Οι νόμοι περί του «λόγου μίσους» υπονομεύουν την ελευθερία του λόγου και την ισότητα

Οι νόμοι περί του «λόγου μίσους» υπονομεύουν την ελευθερία του λόγου και την ισότητα

Του John Samples

Ο «λόγος του μίσους», καθώς δεν έχει συγκεκριμένο νομικό ορισμό, είναι ένας ασαφής όρος. Γενικά γίνεται κατανοητός ως ο λόγος που εκφράζει μισαλλόδοξες απόψεις για συγκεκριμένες ομάδες που ιστορικά υφίστανται αρνητικές διακρίσεις. Οι υποστηρικτές της κοινωνικής δικαιοσύνης, από ενδιαφέρον για τις συνέπειες του λόγου του μίσους στους ευπαθείς πληθυσμούς βλέπουν ως εύλογο τον περιορισμό του.

Οι νόμοι όμως αυτού του τύπου συνήθως έχουν τις χειρότερες συνέπειες ακριβώς στους ανθρώπους που στοχεύουν να προστατεύσουν. Η Nadine Strossen εξετάζει αυτή την ιδέα στο νέο της βιβλίο Hate Speech: Why We Should Resist It with Free Speech, Not Censorship (Λόγος μίσους: γιατί πρέπει να του αντισταθούμε με την ελευθερία του λόγου και όχι με λογοκρισία). Στη συνέχεια του άρθρου, όλες οι παραπομπές σε σελίδες αναφέρονται σ' αυτό το βιβλίο.

Η Στρόσεν υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι απαγορεύσεις του «λόγου του μίσους» χαρακτηρίζονται από αναπόφευκτη ασάφεια και υπερβολικό πεδίο εφαρμογής. Ένας νόμος είναι άτοπα ασαφής (και αντισυνταγματικός) όταν άνθρωποι «συνήθους νοημοσύνης αναγκαστικά πρέπει να μαντέψουν το νόημά του».

Οι νόμοι του «λόγου του μίσους» είναι εγγενώς υποκειμενικοί και αμφιλεγόμενοι στη διατύπωσή τους, χρησιμοποιώντας λεξεις όπως «προσβλητικός», «καταχρηστικός» και «αποτρόπαιος». Η ασάφεια που χαρακτηρίζει τους νόμους περί του λόγου «αναπόφευκτα αποτρέπει τους ανθρώπους από το να συμμετέχουν στον συνταγματικά προστατευμένο λόγο» (69).

Αυτό που κάποιος θεωρεί «λόγο μίσους» είναι ακριβώς το αντίθετο για κάποιον άλλον. Η Στρόσεν παραθέτει πολλά παραδείγματα όπου συγκεκριμένες θρησκευτικές απόψεις δέχτηκαν επιθέσεις ως «λόγος μίσους» εναντίον LGBT άτομα, ενώ η κριτική αυτών των θρησκευτικών απόψεων δέχτηκε επιθέσεις ως αντιθρησκευτικός «λόγος μίσους».

Το ζήτημα αυτό είναι επίσης εμφανές στα πανεπιστήμια, όπως καταδεικνύει και μια περίπτωση στο Χάρβαρντ όπου μια ομάδα φοιτητών κρέμασε μια σημαία της Συνομοσπονδίας από το δωμάτιο του κοιτώνα τους. Ως απάντηση, άλλοι φοιτητές κρέμασαν σβάστικες από τα παράθυρά τους.

Η Στόσεν επισημαίνει την ειρωνεία της κατάστασης: «Η σβάστικα φυσικά είναι βαθιά ταυτισμένη με τις αντισημιτικές και τις υπόλοιπες έντονα μισαλλόδοξες ιδέες του Χίτλερ, καθώς και με τη γενοκτονία. Οι φοιτητές όμως του Χάρβαρντ που κρέμασαν τη σβάστικα ήθελαν να εκφράσουν το αντίθετο μήνυμα, καταδικάζοντας τον ρατσισμό που η σημαία της Κοινοπολιτείας εξέφρασε σ' αυτούς εξισώνοντάς την με τη σβάστικα. Θα πρέπει λοιπόν αυτή η επίδειξη της σβάστικας να χαρακτηριστεί «λόγος μίσους», ή μήπως το αντίθετό του;» (78-79)

Η απόφαση για το τι συνιστά «λόγο μίσους» αφήνει περιθώριο για λάθη και διαφωνίες μεταξύ των αρμόδιων για τη λήψη της ως προς συγκεκριμένες εκφράσεις λόγου. Αυτός ο αυθαίρετος χαρακτήρας αυτών των νόμων στα πανεπιστήμια σημαίνει πως «...όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας κινδυνεύουν με την επιβολή ποινών που στην καλύτερη περίπτωση είναι απρόβλεπτες και ασυνεπείς, και στη χειρότερη ιδιότροπες και αποτέλεσμα αρνητικής διάκρισης» (77).

Ακόμη «δεδομένου του διεισδυτικού χαρακτήρα των ατομικών και θεσμικών προκαταλήψεων», το κράτος είναι πιθανό να εφαρμόσει νόμους περί «λόγου μίσους» οι οποίοι, όπως συνέβη και με άλλους νόμους, αποβαίνουν εις βάρος των αδυνάμων και εκείνων με αντιδημοφιλείς ιδέες. Ο νομικός διευθυντής του ACLU, David Cole επισημαίνει σχετικά:

«Εδώ έγκειται η τελική αντίφαση στο επιχείρημα υπέρ της κρατικής καταστολής του λόγου στο όνομα της ισότητας: απαιτεί την προστασία των συμφερόντων των αδύναμων μειονοτήτων, όμως το κράτος σε μία δημοκρατία δρα στο όνομα της πλειονότητας και όχι της μειονότητας. Γιατί τα μέλη των αδύναμων μειονοτήτων να εμπιστευθούν εκπροσώπους της πλειονότητας για να αποφασίσουν τίνος ο λόγος θα λογοκρίνεται;» (81)

Η Στόσεν παρατηρεί το φαινόμενο αυτό ακόμη και σε χώρες με σταθερές δημοκρατίες. Πάρτε για παράδειγμα τον Καναδά, ο οποίος είναι πιο πρόθυμος να περιορίσει συγκεκριμένες μορφές λόγου από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Καναδικό Ανώτατο Δικαστήριο εξηγεί τη λέξη «μίσος» (όπως χρησιμοποιείται στους νόμους της χώρας) ως «ασυνήθιστα ισχυρά και βαθιά συναισθήματα απέχθειας, συκοφαντίας και εξύβρισης» και «έχθρα και ακραία κακοπάθεια … που υπερβαίνει την απλή απαξίωση ή δυσαρέσκεια».

Πόση αυτοπεποίθηση θα νιώθατε αν χρειαζόταν να διακρίνετε ανάμεσα στον λόγο που εκφράζει «απαξίωση», ο οποίος δεν τιμωρείται, και σ' αυτόν που εκφράζει «απέχθεια» ή «εξύβριση», ο οποίος τιμωρείται; Η συνέπεια αυτής της εγγενούς ασάφειας και του υπερβολικού πεδίου εφαρμογής καταδεικνύεται στην παρακάτω περίπτωση:

Οι καναδικές τελωνειακές αρχές κατάσχεσαν ένα βιβλίο που εισήχθη από τις ΗΠΑ με τη δικαιολογία ότι είναι επικίνδυνο, ρατσιστικό και σεξιστικό. Το βιβλίο ήταν το Black Looks: Race and Representation (Μαύρα look: Φυλή και αναπαραστάσεις) της bell hooks, μιας Αφροαμερικανίδας φεμινίστριας επιστήμονος που τότε ήταν καθηγήτρια στο Oberlin College. Η hooks περιγράφει τις συνέπειες αυτής της απόφασης στο βιβλίο της Outlaw Culture: Resisting Representations (Παράνομη κουλτουρα: Η αντίσταση στις αναπαραστάσεις):

«Φάνηκε ειρωνικό το βιβλίο αυτό, που ξεκινά με ένα κεφάλαιο που καλεί τους πάντες να μάθουν να «αγαπήσουν το μαύρο», να κατηγορηθεί ότι ενθαρρύνει το φυλετικό μίσος. Αμφιβάλλω για το αν κάποιος στα καναδικά σύνορα διάβασε το βιβλίο: ο στόχος της καταστολής και της λογοκρισίας ήταν το ριζοσπαστικό βιβλιοπωλείο και όχι εγώ… ήταν ακόμη ένα μήνυμα που εστάλη για να θυμίσει στα ριζοσπαστικά βιβλιοπωλεία - και ιδίως αυτά που πωλούν βιβλία με φεμινιστική, λεσβιακή ή/και ανοιχτά σεξουαλική θεματολογία - ότι το κράτος τα παρακολουθεί και είναι έτοιμο να τα λογοκρίνει».

Έτσι, οι νόμοι περί «λόγου μίσους» εφαρμόζονται εναντίον των συγκεκριμένων ομάδων τις οποίες προσπαθούν να προστατεύσουν. Πρέπει να αντισταθούμε σε λύσεις που υιοθετούν τη λογοκρισία, καθώς οι νόμοι του λόγου μίσους έχουν τις βαρύτερες συνέπειες σε εκείνους τους οποίους επιδιώκουν να προστατεύσουν. Αντίθετα, θα πρέπει να υπερασπιστούμε τη φιλελεύθερη λύση - τον περισσότερο λόγο:

«Όπως ακριβώς η ελευθερία του λόγου υπήρξε πάντα το ισχυρότερο όπλο για την προαγωγή των μεταρρυθμιστικών κινημάτων, μεταξύ των οποίων και της διεκδίκησης των ίσων δικαιωμάτων, η λογοκρισία υπήρξε πάντα το ισχυρότερο όπλο για τη ματαίωσή τους. Αυτό το γενικό μοτίβο ισχύει και για τους «λόγους μίσους», μολονότι αυτοί υιοθετούνται για την προαγωγή της ισότητας». (81)

--

Ο John Samples είναι ο αντιπρόεδρος του Cato Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 8 Ιουνίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».