Του Grant Babcock
Όταν εξετάζονται οι ανελεύθερες ιδεολογίες, συχνά οι σοσιαλιστές πιστώνονται το ότι, αν και είναι αφελείς ή κακώς πληροφορημένοι - τουλάχιστον έχουν καλές προθέσεις, σε αντίθεση με τους φασίστες οι οποίοι έχουν ως στόχο να βλάψουν συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων.
Ενώ είναι αδιαμφισβήτητο πως οι φασίστες έχουν κακές προθέσεις, η σύγκριση αυτή βάζει τον πήχη πολύ χαμηλά για τους σοσιαλιστές. Η αναγνώριση καλών προθέσεων στους σοσιαλιστές τους δίνει περισσότερα εύσημα απ' όσα τους αναλογούν.
Τι είναι ο σοσιαλισμός;
Πριν συνεχίσω, είναι αναγκαίο να ξεκαθαρίσω τι εννοώ εδώ ως «σοσιαλισμό». Σοσιαλιστική είναι κάθε ιδεολογία που προκρίνει την καθυπόταξη της οικονομικής παραγωγής στον δημοκρατικό έλεγχο, μέσω είτε αντιπροσωπευτικής είτε αμεσότερης δημοκρατίας.
Με άλλα λόγια, αντί τα άτομα ως τα υποκείμενα της οικονομικής δράσης - με διασφαλισμένα δικαιώματα στην εργασία και την περιουσία τους - να παίρνουν αποφάσεις για το τι να παράγεται και πώς, αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται πολιτικώς.
Υπάρχουν γκρίζες ζώνες εδώ. Πολλές οικονομίες στον πραγματικό κόσμο είναι «μικτές» και έχουν τόσο σοσιαλιστικά, όσο και καπιταλιστικά στοιχεία. Αν πρέπει να τραβήξουμε μια σαφή διαχωριστική γραμμή, υπάρχουν καλοί λόγοι να ακολουθήσουμε τον Λούντβιχ φον Μίζες, ο οποίος είπε ότι «το κομβικό κριτήριο είναι αν μια οικονομία διαθέτει χρηματιστήριο» [1].
Η Κούβα για παράδειγμα δεν έχει χρηματιστήριο από την εποχή της επανάστασης. Η Βενεζουέλα διαθέτει, αλλά σ' αυτό το σημείο αυτό σχεδόν φυτοζωεί, έχοντας μόνο λίγες δεκάδες εισηγμένες εταιρείες, με χαμηλό όγκο συναλλαγών και την απειλή της εθνικοποίησης διαρκώς να επικρεμάται. [2]
Με το να χρησιμοποιώ ωστόσο αυτό τον όρο εδώ, δεν θέλω να συμπεριλάβω σ' αυτόν μόνο τους σοσιαλιστές με την στενότερη έννοια - αυτούς που κατατάσσονται στην σοσιαλιστική πλευρά της γραμμής του Μίζες - αλλά και ανθρώπους όπως ο Μπέρνι Σάντερς που θέλουν να σπρώξουν τα πράγματα προς την σοσιαλιστική πλευρά του φάσματος.
Το επιχείρημα που διατυπώνω εδώ αφορά και ακόμη και σχετικά μετριοπαθείς ανθρώπους, όπως την Elizabeth Warren, που μας κηρύττουν την ανάγκη οι ιδιωτικές επιχειρήσεις να είναι (νομικώς) υπόλογες έναντι του «δημόσιου συμφέροντος» όπως οι άνθρωποι αυτοί το εννοιολογούν.
Οι σοσιαλιστές δεν έχουν καλές προθέσεις. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως είναι κακόβουλοι κατά τον ίδιο τρόπο με τους φασίστες, αλλά παρ' όλα αυτά οι σοσιαλιστές είναι ουσιωδώς κακεντρεχείς. Αυτό ισχύει ακόμη κι αν γνήσια πιστεύουν, αντίθετα προς όλα τα δεδομένα, ότι ο σοσιαλισμός θα ωφελήσει υλικά τους ανθρώπους. Επειδή οι φασίστες έχουν κακούς σκοπούς κατά νου, όπως την εθνοκάθαρση, η κακοβουλία τους είναι προφανής. Στην περίπτωση όμως των σοσιαλιστών, οι κακές τους προθέσεις είναι πιο ύπουλες.
Σοσιαλισμός σημαίνει έλεγχος
Οι σοσιαλιστές διαρκώς τονίζουν τους στόχους που επιδιώκουν ως απόδειξη της αρετής τους, όμως, όπως έγραψε ο Jason Brennan στο Why Not Capitalism?: «Ο σοσιαλισμός δεν είναι αγάπη, ή καλοσύνη, ή γενναιοδωρία, ή ωκεανοί δροσιστικής λεμονάδας. Ο σοσιαλισμός δεν είναι ισότητα ή κοινότητα. Είναι απλώς ένας τρόπος κατανομής των δικαιωμάτων ελέγχου επί των αντικειμένων».
Ο σοσιαλισμός στο βάθος του δεν είναι ένας στόχος, αλλά ένα μέσο. Και ως μέσο, είναι κακός.
Κι αυτό γιατί, στη βάση του, ο δημοκρατικός έλεγχος παραμένει πολιτικός έλεγχος, και η πολιτική μας κάνει χειρότερους. Ένας από τους τρόπους με τους οποίους μας κάνει χειρότερους είναι υποθάλπτοντας την στάση ότι δικαιούμαστε να διατάσσουμε τους άλλους, ακόμη και είμαστε μόνο ένας από τους πολλούς που διατάσσουν. Πρόκειται για μια άσχημη, απάνθρωπη ώση που δεν σέβεται την αξιοπρέπεια και την αυτονομία των συνανθρώπων μας.
Η άσκηση της πολιτικής εξουσίας είναι ως προς αυτό ιδιαίτερα κακή. Όταν το αφεντικό μου στη δουλειά μου δίνει μια οδηγία, δεν πιστεύει πως είναι ηθικώς ανώτερός μου- αντίθετα περιμένει πως εγώ θα τηρήσω το δικό μου μέρος της συμφωνίας μας. Αντιθέτως, οι άνθρωποι που ασκούν πάνω μου πολιτική εξουσία αξιώνουν κάτι που αφορά την θέση μου ως άτομο - ότι αυτή είναι χαμηλότερη από τη δική τους.
Ο γερουσιαστής Daniel Webster, σε έναν εφ' όλης της ύλης λόγο που απηύθυνε στο Nilbo's Saloon της Νέας Υόρκης στις 15 Μαρτίου του 1837 [3], μεταξύ της εξέτασης της προσάρτησης του Τέξας και του συστήματος προσοδοθηρίας των διορισμών στον γραφειοκρατικό μηχανισμό, αναφέρθηκε στην υπερβολή επέκταση της εκτελεστικής εξουσίας και στο αν μια τέτοια επέκταση μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του επιχειρήματος ότι οι άνθρωποι που αξιώνουν πολιτική εξουσία έχουν καλές προθέσεις. Ο Γουέμπστερ διαφωνούσε μ' αυτό:
«Μπορεί σε κάθε περίπτωση να υποθέσουμε ότι κάποιος έχει καλά κίνητρα, όπως και σε κάθε περίπτωση μπορούμε να τεκμάρουμε κακά κίνητρα. Πάντα όσοι αξιώνουν εξουσία θα επικαλούνται τις καλές τους προθέσεις - όμως αυτές δεν δικαιολογούν αυτή την αξίωση, ακόμη και αν ήμασταν σίγουροι ότι υφίστανται. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το Σύνταγμα δημιουργήθηκε για να προφυλάσσει τους ανθρώπους έναντι των κινδύνων των, πραγματικών ή υποκριτικών, καλών προθέσεων…
Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι άνθρωποι κατά κανόνα θα ασκούν εξουσία κάθε φορά που μπορούν να την αποκτήσουν. Και θα την ασκούν με την μικρότερη αμφισβήτηση σε δημοκρατικά κράτη με λαϊκή κυριαρχία, υπό την πρόφαση της δημόσιας ασφάλειας ή του σημαντικού δημόσιου συμφέροντος. Μπορεί να είναι όντως πιθανό μερικές φορές να υπάρχουν καλές προθέσεις ακόμη και όταν παρακάμπτονται οι συνταγματικοί περιορισμοί».
Πρόκειται για ένα σύνθηκες επιχείρημα υπέρ του να μην εκχωρούνται σε κρατικούς φορείς εξουσίες που δεν τους έχουν αποδοθεί ρητά - ότι το κράτος οφείλει να μην έχει συγκεκριμένες εξουσίες ακόμη και στην περίπτωση που οι άνθρωποι που τις ασκούν έχουν καλούς σκοπούς. Ο Γουέμπστερ επεσήμανε ότι οι άνθρωποι εύκολα δικαιολογούν την επιθυμία τους για εξουσία, ακόμη και αν αυτό σημαίνει πως εξαπατούν τους εαυτούς τους:
«Η έννοια του δημόσιου συμφέροντος είναι εύκολο να συνδεθεί στενά με την άσκηση της εξουσίας από τους ίδιους. Μπορεί πράγματι να μην κατανοούν πάντα τα κίνητρά τους. Η επιθυμία για εξουσία μπορεί να είναι ριζωμένη τόσο βαθιά στην καρδιά τους ώστε να μην μπορούν να την διακρίνουν, και μπορεί να την ερμηνεύουν ως καθαρό πατριωτισμό και καλές προθέσεις».
Αυτό το σημείο είναι κομβικό. Οι τύραννοι πείθουν τους εαυτούς τους ότι θέλουν να υπηρετήσουν «τον λαό», ενώ το πραγματικό τους κίνητρο είναι η συγκέντρωση της εξουσίας. Αυτός είναι ένας καλός λόγος να μην δίνουμε ηθικά εύσημα στους ανθρώπους για τους αξιέπαινους σκοπούς τους όταν ταυτόχρονα αυτοί υιοθετούν τη χρήση επονείδιστων μέσων. Ο Γουέμπστερ έθιξε την καρδιά του ζητήματος, καταγγέλλοντας την επιθυμία της άσκησης πολιτικής εξουσίας ως καθαυτή κακή πρόθεση. Η επιθυμία για εξουσία, της επιβολής της βούλησής σου επί των άλλων, ακόμη και με εκ πρώτης όψης καλούς σκοπούς κατά νου, είναι εγγενώς ύποπτη:
«Υπάρχουν άνθρωποι, σε κάθε εποχή, που θέλουν να ασκήσουν εξουσία χρηστά - αλλά θέλουν να την ασκήσουν. Θέλουν να κυβερνήσουν σωστά - αλλά θέλουν να κυβερνήσουν. Υπόσχονται να είναι καλοί αφέντες - αλλά θέλουν να είναι αφέντες».
Αυτές οι τρεις προτάσεις είναι ένα μαχαίρι στην καρδιά κάθε μικροπρεπούς τυράννου, κάθε καλοθελητή σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι απεχθές και απολίτιστο ακόμη και στις καλύτερες συνθήκες. Δεν αφορά απλώς το ότι η εξουσία διαφθείρει τον χαρακτήρα των ανθρώπων που την κατέχουν. Όσοι ασκούν πολιτική εξουσία, για οποιονδήποτε σκοπό, κάνουν κάτι λάθος. Η επιθυμία να φέρει κανείς ολοένα και περισσότερο τις ζωές των ανθρώπων υπό πολιτικό έλεγχο είναι απάνθρωπη.
Αν σας έλεγα ότι θέλω να τερματίσω το πρόβλημα των αστέγων, μπορεί να λέγατε ότι έχω καλές προθέσεις, αν κατά τα άλλα ήμουν σωστός. Αν σας έλεγα ότι θέλω να τερματίσω το πρόβλημα των αστέγων στρατολογώντας τους, θα έπρεπε να αλλάξετε την αποτίμησή σας. Όχι μόνο θα έπρεπε να πείτε ότι έχω κακές προθέσεις, αλλά δεν θα έπρεπε καν να μου αποδώσετε ηθικά εύσημα για το ότι είπα ότι θέλω να τερματίσω το πρόβλημα των αστέγων. Οι μέθοδοι που προτείνω το αποκλείουν αυτό.
Οι σοσιαλιστές βρίσκονται ακριβώς σ' αυτή τη θέση. Οι μέθοδοι που προτείνουν για να πετύχουν τους στόχους τους είναι τέτοιοι που ακυρώνουν κάθε αξίωση καλής πρόθεσης. Οι σοσιαλιστές δεν έχουν καλές προθέσεις
[1] Murray Rothbard, «The End of Socialism and the Calculation Debate Revisited,» Review of Austrian Economics, Volume 5, Number 2.
[2] Urbi Garay and Maximiliano Gonzalez, «CEO and Director Turnover in Venezuela,» Inter-American Development Bank Research Network Working paper #R-517, 2005, §2.1.
[3] Daniel Webster, «Reception at New York,» collected in «The Great Speeches and Orations of Daniel Webster,» ed. Edwin P. Whipple.
--
Ο Grant Babcock είναι αναπληρωτής υπεύθυνος έκδοσης του Libertarianism.org
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Σεπτεμβρίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».