Την Κυριακή που μας πέρασε, επέστρεψα στο Λονδίνο κατά τις 7 το βράδυ και πέρασα από το μεγάλο σούπερ μάρκετ Sainsbury της γειτονιάς μου. Ήθελα να πάρω γάλα και κάποια άλλα πράγματα.
Μου είχαν διαφύγει οι νόμοι μας για τη λειτουργία καταστημάτων τις Κυριακές- πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αυτά τα καταστήματα με εμβαδόν πάνω από 280 τετραγωνικά μέτρα μπορούν να ανοίξουν μόνο για έξι ώρες κατά το διάστημα μεταξύ 10 το πρωί και 6 το απόγευμα. Την Κυριακή του Πάσχα δεν μπορούν να ανοίξουν καθόλου. Τα μικρότερα καταστήματα όμως μπορούν να ανοίξουν κατά βούληση.
Οι νεότεροι αναγνώστες μπορεί να μην κατανοούν γιατί συμβαίνει αυτό. Θέλω λοιπόν να σας το εξηγήσω γιατί εμπλέκομαι και προσωπικά.
Πίσω στη δεκαετία του 1980, ο νόμος περί καταστημάτων του 1950 ακόμη ήταν σε ισχύ. Αποτύπωνε τις στάσεις και τις αφετηριακές υποθέσεις του τέλους της δεκαετίας του 1940, προβλέποντας περιορισμούς που οι νεότερες γενιές σήμερα δύσκολα θα μπορούσαν να πιστέψουν ως προς το τι μπορεί να πουληθεί τις Κυριακές και από ποιον.
Μπορούσε κανείς λοιπόν να αγοράσει τσιγάρα ή παγωτό, αλλά όχι κατεψυγμένα λαχανικά ή ψαροκροκέτες. Άλλες τέτοιες παράδοξες προβλέψεις αντανακλούσαν το είδος των καταστημάτων λιανικής που επιτρεπόταν να λειτουργούν: μπορούσε κανείς να αγοράσει εφημερίδες και πορνοπεριοδικά αλλά όχι Βίβλους, φρέσκια κρέμα γάλακτος αλλά όχι γάλα εβαπορέ. Μπορούσε κανείς να αγοράσει ανταλλακτικά ποδηλάτου αλλά όχι ένα ποδήλατο. Μπορούσε κανείς να διορθώσει τα παπούτσια του, αλλά όχι να αγοράσει κορδόνια.
Παρεμπιπτόντως, αυτοί οι νόμοι ίσχυαν μόνο στην Αγγλία και την Ουαλία. Η Βόρεια Ιρλανδία είχε τους δικούς της κανόνες, ενώ η Σκωτία δεν είχε περιορισμούς για τη λειτουργία των καταστημάτων την Κυριακή. Ακόμη δεν έχει.
Ήδη είχαν υπάρξει πάνω από είκοσι αποτυχημένες προσπάθειες να μεταρρυθμιστούν οι νόμοι για τη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές, κυρίως από μεμονωμένους βουλευτές, όταν η κυβέρνηση Θάτσερ αποφάσισε να πάρει το ζήτημα στα χέρια της. Η προσπάθεια της όμως να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις το 1986 απέτυχε λόγω εσωτερικών αντιδράσεων στο Συντηρητικό Κόμμα, όταν 72 βουλευτές αψήφησαν την κομματική πειθαρχία. Επρόκειτο για τη μόνη μεγάλη κοινοβουλευτική ήττα κατά τη θητεία της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Η εξέλιξη αυτή ήταν το αποτέλεσμα πιέσεων από την οργάνωση Keep Sunday Special, μια περίεργη συμμαχία από συνδικαλιστές, οπαδούς της παράδοσης, υποστηρικτές της θρησκευτικής αργίας και κάποιους εξέχοντες λιανοπωλητές τροφίμων και εμπορικών αγαθών. Πρόκειται μια κλασική περίπτωση εφαρμογής της θεωρίας της δημόσιας επιλογής. Οι συγκεντρωμένες ομάδες πίεσης που έχουν ισχυρό ενδιαφέρον για ένα συγκεκριμένο ζήτημα συνήθως επικρατούν έναντι των πιο κατεσπαρμένων καταναλωτών (οι οποίοι όπως έδειχνα οι έρευνες γνώμης εκείνη την περίοδο ευνοούσαν σαφώς την απελευθέρωση).
Στην περίπτωση αυτή όμως η κοινοβουλευτική ψήφος αποδείχθηκε πύρρειος νίκη. Οι νόμοι για τη λειτουργία των καταστημάτων την Κυριακή φάνηκαν πλέον ως ακατάλληλοι για το είδος της οικονομίας και της κοινωνίας που αναδυόταν στα τέλη του 20ου αιώνα. Ολοένα και περισσότεροι οι νόμοι αυτοί αμφισβητούνταν στην πράξη καθώς επιχειρήσεις άνοιγαν τις Κυριακές παρά τις προβλέψεις τους - και ήταν έτοιμες να αγωνιστούν για το δικαίωμα να το κάνουν πριν προκύψει η ανάγκη για δικαστικές μάχες. Συχνά όμως αυτό δεν ήταν αναγκαίο, καθώς οι τοπικές αρχές (που ήταν υπεύθυνες για την επιβολή του νόμου) έκαναν τα στραβά μάτια.
Περίπου εκείνη την εποχή, συμμετείχα περιφερειακά στο Open Shop, μια ομάδα πίεσης με επικεφαλής τον Nigel Whittaker της Β&Q. Οι χειροτέχνες λιανοπωλητές και τα φυτώρια ήταν ανάμεσα στους πιο ένθερμους υποστηρικτές της εμπορικής λειτουργίας τις Κυριακές, όπως μπορεί να μαντέψει κανείς.
Μαζί με τον αείμνηστο φίλο μου Terry Burke, έγραψα μια μελέτη για το Adam Smith Institute όπου διατύπωνα τα επιχειρήματα υπέρ της απελευθέρωσης του νόμου. Ο John Burton (ο οποίος συνεχίζει να μετέχει στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο του ΙΕΑ) ετοίμασε μια παρόμοια έκθεση για το ΙΕΑ.
Επίσης, ο Terry και ο John αναδείχθηκαν σε “ειδικούς μάρτυρες” και γύριζαν όλη τη χώρα για να εμφανιστούν σε επαρχιακά δικαστήρια προκειμένου να προσφέρουν οικονομικά επιχειρήματα προς υπεράσπιση των λιανοπωλητών που κατηγορούνταν για παραβίαση του νόμου. Εγώ δεν μετείχα σ? αυτή την προσπάθεια, μολονότι έκανα έρευνα υποβάθρου και εμφανίστηκαν σε πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές για να μιλήσω για το θέμα. Μια από αυτές τις φορές θυμάμαι μια έντονη συζήτηση με έναν εκπρόσωπο της John Lewis Partnership.
Οι “εταίροι” (που μέχρι πρότινος δεν άνοιγαν ούτε τα Σάββατα το απόγευμα) όπως ήταν αναμενόμενο δεν έβλεπαν με καλό μάτι την εργασία τις Κυριακές.
Εντέλει, υπό τον Τζων Μέητζορ, η κυβέρνηση ασχολήθηκε ξανά με το ζήτημα και ψήφισε τον Νόμο για τις Εμπορικές Δραστηριότητες τις Κυριακές (Sunday Trading Act) το 1994. Λόγω της συνεχιζόμενης ισχύος της ομάδας πίεσης του Keep Sunday Special, πήρε αναγκαστικά τη συμβιβαστική μορφή που έχει ακόμη και σήμερα.
Το περιορισμένο ωράριο υποτίθεται ότι διευκόλυνε τη συμμετοχή στις εκκλησιαστικές λειτουργίες. Υπήρχε μια ρήτρα που ήθελε η USDAW, που όριζε ότι όσοι είχαν αρχίσει να εργάζονται για κάποιον λιανοπωλητή πριν το 1994 δεν θα υποχρεώνονταν να εργάζονται τις Κυριακές - και οι περιορισμοί που ορίστηκαν για τα μεγάλα καταστήματα είχαν ως στόχο την προστασία μικρότερων οικογενειακών επιχειρήσεων.
Τα τελευταία 27 χρόνια συνέβησαν μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία και τον κλάδο της λιανικής. Η συμμετοχή στις εκκλησιαστικές λειτουργίες μειώθηκε στο ένα τρίτο σε σχέση με τη δεκαετία του 1980, και η ολοένα και συρρικνούμενη Εκκλησία της Αγγλίας δεν είναι πλέον το Συντηρητικό Κόμμα όταν κάνει την προσευχή του (κατά την περίφημη φράση της Maude Royden - μόνο το 6% του κλήρου της ψήφισε Συντηρητικούς στις τελευταίες εκλογές. Τα συνδικάτα ασκούν λίγη εξουσία σήμερα. Πλέον, οι καταναλωτές μπορούν να παραγγείλουν είδη παντοπωλείου, τρόφιμα και κάθε είδους αγαθά μέσω διαδικτύου για να τους παραδοθούν στο σπίτι ανά πάσα στιγμή, και η λιανική σε φυσικής υπόστασης καταστήματα χάνει διαρκώς τη σημασία της.
Τα μικρά καταστήματα επιβιώνουν, αλλά πολλά από αυτά είναι απλώς εκδοχές τσέπης των μεγάλων παντοπωλείων. Με το μεγάλο Sainsbury κλειστό, πήγα λίγο παρακάτω στο Tesco Express. Βρήκα πιο περιορισμένες επιλογές, και πιθανόν υψηλότερες τιμές, αλλά δεν υποστήριξα κάποια μικρή οικογενειακή επιχείρηση - κατά τρόπο ειρωνικό συνέβαλα στα κέρδη μιας ακόμη μεγαλύτερης επιχείρησης λιανικής από αυτή που ήθελα αρχικά να χρησιμοποιήσω.
Οι περιορισμοί συνεπώς δεν έχουν πλέον νόημα ούτε με τα δικά τους κριτήρια. Όσοι πίεσαν για την εφαρμογή τους είναι εδώ και καιρό νεκροί ή συνταξιούχοι. Αν ποτέ δεν είχαμε τέτοιους νόμους, όπως η Σκωτία, ποιος θα υποστήριζε ποτέ στα σοβαρά την εισαγωγή τους; Οι κανόνες όμως έχουν αποδειχθεί ανθεκτικοί στις προσπάθειες ακύρωσής τους από ιδιώτες, και δύο κυβερνητικές διαβουλεύσεις (το 2006 και το 2015) δεν οδήγησαν σε περαιτέρω αλλαγές. Η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει ούτε την πρόθεση, ούτε τον χρόνο για την κατάργησή τους.
Πρόκειται για ένα ζήτημα σχετικά μικρής σημασίας. Δεν αισθάνομαι κάποια ιδιαίτερη στέρηση που πρέπει να αντικαταστήσω το γιαούρτι του Sainsbury με το γιαούρτι του Tesco κάποιο κυριακάτικο βράδυ, ή που έχω περιορισμένες ώρες για να ψωνίσω εργαλεία ή στολίδια κήπου. Μολονότι η κατάργηση των περιορισμών στη λειτουργία των επιχειρήσεων θα μπορούσε ίσως να δημιουργήσει λίγες παραπάνω θέσεις εργασίας, πιθανότατα δεν αξίζει να κάνουμε φασαρία γι? αυτήν. Είναι όμως κάτι το χαρακτηριστικό μιας οικονομίας που γίνεται ολοένα και περισσότερο ρυθμιζόμενη κάθε μέρα που περνάει και σχεδόν ποτέ δεν απορρυθμίζεται ακόμη και όταν οι αρχικοί λόγοι για τη ρύθμιση δεν ισχύουν πλέον.
Στην ολοένα και περισσότερο μεταλλασσόμενη κοινωνία μας, θα πρέπει ποτέ να μην προσπαθούμε να παγώσουμε συγκεκριμένα μοτίβα προσφοράς και ζήτησης διά του νόμου. Αν χρειάζεται κάτι τέτοιο, τότε οι κανόνες που εμποδίζουν ή περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα θα πρέπει να έχουν ημερομηνία λήξης. Μετά από είκοσι χρόνια, ή οποιαδήποτε περίοδο δύσης κρίνεται σκόπιμο, οι ρυθμίσεις αυτές πρέπει να λήγουν. Για να ανανεωθούν, το κοινοβούλιο θα πρέπει να τις ξανασυζητήσει και να τις ξαναψηφίσει. Δεν θα πρέπει να παραμένουμε αγκιστρωμένοι στις επιλογές των προηγούμενων γενεών.
--
Ο Len Shackleton είναι μέλος της εκδοτικής και ερευνητικής ομάδας του Institute of Economic Affairs και καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μπάκινγκχαμ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 27 Σεπτεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα αγγλικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs (IEA) και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.