Του Samuel Gregg
Τον μήνα αυτό συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από τότε που μια μικρή ομάδα οικονομολόγων και νομικών πέτυχαν αυτό που σήμερα είναι ευρέως γνωστό ως Wirtschaftswunder, το “γερμανικό οικονομικό θαύμα”. Ακόμη και μεταξύ πολλών Γερμανών, ονόματα όπως αυτά των Walter Eucken, Wilhelm Ropke, και Franz Bohm δεν είναι γνωστά σήμερα. Χάρη όμως σε μεγάλο βαθμό στην ακαταπόνητη υπεράσπισή τους της απελευθέρωσης της αγοράς το 1948 η τότε Δυτική Γερμανία απέφυγε την οικονομική άβυσσο και έγινε η μεγαλύτερη και πιο δυναμική οικονομία της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Η Μεγάλη Μεταρρύθμιση, όπως συχνά την αποκαλούσε ο Ropke, δεν ήταν ένα τυχαίο αποτέλεσμα. Οφείλεται στη σπάνια συγκυρία διανοούμενοι της ελεύθερης αγοράς να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωση μιας οικονομίας από δεκαετίες παρεμβατικών και κολλεκτιβιστικών πολιτικών. Αυτό που καθιστά το επίτευγμά τους ακόμη πιο αξιοθαύμαστο είναι ότι οι προτάσεις πολιτικής τους - μια ριζική νομισματική μεταρρύθμιση, η κατάργηση της διατίμησης, η ευρεία οικονομική απορρύθμιση, και μεγάλες μειώσεις στους οριακούς φόρους - εφαρμόστηκαν εν μέσω αντιδράσεων όχι μόνο από το σύνολο της γερμανικής Αριστεράς αλλά και από πολλά μέλη του χριστιανοδημοκρατικού κινήματος που θα κυβερνούσε τη Δυτική Γερμανία χωρίς διακοπή από το 1949 μέχρι το 1969.
Έτσι, το θαύμα δεν είναι μόνο τα εντυπωσιακά οικονομικά αποτελέσματα της Μεγάλης Μεταρρύθμισης. Ήταν το γεγονός ότι μια μικρή ομάδα στοχαστών υπέρ της ελεύθερης αγοράς και μια ακόμη μικρότερη ομάδα διαμορφωτών πολιτικής ανέλαβαν την πολιτική, οικονομική και ακαδημαϊκή οικοδόμηση της Γερμανίας.
Ένας διαφορετικός φιλελευθερισμός της αγοράς
Οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στις 20 Ιουνίου του 1948 από τον μελλοντικό υπουργό εθνικής οικονομίας και καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας Ludwig Erhard, στις ζώνες της ακόμη υπό βρετανική και αμερικανική κατοχή και διοίκηση μεταπολεμικής Γερμανίας, αποτελούσαν την εφαρμογή κάποιων ιδιαίτερα γερμανικών ρευμάτων του στοχασμού υπέρ της ελεύθερης αγοράς. Οι αυτοαποκαλούμενοι “ορντοφιλελεύθεροι” ή “νεοφιλελεύθεροι” δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους για τα πάντα, αλλά είχαν κάποια σημαντικά κοινά στοιχεία που τους διέκριναν από άλλους στοχαστές της ελεύθερης αγοράς.
Εν πρώτοις, οι Γερμανοί φιλελεύθεροι της αγοράς ανέπτυξαν τις ιδέες τους ως απάντηση σε προβλήματα που ανέκυψαν στην Γερμανία πριν από το 1914 αλλά είχαν ενταθεί από τους δύο παγκόσμιους πολέμους και την επιδίωξη κορπορατιστικών, παρεμβατικών και οικονομικώς εθνικιστικών πολιτικών πριν και κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου. Σύμφωνα με αυτούς τους φιλελεύθερους της αγοράς, αυτού του είδους τα προβλήματα - η μετατροπή μεγάλου μέρους της γερμανικής οικονομίας σε καρτέλ, ο άκρατος προστατευτισμός, ο έλεγχος επί των τιμών και των αμοιβών - δεν ήταν απλώς το αποτέλεσμα μιας λανθασμένης οικονομικής πολιτικής, αλλά αντανακλούσαν μακροχρόνιες τάσεις στην γερμανική πολιτική κουλτούρα.
Ένα δεύτερο σχετικό χαρακτηριστικό ήταν η εστίασή τους στο πρόβλημα του τύπου της τάξης που χρειάζεται για τη διατήρηση μιας ελεύθερης οικονομίας. Όπως έγραψε ο νομικός Bohm εκ των υστέρων:
“Το ζήτημα που μας απασχολούσε όλους αφορούσε εντέλι το πρόβλημα της ιδιωτικής ισχύος σε μια ελεύθερη κοινωνία. Αυτό έφερε αναπόφευκτα στην επιφάνεια και άλλα ζητήματα που αφορούν τη φύση της τάξης σε μια ελεύθερη κοινωνία, τους διάφορους τύπους οικονομικής τάξης που υπάρχουν, και τις δυσλειτουργίες που μπορούν να εμφανιστούν σε αυτούς τους διάφορους τύπους”.
Ο Bohm και οι υπόλοιποι συμπέραναν ότι οι οικονομίες της αγοράς πρέπει να προστατεύονται από τους ιδιωτικούς φορείς - τις επιχειρήσεις, τα συνδικάτα, τα αγροτικά λόμπι - που σκοπεύουν να αλλοιώσουν το σύστημα προς όφελός τους. Το πιο γνωστό παράδειγμα ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι γερμανικές επιχειρήσεις χάλυβα και άνθρακα είχαν εκμεταλλευτεί τους πολιτικούς τους συνδέσμους και το δίκαιο των συμβάσεων για να μετατρέψουν τους κλάδους τους σε καρτέλ. Μόλις αυτή η διαδικασία έλαβα νομική κύρωση από το Γερμανικό Ανώτατο Δικαστήριο το 1897, η καρτελοποίηση διαδόθηκε με ραγδαίους ρυθμούς σε ολόκληρη την οικονομία. Οι συνέπειες για τον ανταγωνισμό και την οικονομική ελευθερία στη Γερμανία ήταν καταστροφικές.
Προκειμένου να υπάρχει αντίσταση σ' αυτές τις πιέσεις χρειαζόταν σύμφωνα με τον Bohm και τον Eucken (οι δύο ήταν συνάδελφοι στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ) συγκεκριμένες θεσμικές επιλογές: Η πρώτη ευνοούσε μια ανταγωνιστική τάξη έναντι του ιεραρχικού σχεδιασμού. Η δεύτερη αφορούσε την αναγνώριση της προτεραιότητας της νομισματικής σταθερότητας. Η τρίτη επιλογή αφορούσε την ανάγκη ενός αρκετά ισχυρού κράτους ώστε να εμποδίζει τις ομάδες συμφερόντων από το να καταλαμβάνουν και να διαφθείρουν τις διαδικασίες της αγοράς, αλλά να μην υποκύπτει στον πειρασμό να παρεμβαίνει ατέρμονα στην οικονομία. Αυτά τα τρία σημεία έμφασης αντανακλούσαν την πεποίθηση των Γερμανών φιλελευθέρων της αγοράς ότι τα ζητήματα συνταγματικού και θεσμικού σχεδιασμού είχαν καθοριστική σημασία για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της οικονομικής ζωής μιας δεδομένης κοινωνίας.
Από τη θεωρία στην πολιτική
Πολλές από αυτές τις ιδέες αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής δικτατορίας. Κάποιοι φιλελεύθεροι της αγοράς, όπως ο Ropke and Alexander Rustow το έκαναν αυτό από την σχετική ασφάλεια της εξορίας. Όσοι παρέμειναν στη Γερμανία έπρεπε να αναπτύξουν τις οικονομικές τους θεωρίες “κάτω από τα ραντάρ”, εν μέρει καθώς οι απόψεις τους έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με τις οικονομικές πολιτικές του καθεστώτος αλλά και λόγω της γενικότερης αντιναζιστικής τους στάσης. Είτε όμως βρίσκονταν εντός της Γερμανίας είτε στο εξωτερικό, αυτοί οι άνθρωποι κατέληξαν σε ένα εντυπωσιακά παρόμοιο σύνολο συμπερασμάτων ως προς το πώς να οδηγηθεί ξανά η Γερμανία στις ελεύθερες αγορές.
Όσοι παρέμειναν στη ναζιστική γερμανία συνδύασαν αυτή τη διανοητική δραστηριότητα με τον εντοπισμό φιλικών προς την αγορά προσώπων στους γερμανικούς βιομηχανικούς, συντηρητικούς και χριστιανικούς αντιναζιστικούς κύκλους, που θα μπορούσαν να είναι σε θέση να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις απελευθέρωσης της αγοράς αν η Γερμανία έχανε τον πόλεμο. Αυτό ήταν επικίνδυνο, μεταξύ άλλων επειδή τέτοιες δραστηριότητες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ηττοπαθείς. Η προσπάθεια αυτή τους έφερε ακόμη σε επαφή με προσωπικότητες όπως ο πάστορας Dietrich Bonhoeffer, Carl Goerdeler και άλλους που εκτελέστηκαν μετά την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ από τον καθολικό συνταγματάρχη Claus von Stauffenberg στις 20 Ιουλίου του 1944.
Ίσως ο επιφανέστερος από αυτά τα φιλικά ως προς την αγορά άτομα ήταν ο προαναφερθείς Ludwig Erhard, ένας οικονομολόγος και επιχειρηματικό στέλεχος που κινούταν εύκολα μεταξύ των κόσμων της βιομηχανίας, της πολιτικής και των ιδεών και είχε αρνηθεί να ενταχθεί στο ναζιστικό κόμμα. Ο Erhard, προσεκτικός αναγνώστης των γραπτών των Eucken και Ropke, θεωρούσε πως η μεταπολεμική περίοδος ήταν μια μοναδική ευκαιρία να εισαχθούν μακρόπνοες μεταρρυθμίσεις που διαφορετικά θα ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθούν.
Βεβαίως, η μεταρρύθμιση δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση: το 1945, λίγοι Γερμανοί έβλεπαν με συμπάθεια την ελεύθερη αγορά. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα αναδύθηκε από τις κατακόμβες και ζητούσε περισσότερο και όχι λιγότερο ιεραρχικό οικονομικό σχεδιασμό Πολλοί από τους Γερμανούς που εντέλει συστρατεύθηκαν υπό το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα ήταν εξίσου εχθρικοί προς οτιδήποτε θύμιζε “καπιταλισμό”. Παρέμεναν βαθιά επηρεασμένοι από τις έντονα κορπορατιστικές εκφράσεις της καθολικής κοινωνικής σκέψης που κυριαρχούσε στον γερμανόφωνο καθολικισμό. Άλλοι προήγαν τον χριστιανικό σοσιαλισμό ή ακόμη και έναν “τρίτο δρόμο”. Έπειτα, υπάρχει εκείνοι, όπως ο άνθρωπος που θα γινόταν ο πρώτος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, ο Κόνραντ Άντενάουερ, που έβλεπε τα οικονομικά ζητήματα κυρίως υπό το πρίσμα του πολιτικώς εφικτού.
Τα πραγματα γίνονταν ακόμη πιο περίπλοκα από το γεγονός ότι οι στρατιωτικές αρχές στις υπό δυτική κατοχή ζώνες στη Γερμανία που περιελάμβαναν πολλούς κεϋνσιανούς, θαύμαζαν τις οικονομικές πολιτικές της Εργατικής Κυβέρνησης του Κλέμεντ Άττλη στη Βρετανία. Πράγματι, κατά το διάστημα 1945-1047, οι διοικητές των Συμμάχων άφησαν σε μεγάλο βαθμό άθικτη την εν μέρει κολλεκτιβιστική, προσανατολισμένη προς το κράτος οικονομία που είχαν εγκαθιδρύσει οι ηττημένοι ναζί. Αυτή περιελάμβανε διατιμήσεις, ευρεία χρήση δελτίων πρόσβασης σε προϊόντα και τη συνέχιση της κυκλοφορίας του πληθωριστικού νομίσματος της ναζιστικής εποχής
Η μεταπολεμική Γερμανία
Αυτά τα χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής Γερμανίας αποθάρρυναν την επένδυση, την ανάπτυξη κεφαλαίου και τον ανταγωνισμό. Ακόμη, δεν έδιναν κίνητρα στους Γερμανούς να κινηθούν πέραν των αντιπραγματιστικού τύπου συναλλαγών. Οι αγρότες μάλιστα δεν ήταν καν πρόθυμοι να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Το αποτέλεσμα ήταν ευρείες ελλείψεις σε τρόφιμα και έκρηξη των επιπέδων υποσιτισμού.
Παρά τις δυσοίωνες αυτές συνθήκες, οι Γερμανοί φιλελεύθεροι της αγοράς αποδείχθηκαν ικανοί να προωθήσουν τις ιδέες τους σε διάφορα μέτωπα. Έδειξαν υψηλού επιπέδου ικανότητες για τη διασφάλιση σημαντικών θέσεων στην οικονομική διαχείριση και τα συμβουλευτικά σώματα που δημιουργήθηκαν από τους Δυτικούς Συμμάχους. Ο Έρχαρντ για παράδειγμα τόνισε τα άψογα αντιναζιστικά του διαπιστευτήρια προκειμένου να γίνει υπουργός οικονομικών της Βαυαρίας το 1945. Αυτές οι κινήσεις επέτρεψαν στους φιλελεύθερους της αγοράς να ασκήσουν μια δυσανάλογη σε σχέση με τους πραγματικούς τους αριθμούς επιρροή στην οικονομική πολιτική.
Το ίδιο σημαντική ήταν η προσπάθεια των φιλελεύθερων της αγοράς να προωθήσουν την υπόθεση της οικονομικής φιλελευθεροποίησης στη δημόσια σφαίρα. Τον Μάιο του 1948, οι Όυκεν και Μπεμ ξεκίνησαν το επιστημονικό περιοδικό Ordo με στόχο να προαγάγουν τις ιδέες της ελεύθερης αγοράς μεταξύ των επιδραστικών Γερμανών ακαδημαϊκών. Κοιτώντας πέρα από την ακαδημαϊκή σκηνή, οι Γερμανοί φιλελεύθεροι της αγοράς έγραψαν μακρά άρθρα γνώμης σε ποιοτικές εφημερίδες όπως την Neue Zurcher Zeitung με έδρα τη Ζυρίχη που απευθυνόταν σε μορφωμένα και πολιτικώς ενεργά κοινά. Ένας λόγος που ο Ρέπκε επέλεξε να δημοσιεύει συχνά κείμενά του σ' εκείνη την εφημερίδα ήταν γιατί γνώριζε πως ο Αντενάουερ τη διαβάζει συστηματικά.
Οι υποστηρικτές των μεταρρυθμίσεων υπέρ της αγοράς δεν δίστασαν ούτε να απευθυνθούν στο ευρύτερο κοινό. Ο Ερχαρντ μιλούσε σε ραδιοφωνικές εκπομπές που είχαν σχεδιαστεί με τον στόχο να πείσουν τα μαζικά κοινά υπέρ των ελεύθερων αγορών. Οι μεταρρυθμιστές ακόμη φρόντισαν να μην αγνοήσουν και τα λιγότερο περίβλεπτα έντυπα που διαβάζονταν από εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανούς που ποτέ δεν ξεφύλλισαν την Neue Zurcher Zeitung.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1947 για παράδειγμα, η καθολική εβδομαδιαία εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας Rheinische Merkur δημοσίευσε μια κριτική που συνέγραψε ο Ρέπκε εναντίον του Gunter Keiser, του σημαντικότερου οικονομολόγου που αντιτασσόταν με τις προτάσεις του Έρχαρντ για την κατάργηση των οικονομικών ρυθμίσεων της πολεμικής περιόδου. Σήμερα, αυτό το άρθρο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα που συνέβαλαν στην προετοιμασία της γερμανικής κοινής γνώμης για τα μέτρα που έλαβε τον επόμενο χρόνο ο Έρχαρντ για την φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Χωρίς να μασά τα λόγια του, ο Ρέπκε ενημέρωνε τους αναγνώστες του πως “αν διατηρήσουμε την οικονομία του ελέγχου, θα διατηρήσουμε τον κόσμο της οικονομικής ονειροφαντασίας”.
Επιτυχίες και διδάγματα
Η πιο γνωστή από τις μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε ο Έρχαρντ τον Ιούνιο του 1948 ήταν η κατάργηση των διατιμήσεων και η αντικατάσταση του Reichsmark της ναζιστικής εποχής με πολύ μικρότερες ποσότητες ενός νέου νομίσματος, του γερμανικού μάρκου (Deutsche Mark). Αυτά τα μέτρα ουσιαστικά εξάλειψαν τον πληθωρισμό που είχε διαποτίσει τη γερμανική οικονομία.
Τα αποτελέσματα αυτών και των υπολοίπων αλλαγών στην κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης ήταν σχεδόν άμεσα. Οι αγρότες για παράδειγμα άρχισαν ξαφνικά να πουλάνε τα προϊόντα τους καθώς πλέον γνώριζαν την πραγματική τιμή τους. Αναγνώριζαν ακόμη πως η αξία των χρημάτων που κέρδιζαν δεν εξαχνωνόταν από τον πληθωρισμό.
Στις γερμανικές πόλεις, οι υπάλληλοι άρχισαν να εμφανίζονται στις δουλειές τους καθώς πληρώνονταν πλέον σε ένα νόμισμα που διατηρούσε την αγοραστική του αξία. Δεν χρειαζόταν πλέον να δαπανούν εργατοώρες ψάχνοντας για φαγητό για τις οικογένειές τους. Μέσα σε έξι μήνες, η βιομηχανική παραγωγή είχε αυξηθεί κατά το απίστευτο ποσοστό του 50%. Τα πραγματικά εισοδήματα άρχισαν να αυξάνονται. Η διάσταση με την καταστροφική οικονομική κατάσταση που κυριαρχούσε στις περιοχές που αργότερα θα αποτελούσαν την Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία ήταν ακόμη και για τους σοσιαλδημοκράτες δύσκολο να αμφισβητηθεί.
Η ειρωνεία είναι πως κανείς από τους Γερμανούς φιλελεύθερους της αγοράς δεν έβλεπε το Wirtschaftswunder ως κάτι το εξαιρετικό. Για ανθρώπους όπως ο Έρχαρντ, ο Όυκεν και ο Ρέπκε, ήταν απλώς μια λογική συνέπεια της διόρθωσης των βασικών στοιχείων της οικονομίας και των πολιτικών που επέτρεψαν στους Γερμανούς να κάνουν τα υπόλοιπα αναγκαία βήματα.
Και εδώ ίσως έγκειται το σημαντικότερο δίδαγμα της γερμανικής οικονομίας για μας σήμερα. Πολλοί σύγχρονοι υποστηρικτές των ελεύθερων αγορών εστιάζουν στις μικρολεπτομέρειες της πολιτικής σε πεδία που αφορούν από την παροχή υπηρεσιών υγείας μέχρι τον αντιμονοπωλιακό νόμο. Αυτό είναι κατανοητό, δεδομένου του ότι τέτοιες λεπτομέρειες επηρεάζουν εκατομμύρια ανθρώπους. Πέρα απ' αυτό όμως, οι Γερμανοί φιλελεύθεροι της αγοράς που θριάμβευσαν στις αντίξοες συνθήκες του 1948 μας διδάσκουν να μην χάνουμε την εστίασή μας από το ευρύ θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν οι οικονομίες. Γιατί αν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά μιας οικονομίας είναι προβληματικά, κανένα πολιτικό μερεμέτι δεν θα μας σώσει από τις καταστροφικές συνέπειες της χρόνιας νομισματικής αστάθειας, των κρατικώς προσδιορισμένων τιμών, των τιμωρητικών φορολογικών συντελεστών ή της κολλεκτιβοποίησης της ιδιοκτησίας.
Για να το πούμε με άλλα λόγια, η ελευθερία και η άνθηση που αυτή καθιστά εφικτή, εξαρτώνται από το σωστό είδος της υποκείμενης τάξης πολύ περισσότερο απ' ό,τι συνειδητοποιούμε - και στην οικονομία.
--
Ο Samuel Gregg είναι διευθυντής ερευνών στο Acton Institute
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 22 Ιουνίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation of Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.