Του Martin Vlachynsky
Ποιος είναι ο μάντης της Ομάχα; Ο Γουόρεν Μπάφετ φυσικά. Χωρίς αμφιβολία, το όνομα αυτού του επενδυτή μπορεί να συμπεριληφθεί εύκολα μεταξύ των διασημοτήτων του κόσμου μας, όπως ο Λάιονελ Μέσι ή ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ. Ο πρώτος έχει ταλέντο στο ποδόσφαιρο, ο δεύτερος στις συναρπαστικές ταινίες δράσης, και ο Μπάφετ στις επενδύσεις.
Οι επενδύσεις είναι κάτι το δύσκολο. Ακριβέστερα, είναι δύσκολο να επενδύει κανείς επικερδώς. Κάποιος που μπορεί να επενδύει καλά πλουτίζει και μερικές φορές γίνεται μέχρι και διάσημος. Ακόμη, οι επενδύσεις δεν μπορούν να διδαχθούν στο σχολείο όπως η ηλεκτροκόλληση ή τα λογιστικά. Ένας πετυχημένος επενδυτής συνδυάζει εκπαίδευση, εμπειρία, συναισθηματικό αυτοέλεγχο και την ικανότητα να λαμβάνει υπόψη του άγνωστες μεταβλητές.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και οι καλύτεροι μπορεί να κάνουν πετυχημένες επενδύσεις 99 φορές στη σειρά και μετά να αποτύχουν οικτρά.
Πόσο καλά θα μπορούσε ένας μέσος πολιτικός, ένας υπάλληλος ή αναλυτής σε ένα υπουργείο να αποδώσει ως επενδυτής; Πρόσφατα είχαμε διάφορες ευκαιρίες να το δούμε αυτό στην Τσεχία στην πράξη. Σε κάποια δημόσια έργα, η χαμηλή απόδοση της επένδυσης είναι προφανής ακόμη και σε κάποιον τυχαίο περαστικό. Παράδειγμα είναι οι αχρησιμοποίητοι σιδηροδρομικοί σταθμοί μεταφόρτωσης ή τα αεροδρόμια που γεμίζουν μόνο κατά το ένα τρίτο της χωρητικότητάς τους.
Σε πολλές άλλες περιπτώσεις μπορεί να υποθέτουμε ότι η απόδοση της επένδυσης είναι χαμηλή, αλλά δεν μπορούμε να την εκτιμήσουμε, καθώς δεν τη μετρά κανείς. Το πρόγραμμα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης που κοστίζει ένα δισεκατομμύριο ευρώ μιλά από μόνο του.
Ευτυχώς, οι πολίτες αυτής της χώρας γλίτωσαν από πολλές επενδυτικές περιπέτειες απλώς και μόνο επειδή οι πολιτικοί δεν είχαν στη διάθεσή τους αρκετά χρήματα. Ο σιδηρόδρομος μεγάλου πλάτους γραμμών ή το τρίτο πυρηνικό εργοστάσιο παρέμειναν μόνο στα χαρτιά - αλλά ακόμη και τα χαρτιά αυτά πρόλαβαν να κοστίσουν εκατομμύρια ευρώ.
Οι πολιτικοί επενδυτές του σήμερα όμως βλέπουν την καλή όψη των πραγμάτων. Τα δισεκατομμύρια από την ΕΕ θα τους επιτρέψουν να πραγματοποιήσουν τα πιο τολμηρά τους όνειρα. Οι πρώτες ιδέες έχουν ήδη εμφανιστεί.
Ένας από τους πολιτικούς προωθεί τα τρένα υδρογόνου, ένας άλλος θέλει να χτίσει νοσοκομεία, ο τρίτος θέλει να δημιουργήσει οπτικά δίκτυα. Θα επενδύσουμε σε μια εκπαιδευτική, συμπεριληπτική, πράσινη, ψηφιακή και δεν ξέρω τι άλλο οικονομία.
Αναμφίβολα, η βιομηχανία μας θα φτάσει στο επίπεδο 4.0, θα είναι καινοτόμα, και βεβαίως θα παράγει μια υψηλότερη, αν όχι την ύψιστη προστιθέμενη αξία.
Η τελική εκδοχή του πώς θα χρησιμοποιήσουμε το πακέτο ανάκαμψης θα είναι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης των προσωπικών ονείρων των πολιτικών, που είναι γεμάτα από ωραίες φράσεις.
Φυσικά, ένα νοσοκομείο ή ένα κέντρο ανακύκλωσης αυτομάτως είναι μια “καλή” επένδυση, καθώς όλοι μας θέλουμε περισσότερη υγεία και λιγότερα απορρίμματα, δεν είναι έτσι; Αν μάλιστα χρειαστεί, οι αναλυτές θα ετοιμάσουν ένα λογιστικό φύλλο που θα δείχνει σαφώς ότι κάθε ευρώ που θα δαπανηθεί θα μας αποφέρει τρία ευρώ σε 20 χρόνια.
Αυτή είναι μια αφελής θεώρηση των επενδύσεων. Είναι μια κάποιου είδους οικονομία της θεωρίας του δημιουργισμού, όπου, σχεδόν όπως σε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, κάνουμε κλικ σε κτίρια και στο έδαφος και βλέπουμε πόσο αυξάνεται το ποσό των νομισμάτων βάσει συγκεκριμένων κανόνων.
Οι μηχανισμοί όμως της οικονομίας αντιστοιχούν περισσότερο στην εξέλιξη παρά στον δημιουργισμό. Οι επιχειρηματίες δοκιμάζουν διάφορες μεταλλάξεις ιδεών στην αγορά για να καλύψουν τις πολλές ανάγκες των καταναλωτών. Πολλές δεν πετυχαίνουν και τότε τα ερείπια των αποτυχημένων επενδύσεών τους τους στοιχειώνουν για χρόνια.
Αυτά τα παρακλάδια των ιδεών όμως κάποτε θα ξεραθούν. Αν το κράτος ή η κεντρική τράπεζα δεν τους βοηθήσει, το κόστος των λάθος επιλογών τους θα μείνει στους ώμους τους και τους ώμους εκείνων που τους υποστήριξαν.
Όταν όμως το κράτος λειτουργεί ως επενδυτής, το πράγμα δεν λειτουργεί έτσι. Τις περισσότερες φορές, οι κρατικές επενδύσεις δεν έχουν την ανάδραση της αγοράς. Και αν αυτό συμβαίνει, τότε μπορούν να επιλέξουν να την αγνοήσουν. Αν δεν είναι πετυχημένες, τότε οι κρατικοί αξιωματούχοι μπορούν απλώς να εντείνουν τη ροή των δημόσιων πόρων και να τις ξαναβάλουν σε τροχιά. Μπορούν να επιζούν με ζημιές για χρόνια, ακόμη και για δεκαετίες, και η επιβίωσή τους παρουσιάζεται ως σημάδι επιτυχίας υπό το περιτύλιγμα του δημόσιου συμφέροντος.
Το γεγονός όμως ότι αυτού του είδους οι επενδύσεις θα πρέπει να καλυφθούν από πόρους φορολογουμένων που θα λείψουν από αλλού, δεν με απασχολεί τόσο πολύ. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι παρόμοια χρηματοδοτούμενα από φόρους σχέδια θα εισαχθούν με τη μορφή κρατικών και ημικρατικών επιχειρήσεων σε κλάδους όπου σήμερα υπάρχει ένα λειτουργικό, ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Χάρη στα αναβολικά των ευρωπαϊκών πόρων, οι επιχειρήσεις αυτές σταδιακά θα εκδιώξουν υγιείς ιδιωτικές επενδύσεις και θα τις αντικαταστήσουν από πολιτικού τύπου αποφάσεις. Ήδη ακούμε ιδέες για κρατικές εταιρίες τεχνολογίας της πληροφορίας, κρατικές κατασκευαστικές εταιρίες και μπορούμε επίσης να περιμένουμε κρατικές επενδύσεις στη διαχείριση των αποβλήτων, τις υπηρεσίες μεταφορών και πολλούς άλλους κλάδους.
Εντέλει, ο ανταγωνισμός των επιχειρηματιών θα υποχωρήσει, και οι πολιτικοί θα είναι αυτοί που θα επιλέγουν τις καλύτερες λύσεις.
Σκεφτόμαστε τον μηχανισμό ανάκαμψης και αντοχής ως έναν λευκό ελέφαντα που μας προσφέρει η ΕΕ, ο οποίος θα μας στοιχειώσει για πολύ περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι ο κορονοϊός. Η κεντρικώς σχεδιασμένη κατανομή του κεφαλαίου θα αποδυναμώσει την ήδη ανίσχυρη ανάπτυξη του επιπέδου διαβίωσης στην ΕΕ. Μπορούμε άραγε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό πέρα από το παραπονιόμαστε;
Το θεμελιώδες είναι να αντιληφθούμε πως κάποτε θα χρειαστεί όλα αυτά τα να ξεπληρώσουμε. Αντί να βασιζόμαστε στην αφελή ελπίδα ότι οι πολιτικοί μας έχουν τις ικανότητες του Γουόρεν Μπάφετ, κι ότι οι επενδύσεις που ρυθμίζονται από αυτούς θα μας αποφέρουν τα διπλά έσοδα σε είκοσι χρόνια, ας ξεκινήσουμε να αποταμιεύουμε σήμερα.
Ας χρησιμοποιήσουμε τους όρους της ΕΕ ώστε τουλάχιστον να αναχρηματοδοτήσουμε τις σημερινές δημόσιες δαπάνες, για να αποφύγουμε μια ακόμη απότομη μεγέθυνση του κρατικού μηχανισμού και τη συνεπακόλουθη αύξηση των φόρων και των εισφορών, όπως είδαμε κατά την περίοδο μετά το 2008. Ας κατευθύνουμε τους πόρους αυτούς σε πεδία όπου υπάρχουν σαφείς και απτές τρύπες κεφαλαίου (δρόμους, σιδηροδρόμους, νοσοκομεία…).
Το πιο σημαντικό όμως είναι να μην αφήσουμε τους πολιτικούς να εισέλθουν σε λειτουργικές αγορές με τα σχέδιά τους. Αν ένας επιχειρηματίας κάνει σήμερα κάτι, το κάνει καλύτερα και φθηνότερα απ’ ό,τι θα το έκανε ένας πολιτικός.
* * *
Ο Martin Vlachynsky είναι οικονομολόγος, στέλεχος της ανεξάρτητης τσεχικής δεξαμενής σκέψης INESS .
Το άρθρο δημοσιεύθηκε τα αγγλικά στις 6 Νοεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.