμεση ανταπόκριση στις επιθυμίες των καταναλωτών. Η μερική αποδοχή της θεωρίας των αγορών μπορεί να μην επαρκεί για τη νομιμοποίηση του νέου αυτού σώματος.

Έτσι, αντί για ένα πρόσωπο, ίσως κάθε ενήλικος να πρέπει να εκλέγει τα μέλη του σώματος. Όμως η άμεση εκλογή φαίνεται αδύνατη. Οι θεσμοί που θα το επέτρεπαν αυτό δεν υπάρχουν και θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να δημιουργηθούν. Αν δημιουργηθούν, οι εκλογές θα είχαν πιθανότατα χαμηλή συμμετοχή με καταστροφικές συνέπειες για τη νομιμοποιήση του σώματος.

Κάθε αρμόδιος που αντιμετωπίζει μια παρόμοια κατάσταση συνήθως δρα σύμφωνα με τη λεγόμενη θεωρία εκπροσώπησης των ενδιαφερόμενων μερών. Το Facebook μπορεί να καθορίσει ποιες ομάδες έχουν ισχυρό ενδιαφέρον επί του ελέγχου του περιεχομένου από την εταιρεία. Μπορεί στη συνέχεια να διαβουλευθεί με αυτά τα οργανωμένα συμφέροντα ως προς το ποιος θα πρέπει να υπηρετεί στο σώμα ώστε να διορίσει αυτά τα άτομα. Οι ενδιαφερόμενοι θα προτείνουν, ενώ τα στελέχη του Facebook θα διορίζουν τους “δικαστές” του σώματος αναθεώρησης. Το Facebook μπορεί να θεωρήσει ότι αυτοί οι διορισμοί εκπροσωπούν τους χρήστες τους. Οι διορισμένοι δεν θα εργάζονται για το Facebook κι έτσι θα είναι κατά μία έννοια ανεξάρτητοι. Πιο ρεαλιστικά, αν αυτές οι επιλογές γίνουν σωστά, το Facebook θα δώσει στους επικριτές (και τους υποστηρικτές) του μια έδρα στο εφετείο. Οι επικριτές μπορεί έτσι να γίνουν πιο εποικοδομητικοί ή ακόμη και να μετατραπούν σε υποστηρικτές της επίβλεψης του περιεχομένου από το Facebook.

Ποιον όμως θα εκπροσωπούν αυτοί οι διορισμένοι ενδιαφερόμενοι; Θα τους προτείνουν ομάδες με έντονα συμφέροντα υπέρ του ελέγχου του περιεχομένου του Facebook. Γι' αυτούς, τα οφέλη της οργάνωσης για την άσκηση επιρροής επί του ελέγχου του περιεχομένου θα υπερκεράζουν τα κόστη, όπως επισημαίνει ένα διάσημο βιβλίο. Για τους περισσότερους χρήστες του Facebook θα ισχύει το αντίθετο - τα κόστη της οργάνωσης θα υπερκεράζουν τα οφέλη. Έτσι, οι διορισμένοι πιθανότατα δεν θα έχουν εκπροσωπευτικές απόψεις για το νόημα και την εφαρμογή των Προτύπων Κοινότητας του Facebook. Με άλλα λόγια, οι εκπρόσωποι των ενδιαφερόμενων μερών πιθανότατα δεν θα εκπροσωπούν τους χρήστες του Facebook.

Η στροφή προς τα ενδιαφερόμενα μέρη για να βοηθήσουν σε μια πολιτική πρόκληση είναι κάτι το φυσικό. Εξάλλου τα ενδιαφερόμενα μέρη υπάρχουν και είναι γνωστά. Τα ενδιαφερόμενα μέρη όντως προσφέρουν μια κάποια εκπροσώπηση, και ίσως και μια ανεξαρτησία από δυνάμεις εκτός της οποιασδήποτε οργάνωσης. Όντως η διαφωνία μεταξύ των μελών από ενδιαφερόμενα μέρη μπορεί να ενισχύσει την ανεξαρτησία του σώματος. Όμως η εκπροσώπηση που προσφέρουν είναι ελαττωματική. Και ίσως, σ' αυτό το στάδιο του θεσμικού σχεδιασμού, το Facebook να αναζητήσει εναλλακτικές που προσφέρουν καλύτερα αποτελέσματα τόσο ως προς την ανεξαρτησία, όσο και ως προς την εκπροσώπηση.

--

Ο John Samples είναι αντιπρόεδρος του Cato Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Δεκεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.