Γράφει ο Tom Mullen
Αν υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο η δεξιά και η αριστερά συμφωνούν στην Αμερική, αυτό είναι πως η απέναντι πλευρά είναι φασίστες. Η αριστερά πιστεύει ότι ο Τραμπ είναι ο Μουσολίνι, ενώ η δεξιά καταγγέλει την καταστολή της πολιτικής διαφωνίας από τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρίες. Έχουμε ακόμη και μια οργάνωση που ονομάζεται “AntiFa”, της οποίας τα κύρια μέσα για την μάχη εναντίον του φασισμού είναι να ντύνονται στα μέλη της στα μαύρα και να ξυλοφορτώνουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους με ρόπαλα.
Ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς.
Παρά όμως όλες τις, δικαιολογημένες ή μη, κατηγορίες για φασισμό, κανείς δεν αναφέρει καν τον ανοιχτά φασιστικό θεσμό που κυριαρχεί επί ενός μεγάλου μέρους της της ζωής μας: το New Deal.
Όχι, δεν αναφέρομαι στο Green Deal, που προτείνει η δημοκρατική σοσιαλίστρια Alexandria Ocasio-Cortez μεταξύ άλλων. Εννοώ το γηραιό πλέον, 88χρονο New Deal που εμπνεύστηκε άμεσα από τον φασισμό του Μουσολίνι και εξυμνήθηκε τόσο από τον Αδόλφο Χίτλερ, όσο και από τον ίδιο τον Ντούτσε.
Μ’ αυτό δεν θέλω να εξισώσω τη συνολική διακυβέρνηση Ρούσβελτ με την αντίστοιχη του Χίτλερ ή του Μουσολίνι. Με οικονομικούς όμως όρους ο Ρούσβελτ ακολούθησε τον ίδιο βηματισμό με τους φασίστες.
Ο φασισμός απέρριπτε την κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής του σοσιαλισμού. Αυτός είναι και ο λόγος που η αριστερά φαντάζεται τον φασισμό ως μια ακραία μορφή καπιταλισμού. Δεν είναι όμως. Ο φασισμός ήταν περισσότερο αντικαπιταλιστικός απ’ ό,τι αντισοσιαλιστικός, σύμφωνα με τον ίδιο τον Μουσολίνι.
Όπως έγραφε ο Μουσολίνι “ο φασισμός είναι ξεκάθαρα και απολύτως αντίθετος στα δόγματα του φιλελευθερισμού, τόσο στην πολιτική, όσο και στην οικονομική σφαίρα… Το Φασιστικό Κράτος αξιώνει να κυριαρχεί επί του οικονομικού πεδίου όσο και επί των υπολοίπων”.
Ο φασισμός άφησε την ιδιοκτησία των επιχειρήσεων στα χέρια ιδιωτών, αλλά υπό τη διοίκηση του κράτους. Οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων μπορεί να διατηρούσαν τον τίτλο της ιδιοκτησίας, αλλά σε μεγάλο βαθμό παρήγαν ό,τι το κράτους τους υπαγόρευε, πωλούσαν σε τιμές που υπαγορεύονταν από το κράτος, και διατύπωναν τα σχέδιά τους για το μέλλον βάσει των αναγκών και των διαταγών του κράτους, και όχι της βάσει τις ατομικής τους ερμηνείας των σημάτων της αγοράς.
Ο FDR έκανε ακριβώς τα ίδια πράγματα υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης της Ύφεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε κάποιες από τις χειρότερες καταχρήσεις του, αλλά η φασιστική ρυθμιστική δομή που εκείνος οικοδόμησε παραμένει στη θέση της μέχρι και σήμερα καθώς συνεχίζει τις μεταστάσεις της.
Ο φασισμός ήταν επίσης αντιδημοκρατικός. Αντιτασσόταν “σε εκείνη τη μορφή της δημοκρατίας που εξισώνει το έθνος με την πλειοψηφία” όπως έγραφε ο Μουσολίνι. Συνεπώς, οι κανόνες που διέπουν την κοινωνία, και στο πλαίσιο αυτής και την οικονομική δραστηριότητα, διατυπώνονταν από μια μη εκλεγμένη γραφειοκρατία που λάμβανε καθοδήγηση από τον ύπατο ηγέτη ο οποίος ενσάρκωνε το κράτος και συνεπώς το πνεύμα του έθνους.
Το New Deal είναι ομοίως αντιδημοκρατικό. Όχι μόνο μεταφέρει στο κράτος αμέτρητες αποφάσεις που προηγουμένως λαμβάνονταν από ιδιώτες ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, αλλά και επιτρέπει αυτές οι αποφάσεις να λαμβάνονται από μη εκλεγμένους γραφειοκράτες του εκτελεστικού σώματος.
Αυτή η αντισυνταγματική μεταβίβαση νομοθετικής εξουσίας από το Κογκρέσο στο εκτελεστικό σώμα δικαιολογήθηκε από τους υποστηρικτές του New Deal και τους υπερασπιστές τους στο Ανώτατο Δικαστήριο μέσω της αυθαίρετης διάκρισης μεταξύ νομοθεσίας και “ρύθμισης”. Αυτό είναι ανέντιμο. Κάθε φορά που κρατικοί αξιωματούχοι διατυπώνουν οδηγίες υποχρεωτικής εφαρμογής που είτε απαιτούν είτε απαγορεύουν ανθρώπινη δράση, πρόκειται για νομοθέτηση, ανεξαρτήτως του πώς ονομάζονται αυτές οι γραπτές οδηγίες.
Αυτές οι ρυθμίσεις παρουσιάζονται στο κοινό υπό αγαθά κίνητρα όπως η ασφάλεια και η δικαιοσύνη, όπως ακριβώς ο Μουσολίνι υποστήριζε ότι το φασιστικό του κράτος “συγκεντρώνει, ελέγχει, εναρμονίζει και μετριάζει τα συμφέροντα όλων των κοινωνικών τάξεων, τα οποία και προστατεύει εξίσου”.
Στην πράξη, οι ρυθμίσεις αυτές ισοδυναμούν με την υπαγόρευση από το κράτος ακόμη και των πιο λεπτομερειακών επιχειρηματικών λειτουργιών στους ιδιοκτήτες.
Αυτό έχει διάφορα καταστροφικά αποτελέσματα. Πρώτον καταπνίγει τη δημιουργικότητα. Η επιβολή της συμμόρφωσης προς εκατοντάδες χιλιάδες ρυθμίσεις έχει ως φυσικό αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να τείνουν να λειτουργήσουν κατά τον ίδιο τρόπο. Επαναστατικές βελτιώσεις όπως η γραμμή συναρμολόγησης και η μαζική παραγωγή δεν θα μπορούσαν να συμβούν υπό το New Deal.
Ποιος γνωρίζει άραγε ποιες καινοτομίες έκτοτε καταπνίγησαν;
Δεύτερον, όλη αυτή η συμμόρφωση έχει ένα κόστος, το οποίο επωμίζονται πολύ πιο εύκολα οι μεγάλες εταιρίες απ’ ό,τι οι μικρές. Καθώς περνά ο χρόνος και μεγαλώνει το ρυθμιστικό βάρος, διευρύνεται το πλεονέκτημα των μεγάλων εταιριών έναντι των μικρών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα των ενθάρρυνση των συγχωνεύσεων και την εξάλειψη των οριακών παραγωγών.
Σε μια αγορά laissez-faire, υπάρχει πάντα μια φυσική ένταση ανάμεσα στις μεγάλες εταιρίες με οικονομίες κλίμακας και στις μικρότερες που μπορούν ευκολότερα να προσαρμοστούν στην αλλαγή των συνθηκών της αγοράς. Τόσο το βάρος του κόστους των ρυθμίσεων όσο και ο εμποδισμός της καινοτομίας ακυρώνουν τα ισχυρά σημεία των μικρότερων εταιριών και μετακινούν το πεδίο δραματικά προς όφελος των μεγαλύτερων.
Παρ’ όλα αυτά, και κατά τρόπο ειρωνικό, οι φανατικότεροι υπερασπιστές του New Deal είναι οι προοδευτικοί που ισχυρίζονται ότι αντιτίθενται στις μεγάλες επιχειρήσεις και ότι υπερασπίζονται “τους μικρούς”.
Τρίτον, το New Deal οδηγεί αναπόφευκτα σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε “ρυθμιστική σύλληψη” (regulatory capture), που σημαίνει ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις συγγράφουν οι ίδιες τις ρυθμίσεις που τις διέπουν. Όταν η δουλειά του κράτους είναι απλώς να διώκει τα εγκλήματα και να κρίνει τις αστικές διαφωνίες, αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω ικανών νομικών. Όταν όμως το κράτος φιλοδοξεί να ελέγχει και τις παραμικρές λεπτομέρειες της λειτουργίας των επιχειρήσεων, αυτό προϋποθέτει βαθιά γνώση των προς ρύθμιση κλάδων και περιλαμβάνει την κατανόηση της λειτουργίας περίπλοκων μηχανημάτων και άλλων τεχνολογιών, εφοδιαστικών αλυσίδων, ειδικών συνθηκών αγοράς και ούτω καθεξής.
Μόνο ένας γνώστης του κλάδου μπορεί να προσφέρει αυτό το επίπεδο της ειδικής γνώσης. Και έτσι, το κράτος πρέπει να απευθυνθεί σε αυτούς τους ειδικούς για συστάσεις ως προς το πώς να κάνουν τον δικό τους κλάδο “ασφαλέστερο”, “δικαιότερο”, κλπ. Φυσικά, το κράτος θα απευθυνθεί στις μεγαλύτερες εταιρίες, τις οποίες θα θεωρήσει και αποτελεσματικότερες - τις εταιρίες που ταυτόχρονα έχουν και τα περισσότερα χρήματα να διαθέσουν για πολιτική πίεση.
Όποιος πραγματικά θέλει να απαλλάξει την Αμερική από τον φασισμό, θα πρέπει να ανησυχεί λιγότερο για το τι λένε ή αναρτούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πολιτικοί τους οποίους ο ίδιος αντιπαθεί, και αντί γι’ αυτό να υποστηρίξει τη ριζική κατάργηση του New Deal.
* Ο Tom Mullen είναι συγγραφέας των βιβλίων Where Do Conservatives and Liberals Come From? And What Ever Happened to Life, Liberty and the Pursuit of Happiness? και A Return to Common Sense: Reawakening Liberty in the Inhabitants of America.
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 31 Οκτωβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.