Οι κλασικοί οικονομολόγοι ήταν εξυπνότεροι απ' όσο νομίζετε

Οι κλασικοί οικονομολόγοι ήταν εξυπνότεροι απ' όσο νομίζετε

Ξεχάστε ό,τι ξέρατε για τα οικονομικά. Ο οικονομολόγος Steven Kates, στο βιβλίο του Classical Economic Theory and the Modern Economy (Η κλασική οικονομική θεωρία και η σύγχρονη οικονομία) εξηγεί γιατί τα οικονομικά αποτυγχάνουν εδώ και περισσότερα από χρόνια.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 19ου αιώνα οι οικονομολόγοι συμφωνούσαν ότι ο σκοπός των οικονομικών ήταν η παραγωγή πλούτου και η βελτίωση των συνθηκών ζωής, που σημαίνει την αύξηση του αριθμού και της ποιότητας των αγαθών και των υπηρεσιών που υπάρχουν στην αγορά. Οι ορθή οικονομική πολιτική συνεπώς πρέπει να έχει ως στόχο την επέκταση της παραγωγής (την “πλευρά της προσφοράς”). Οι δαπάνες (η “πλευρά της ζήτησης”) λίγη προσοχή χρειάζονται γιατί σύμφωνα με αυτή την κατανόηση, έπονται της παραγωγής.

Για να καταλάβουμε το γιατί συμβαίνει αυτό, ας φανταστούμε κάποιους επιζήσαντες από ένα ναυάγιο που ξεκινούν από το μηδέν σε ένα νησί. Για να οικοδομήσουν μια ευημερούσα οικονομία, θα χρειαστεί να αρχίσουν να συναλλάσσονται μεταξύ τους. Για να το πετύχουν αυτό, θα πρέπει πρώτα να έχουν παραγάγει πράγματα για συναλλαγή. Για παράδειγμα, αν το άτομο Α θέλει το δόρυ του ατόμου Β, τότε θα πρέπει να φτιάξει κάτι - για παράδειγμα, σανδάλια - και να ανταλλάξει τα σανδάλια για το δόρυ. Ουσιαστικά, η παραγωγή των σανδαλιών από πλευράς του συνιστά την από πλευράς του ζήτηση του δόρατος. Έτσι, η παραγωγή παράγει τη ζήτηση. Στα οικονομικά, αυτό είναι γνωστό ως νόμος του Say. 

Μια συνεπαγωγή αυτής της ιδέας ήταν η κατανόηση ότι μια “γενική υπερβολική παραγωγή”  - μια κατάσταση όπου μια οικονομία παράγει περισσότερα απ’ όσα καταναλώνει (ή αλλιώς ένα “έλλειμμα συνολικής ζήτησης”) - είναι κάτι το αδύνατο. Οι οικονομικές διαταραχές, οι υφέσεις και οι επιβραδύνσεις θεωρούταν ότι προκαλούνται από αναταράξεις στη δομή της παραγωγής, αλλά ποτέ ως αποτέλεσμα μιας υπερβολικά χαμηλής ζήτησης. Κατά τη διατύπωση του David Ricardo, ο οποίος εξέφραζε την επικρατούσα πεποίθηση του κλάδου την εποχή του, “οι άνθρωποι σφάλουν ως προς τα πράγματα που παράγουν - δεν υπάρχει έλλειμμα στη ζήτηση”.

Αυτό εξηγεί το γιατί οι κλασικοί οικονομολόγοι θεωρούσαν τον ρόλο των επιχειρηματιών ως ζωτικά σημαντικό. Οι επιχειρηματίες όχι μόνο παράγουν τεχνολογικές καινοτομίες και βελτιώνουν τις μεθόδους παραγωγής, αλλά και χρειάζεται να διαχειρίζονται υπεύθυνα τους πόρους, καθήκον που περιλαμβάνει τη δόμηση της διαδικασίας παραγωγής ώστε αυτή να προβλέπει ορθά την καταναλωτική ζήτηση. Αυτό δεν είναι κάτι το εύκολο. Η αποτυχία να παραχθεί αυτό που επιθυμούν οι καταναλωτές οδηγεί σε αποσυντονισμό της προσφοράς και της ζήτησης στην οικονομία, εξέλιξη που συχνά έχει ως αποτέλεσμα την ύφεση.

Ακόμη, σε αντίθεση με σύγχρονες καρικατούρες, ο Kates υπογραμμίζει πως οι κλασικοί οικονομολόγοι ποτέ δεν υπήρξαν τόσο αφελείς ώστε να παραγνωρίσουν τον προφανή ρόλο που διαδραματίζει το χρήμα. Αντιθέτως, θεώρησαν ως δεδομένο το απλό γεγονός ότι η ανάλυση των “πραγματικών” οικονομικών μεταβλητών - δηλαδή, των αγαθών και των υπηρεσιών, των υλικών και πνευματικών μορφών του κεφαλαίου και της εργασίας - έχει κρίσιμη σημασία για την ορθή κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η οικονομία. Μόνο μετά την προσεκτική κατανόηση της πραγματικής οικονομίας εισήγαγαν την εξέταση του χρήματος, ώστε να μην υπάρξει σύγχυση μεταξύ των δύο που θα οδηγήσει σε συσκότιση της ορθής οικονομικής σκέψης.

Μετά όμως την “οριακή επανάσταση” των “αυστριακών” οικονομολόγων κατά τη δεκαετία του 1870, έλαβε χώρα μια μετακίνηση στην οικονομική ανάλυση. Αντί να εστιάζουν στην οικονομία ως σύνολο και ιδιαίτερα στην παραγωγή του πλούτου, οι Αυστριακοί έστρεψαν την προσοχή τους στο άτομο και τις υποκειμενικές του προτιμήσεις για να εξηγήσουν την έννοια της αξίας.

Ο πρώιμοι κλασικοί οικονομολόγοι όπως ο Άνταμ Σμιθ και ο Ντέιβιντ Ρικάρντο είχαν αναπτύξει μια “εργασιακή θεωρία της αξίας” σύμφωνα με την οποία η εργασία είναι η μόνη παράμετρος που προσδιορίζει την αξία ενός αγαθού ή μίας υπηρεσίας, παραγνωρίζοντας παράγοντες όπως η επιθυμητότητα ενός προϊόντος και το συνολικό κόστος παραγωγής (όχι μόνο το εργατικό κόστος). Ακόμη χειρότερα, ο Καρλ Μαρξ υιοθέτησε αργότερα την εργασιακή αξία στην καταδικαστική κριτική που διατύπωσε στον καπιταλισμό. Έτσι, εν μέρει για αντικρούσουν τους ισχυρισμούς του Μαρξ, οι αυστριακοί υποστήριξαν ότι η αξία προσδιορίζεται όχι από την εργασία αλλά από την “οριακή ωφέλεια”, ή το πόση ικανοποίηση εξάγει ένας καταναλωτής από μια επιπλέον μονάδα ενός προϊόντος.

Στην ορθή τους αντίκρουση όμως του Μαρξ και της εργασιακής θεωρίας, οι αυστριακοί επιτέθηκαν απρόσεκτα και στην κλασική σχολή, παραβλέποντας το γεγονός ότι εξέχοντες εκπρόσωποι αυτής της προσέγγισης την εποχή εκείνη είχαν εγκαταλείψει την εργασιακή θεωρία. Ο Kates παραθέτει ως παράδειγμα τον John Stuart Mill, ο οποίος ανέπτυξε μια θεωρία της αξίας που βασίζεται στο “κόστος παραγωγής”, η οποία προέβλεπε πολλές από τις αυστριακές ιδέες. Δυστυχώς όμως τα οικονομικά του Μιλλ παραμελήθηκαν και έτσι προέκυψε “μια μετακίνηση του προσανατολισμού από την πλευρά της προσφοράς της οικονομίας στην πλευρά της ζήτησης, με την οριακή ανάλυση να εστιάζει στην ωφελιμότητα και όχι στο κόστος παραγωγής”, γράφει ο Kates.

Με λίγα λόγια, μολονότι το κλασικό πλαίσιο αναφοράς επιβίωση της οριακής επανάστασης, η ολιστική εστίαση στην πλευρά της προσφοράς υποχώρησε και τη θέση της στο προσκήνιο κατέλαβε το άτομο και η ωφέλεια. Έτσι, όταν το 1936 ο John Maynard Keynes δημοσίευσε τη Γενική του Θεωρία, λίγοι οικονομολόγοι είχαν επαρκή εκπαίδευση στις κλασικές θέσεις για να αντέξουν το κεϋνσιανό κύμα και να επιχειρήσουν μια αντεπίθεση.

Το σταθερό σημείο αναφοράς για τον Κέυνς ήταν η (βραχυπρόθεσμη) ζήτηση. Οι κλασικοί οικονομολόγοι πριν τον Κέυνς γνώριζαν ότι η ζήτηση ήταν ένα υποπροϊόν της παραγωγής και η εξύψωση της πρώτης εις βάρος της δεύτερης προκειμένου να εξηγηθεί το φαινόμενο των οικονομικών κύκλων συνιστά υποχώρηση και όχι πρόοδο στην κατανόηση της οικονομίας. Ο Κέυνς όμως όταν διατύπωνε την προσανατολισμένη στη ζήτηση θεωρία του, δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα να μελετήσει την κλασική σκέψη. Αντί γι’ αυτό, απέδωσε απλώς στους κλασικούς οικονομολόγους αφελείς θεωρήσεις της οικονομίας, τις οποίες ο ίδιος στη συνέχεια κατέρριπτε.

Για παράδειγμα, ισχυρίστηκε ότι το κλασικό μοντέλο προϋποθέτει μια οικονομία που βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης ευημερίας, καθώς, σύμφωνα με την αχαλίνωτη φαντασία του, δεν προσφέρει κάποια εξήγηση του φαινομένου των υφέσεων. Ακόμη, ο Κέυνς απέδιδε στους κλασικούς οικονομολόγους την ανόητη πεποίθηση ότι “η προσφορά δημιουργεί τη ζήτησή της”, ως εάν αυτοί αφελώς να πίστευαν ότι η παραγωγή ενός προϊόντος, ανεξαρτήτως του πόσο μη επιθυμητό είναι αυτό στους καταναλωτές, εγγυάται την πώλησή τους.

Και οι δύο αυτοί ισχυρισμοί ήταν καταφανώς εσφαλμένοι. Οι κλασικοί οικονομολόγοι είχαν αναπτύξει εύρωστες εξηγήσεις για τις υφέσεις (απλώς απέρριπταν την εξήγηση του ελλείμματος της ζήτησης) και κανείς από αυτούς δεν ήταν τόσο ανόητος ώστε να υποθέσει ότι η απλή παραγωγή ενός πράγματος διασφαλίζει ότι κάποιος θα το αγοράσει. Παρ’ όλα αυτά, οι αχυράνθρωποι του Κέυνς δεν αντιμετώπισαν ιδιαίτερη αντίδραση, γεγονός που εν μέρει εξηγεί το γιατί κατάφερε να εκτοπίσει την παραγωγή και να εμπεδώσει τη ζήτηση στο επίκεντρο της βραχυπρόθεσμης οικονομικής ανάλυσης.

Ένα από τα πιο επίμονα χαρακτηριστικά της νίκης του Κέυνς, υποστηρίζει ο Kates, υπήρξε η μετακίνηση από την παρατήρηση της οικονομίας στους “πραγματικούς” της όρους, στην ανάλυσή της βάση των “ονομαστικών” της όρων. Με άλλα λόγια, αντί οι οικονομολόγοι σήμερα να παρατηρούν την οικονομία ως τους πόρους της, συνήθως την εξετάζουν από την πλευρά του χρήματος. Αυτή η μεταβολή άλλαξε βαθιά τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνουμε τις οικονομικές πολιτικές. Ο “πραγματικός” φακός, καθώς αναγνωρίζει την πραγματικότητα της σπανιότητας των πόρων, αναγνωρίζει προτεραιότητα στην παραγωγή μεγαλύτερου αποτελέσματος με λιγότερους συντελεστές παραγωγής - δηλαδή, στην αύξηση της παραγωγικότητας - προκειμένου να μεγιστοποιηθεί ο πλούτος. Αντιθέτως, ο “ονομαστικός” φακός, καθώς αναλύει χρηματικές ροές, συνήθως συσκοτίζει τους περιορισμούς των πόρων και δίνει προτεραιότητα στη μεγιστοποίηση της απασχόλησης ως στόχο πολιτικής, το οποίο συχνά έχει ως αποτέλεσμα την σπατάλη πόρων και πλούτου.

Για παράδειγμα, ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός οικονομολόγων υποστηρίζει ότι χρειαζόμαστε μεγάλα προγράμματα για δημιουργία θέσεων εργασίας και την επιδίωξη άλλων στόχων, και δεν πρεπει να μας ανησυχεί το κόστος, γιατί μπορούμε να το αντέξουμε. Το κεντρικό πρόβλημα όμως δεν είναι αν μπορούμε να αντέξουμε το κόστος, αλλά το τι θα μπορούσαν να κάνουν ιδιωτικές επιχειρήσεις με τους πόρους αυτούς - δηλαδή, με τα κεφαλαιακά αγαθά και την εργασία - αν αυτά δεν απαλλοτριώνονταν για κρατικούς σκοπούς. Αναλογιστείτε ότι, καθώς οι ιδιωτικές εταιρίες πρέπει να χρησιμοποιούν πόρους που καλύπτουν κόστη παραγωγής και επιπλέον ένα κέρδος προκειμένου να επιβιώσουν, τα εγχειρήματά τους συνήθως προσθέτουν αξία και αυξάνουν τον πλούτο. Οι κρατικές πρωτοβουλίες όμως δεν υπόκεινται σε παρόμοιους περιορισμούς και έτσι κατά κανόνα μειώνουν τον πλούτο.

Αυτή η κλασική ιδέα καταδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο με μια παρατήρηση του Μίλτον Φρίντμαν. Ενώ ταξίδευε σε μια άλλη χώρα, ο Φρίντμαν είδε εργάτες να χρησιμοποιούν φτυάρια για να κατασκευάσουν μια γέφυρα. Όταν ρώτησε γιατί οι εργάτες χρησιμοποιούν φτυάρια αντί για μηχανήματα, ο οικοδεσπότης του απάντησε “γιατί αν χρησιμοποιούσαν μηχανήματα θα δημιουργούνταν λιγότερες θέσεις εργασίας”.

“Α”, είπε ο Φρίντμαν “νόμιζα ότι θέλατε να φτιάξετε μια γέφυρα. Αν θέλετε να δημιουργήσετε περισσότερες θέσεις εργασίας, τότε γιατί δεν δίνετε στους εργαζόμενους κουτάλια αντί για φτυάρια;”.

Με απλά λόγια, οι πολιτικές για τη “δημιουργία θέσεων εργασίας” παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η αξιοποίηση των πιο παραγωγικών μέσων για την επίτευξη ενός στόχου - για παράδειγμα η κατασκευή της γέφυρας με μηχανήματα αντί για φτυάρια - εξοικονομείται ανθρώπινη εργασία, και απελευθερώνονται έτσι εργαζόμενοι είτε για να απασχοληθούν αλλού στην οικονομία, είτε για να απολαύσουν τον ελεύθερο χρόνο τους. Με άλλα λόγια, οι πολιτικές αυτές συνήθως μειώνουν τον πλούτο.

Όπως όμως καταδεικνύει η κλασική οικονομική θεωρία και η σύγχρονη οικονομία, οι οικονομολόγοι εδώ και καιρό έχουν εγκαταλείψει το φως της οικονομικής σαφήνειας υπέρ του σπλαίου της αδιόρθωτης σύγχυσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι έκτοτε οι αρμόδιοι για τον σχεδιασμό πολιτικών πολεμούν ευπειθώς με σκιές.

Τα καλά νέα είναι ότι ο Kates, επανεισάγοντας τις κλασικές αρχές, ιχνηλατεί μια διέξοδο από αυτά τα σπήλαια. Τα κακά νέα είναι ότι πολλοί που έχουν ζήσει επί μακρόν στο σκοτάδι μπορεί τώρα να τυφλωθούν από το φως.

--

*Ο David Weinberger έχει εργαστεί ως στέλεχος φορέων δημόσιας πολιτικής. 

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 27 Δεκεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.