Του Surender Munjal*
Η COVID-19 έχει προκαλέσει τεράστιες διαταραχές στις παγκόσμιες εμπορικές και εφοδιαστικές αλυσίδες, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, ως αποτέλεσμα των πολιτικών που ελήφθησαν: τα lockdown, τα μέτρα κοινωνικής απόστασης κλπ. Ενώ κάποιες εφοδιαστικές αλυσίδες έχουν ανακάμψει ή προσαρμοστεί, κάποιες άλλες ακόμη δεν έχουν βρει τρόπο υπέρβασης της πανδημίας.
Πολλά προϊόντα που καταναλώνουμε στην καθημερινή μας ζωή είναι τα τελικά προϊόντα μιας παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας που περιλαμβάνει προμηθευτές, παραγωγούς και λιανοπωλητές από διάφορες χώρες που συνεισφέρουν σε διάφορα στάδια του κύκλου παραγωγής. Για παράδειγμα, η Apple παράγει τα iPhone χρησιμοποιώντας προμηθευτές σε 43 χώρες και 6 ηπείρους. Τυχόν διαταραχή σε οποιοδήποτε στάδιο μπορεί να διαταράξει ή ακόμη και να διακόψει την όλη εφοδιαστική αλυσίδα.
Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, ο κόσμος έχει γνωρίσει μια εκθετική αύξηση του όγκου του διεθνούς εμπορίου και των ξένων επενδύσεων (FDI), που οδήγησε στην παγκοσμιοποίηση των δικτύων παραγωγής και των εφοδιαστικών αλυσίδων. Ο παγκόσμιος όγκος FDI αυξήθηκε από τα 50 δις δολάρια το 1979-1980 στα περισσότερα από 2 τρις δολάρια το 2016-8, ενώ οι παγκόσμιες εξαγωγές αυξήθηκαν από τα 2 τρις στα περισσότερα από 23 τρις κατά την ίδια περίοδο.
Ένα σημαντικό ποσοστό αυτής της εξέλιξης αφορά την Κίνα. Με τα πλεονεκτήματα που αφορούν μεταξύ άλλων και τη συγκεκριμένη της τοποθεσία και τις υπέρ της αγοράς οικονομικές μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Κίνα έχει αναδυθεί ως κέντρο παραγωγής της παγκόσμιας οικονομίας (Zheng 2019) και θεωρείται το “εργοστάσιο του κόσμου”. Πολυεθνικές επιχειρήσεις υιοθετούν τις μεθόδους της βελτιστοποιημένης παραγωγής (lean production) - τη μείωση της σπατάλης και των αποθεμάτων, τις παραδόσεις στον ακριβώς κατάλληλο χρόνο (just-in-time deliveries), τη βελτίωση της ποιότητας και τη μείωση του κόστους - και βασίζονται ολοένα και περισσότερο σε Κινέζους προμηθευτές.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το ποσοστό της Κίνας επί του παγκόσμιου ΑΕΠ έχει τετραπαλασιαστεί από 4% το 2000 σε περίπου 16% σήμερα, βγάζοντας έτσι εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζους από την ακραία φτώχεια και αυξάνοντας την ευημερία των καταναλωτών σε άλλα μέρη της γης. Η εξέλιξη αυτή όμως έφερε μαζί της τον κίνδυνο της διαφοροποίησης, της ευελιξίας και της ανθεκτικότητας των διεθνών εταιριών που επιδιώκουν τη διαχείριση των παγκόσμιων εφοδιαστικών τους αλυσίδων.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι οπαδοί του προστατευτισμού και αντίπαλοι της παγκοσμιοποίησης χρησιμοποιούν αυτή τη παγκόσμια πανδημία ως δικαιολογία για να προωθήσουν ξανά τις παλιές τους συνταγές. Ισχυρίζονται ότι ο COVID-19 αποκάλυψε τις αδυναμίες της “υπερβολικής παγκοσμιοποίησης” και ότι η παραγωγή πρέπει να επιστρέψει στα εγχώρια εδάφη.
Ακόμη, πολλές εταιρίες έχουν αναγνωρίσει τους κινδύνους της υπερβολικής εξάρτησης από προμηθευτές με βάση στην Κίνα και έχουν αντιδράσει στη νέα κατάσταση, χωρίς κρατική ενθάρρυνση. Για παράδειγμα, πριν τον COVID-19, το μεγαλύτερο μέρος του ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού εισαγόταν από την Κίνα, όμως όταν ξέσπασε η κρίση, η Κίνα επέβαλε ελέγχους στις εξαγωγές. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αναζήτησης της αγοράς, βρέθηκαν εναλλακτικοί προμηθευτές σε άλλες χώρες, μολονότι σε κάποιες περιπτώσεις τα προϊόντα ήταν ακριβότερα, η παράδοσή τους καθυστερούσε ή ακόμη και η ποιότητά τους ήταν χαμηλότερη.
Το βιβλίο “Global Factory Framework” (2011) του Peter Buckley εξηγεί πώς οι διεθνείς επιχειρήσεις μπορούν να ενισχύσουν την ευελιξία και την ανθεκτικότητά τους σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της κατανεμημένης παραγωγής, προτείνοντας την εξωχώρια ανάθεση υπό την αρχή της κατανεμημένης παραγωγής, δηλαδή τη χρήση ενός εύρους προμηθευτών σε διάφορες τοποθεσίες σε διαφορετικά στάδια και την αποφυγή της υπερβολικής εξάρτησης από συγκεκριμένους προμηθευτές και τοποθεσίες. Αυτό όχι μόνο προσφέρει την αναγκαία ευελιξία, σταθερότητα και ανθεκτικότητα στην παραγωγή, αλλά και διαπραγματευτική ισχύ σε πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Σε πολλές περιπτώσεις, ο επαναπατρισμός ή η μείωση της απόστασης διευκολύνεται από τεχνολογικές εξελίξεις όπως στη ρομποτική, που καθιστούν εφικτή την ενσωμάτωση της παραγωγής. Οι Banalieva and Dhanaraj (2019) υποστηρίζουν ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις ολοένα και περισσότερο στρώνουν τον δρόμο για την ενσωμάτωση πολλών δραστηριοτήτων που μέχρι τώρα ανατίθενται από τις εταιρίες σε εξωτερικούς συνεργάτες. Η ενσωμάτωση της παραγωγής όχι μόνο κάνει ανθεκτικές τις εταιρίες καθώς δίνει μεγαλύτερο έλεγχο επί της διαδικασίας παραγωγής αλλά και μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο της διαρροής γνώσης και πόρων σε άλλες εταιρίες (Yoshikawa, 2003).
H Fanuc Robotics, μια ιαπωνική εταιρία που παράγει πολυχρηστικά βιομηχανικά ρομπότ διπλασίασε τη δυνατότητα παραγωγής της το 2015 και μάλιστα έβγαλε στην αγορά ένα νέο ρομπότ που μπορεί να δημιουργεί κλώνους του, δηλαδή ένα ρομπότ που μπορεί να παράγει άλλα ρομπότ. Αυτό μπορεί να πολλαπλασιάσει εκθετικά την παραγωγή ρομπότ και να μειώσει δραστικά τα εργασιακά κόστη, ιδίως εκεί όπου αυτά είναι ο κύριος λόγος της εξωτερικής ανάθεσης. Η χρήση της ρομποτικής βοηθά επίσης στην παραγωγή μικρών ποσοτήτων και χαμηλού όγκου που συχνά είναι αναγκαία για πολύ εξειδικευμένους κλάδους όπως η αεροναυπηγική. Ακόμη, βλέπουμε τεράστιες προόδους στην τρισδιάστατη εκτύπωση, ή την προσθετική κατασκευή (additive manufacturing). Η ING Bank εκτιμά ότι η τρισδιάστατη εκτύπωση μπορεί να φτάσει να αποτελεί το 50% του συνόλου των κατασκευασμένων αγαθών μεταξύ των ετών 2040 και 2060. Δεν είναι όμως ακόμη σαφές αν η τρισδιάστατη εκτύπωση θα αντικαταστήσει το εμπόριο κατασκευασμένων αγαθών ή απλώς θα αντικαταστήσει υφιστάμενες διαδικασίες παραγωγής στις σημερινές τοποθεσίες.
Κάποιες εταιρίες μπορεί να επιδιώξουν να αυξήσουν τα αποθεματικά ή τους αποθηκευτικούς τους χώρους, αλλά και έτσι θα θέλουν να αποφύγουν τα κόστη διατήρησης ενός μεγαλύτερου αποθέματος. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει ευκαιρίες για επιχειρηματίες να προσφέρουν αποθηκευτικό χώρο για εξαρτήματα, πρώτες ύλες και μη τελικά προϊόντα, τα οποία θα παραδίδουν στις εταιρίες για να διατηρούν μεθόδους παραγωγής στον ακριβώς κατάλληλο χρόνο. Ενώ αυτές οι ενδιάμεσες εταιρίες αποθήκευσης θα επωμιστούν τον κίνδυνο να μείνουν με ανεπιθύμητα αποθέματα αν τα αντικείμενα αυτά ξαφνικά πάψουν να είναι αναγκαία λόγω μιας μείωσης της ζήτησης του τελικού προϊόντος, αυτό μπορεί ως ένα βαθμό να αντιμετωπιστεί με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης, μάθησης μηχανών και ανάλυσης δεδομένων για την καλύτερη διαχείριση των αποθηκευτικών ροών.
Σε κάθε περίπτωση, η χρήση των τεχνολογικών εξελίξεων μπορεί να ενισχύσει τη βιωσιμότητα του παγκόσμιου εμπορίου και των εφοδιαστικών αλυσίδων, και ταυτόχρονα να διασφαλίσει την επίτευξη της επιθυμητής κλίμακας και αποτελεσματικότητας στην παραγωγή (Kamble, Gunasekaran and Arha, 2019). Αυτές οι εξελίξεις διευκολύνουν την διασπορά των παραγωγικών δραστηριοτήτων σε πολλές τοποθεσίες καθώς μειώνουν την εξάρτηση σε πλεονεκτήματα που αφορούν συγκεκριμένες τοποθεσίες. Ακόμη, μειώνουν την ανάγκη εξωτερικής ανάθεσης.
Εν κατακλείδι, η παγκόσμια οικονομία θα αντιμετωπίσει δύο σημαντικές αλλαγές στον μετά την πανδημία κόσμο. Πρώτον, οι εταιρίες θα αμφισβητήσουν την εξάρτησή τους από προμηθευτές με βάση την Κίνα, εξέλιξη που θα οδηγήσει στην γεωγραφική συγκέντρωση των εφοδιαστικών αλυσίδων. Δεύτερον, οι τεχνολογικές εξελίξεις μπορεί να καταστήσουν την επανενσωμάτωση εφικτότερη. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα οι εφοδιαστικές αλυσίδες στον μετά την πανδημία κόσμο να γίνουν πιθανότερα πιο αποκεντρωμένες προκειμένου να διασφαλιστεί η ελαχιστοποίηση των κινδύνων που σχετίζονται με τη γεωγραφική διαφοροποίηση και την υπερβολική εξάρτηση από την Κίνα, την ώρα που οι διεθνείς επιχειρήσεις διατηρούν τον έλεγχο επί ανθεκτικότερων εφοδιαστικών αλυσίδων.
*Ο Surender Munjal είναι αναπληρωτής καθηγητής διεθνούς επιχειρηματικότητας και διευθυντής του Κέντρου James E. Lynch για την επιχειρηματικότητα στην Ινδία και τη Νότια Ασία στη σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Leeds University.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 21 Σεπτεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.