Του Rainer Zitelmann
Στα περισσότερα πανεπιστήμια - και πάνω απ’ όλα στις σχολές ανθρωπιστικών σπουδών - ο καπιταλισμός θεωρείται κακή λέξη. Έχει πολύ λίγους υποστηρικτές και πολλούς ένθερμους επικριτές. Γιατί όμως τόσοι πολλοί διανοούμενοι ενοχλούνται από την ιδέα του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς;
Πολλοί από αυτούς δεν κατανοούν τη φύση του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς ως μια οικονομική τάξη που αναδύεται και αναπτύσσεται αυθόρμητα. Σε αντίθεση με τον καπιταλισμό, δεν είναι μια σχολή σκέψης που επιβάλλεται στην πραγματικότητα, αλλά σε μεγάλο βαθμό αναπτύσσεται από κάτω προς τα πάνω και δεν διατάσσεται από τα πάνω.
Από την στιγμή που έχει γίνει κατανοητή αυτη η ουσιώδης διαφορά, οι λόγοι που πολλοί φιλελεύθεροι ρέπουν περισσότερο προς τον σοσιαλισμό - με οποιαδήποτε μορφή του, καθίσταται ξαφνικά εμφανής. Εξάλλου, οι διανοούμενοι αποκομίζουν τα προς το ζην επινοώντας νοητικές κατασκευές και χρησιμοποιώντας τις γλωσσικές τους δεξιότητες για τους δώσουν σχήμα και να τις διαδώσουν. Εφόσον εξαρτώνται από την ικανότητά τους να σκέφτονται και να διαδίδουν ιδέες που είναι λογικές και συνεκτικές, αισθάνονται κοντύτερα σε μια τεχνητώς σχεδιασμένη και κατασκευασμένη οικονομική τάξη απ’ ό,τι σε μία που επιτρέπει την ασχεδίαστη, αυθόρμητη ανάπτυξη. Η ιδέα ότι οι οικονομίες λειτουργούν καλύτερα χωρίς ενεργή παρέμβαση και σχεδιασμό είναι ξένη σε πολλούς διανοούμενους.
Ανταγωνισμός μεταξύ ελίτ
Προκειμένου να κατανοήσουμε γιατί τόσοι πολλοί διανοούμενοι τρέφουν αντικαπιταλιστικές ιδέες, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι αποτελούν μια ελίτ, ή σε κάθε φορθμό μια κοινότητα δράσης που αυτοπροσδιορίζεται έτσι. Ο αντικαπιταλισμός τους τροφοδοτείται από την αποστροφή και την αντίθεσή τους έναντι της επιχειρηματικής ελίτ. Υπ’ αυτή την έννοια, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ομάδων είναι απλώς ένας ανταγωνισμός ανάμεσα σε διαφορετικές ελίτ που επιδιώκουν να αποκτήσουν κύρος στη σύγχρονη κοινωνία. Αν ένα υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης δεν εγγυάται αυτομάτως υψηλότερα εισοδήματα και πιο προνομιούχες θέσεις, τότε οι αγορές που επιτρέπουν να συμβαίνει αυτή η ανισορροπία γίνονται αντιληπτές ως άδικες από την οπτική των διανοούμενων. Η ζωή σε ένα ανταγωνιστικό σύστημα που διαρκώς αποδίδει τα κορυφαία “οικονομικά βραβεία” σε άλλους, σε ένα σύστημα όπου ακόμη και οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ενός μεσαίου μεγέθους έχουν υψηλότερα εισοδήματα και πλούτο απ’ ό,τι ο μέσος μόνιμος καθηγητής πανεπιστημίου, οδηγεί τους διανοούμενους να αποκτήσουν έναν γενικό σκεπτικισμό έναντι μιας οικονομικής τάξης που βασίζεται στον ανταγωνισμό.
Η αποστροφή που αποτυπώνεται σ’ αυτόν τον ισχυρό καταδεικνύει πειστικά την έκταση με την οποία οι διανοούμενοι συνήθως ανάγουν τα δικά τους αξιακά κριτήρια σε καθολικά. Οι άνθρωποι, πιστεύουν, θα πρέπει να κρίνονται βάσει του επιπέδου της εκπαίδευσης και του πολιτισμικού τους κεφαλαίου. Υπό αυτό το πρίσμα, πόσο βαθιά άδικο είναι κάποιος με λίγη τυπική εκπαίδευση και κανένα ενδιαφέρον για την υψηλή κουλτούρα να μπορεί να συγκεντρώσει μια μεγάλη περιουσία, ενώ οι μορφωμένοι και διαβασμένοι πανεπιστημιακοί να πρέπει να αρκούνται συγκεκρικά με λίγα; Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ο κόσμος φαίνεται ανάποδος σε αυτούς τους διανοούμενους. Εξάλλου, αντλούν τη δική τους αίσθηση ανωτερότητας από το γεγονός ότι έχουν λάβει καλύτερη εκπαίδευση, έχουν περισσότερες γνώσεις, και μπορούν να εκφράσουν τις ιδέες τους καλύτερα.
Η υπερβολική έμφαση στην αξία της γνώσης των βιβλίων
Είναι κατανοητό οι διανοούμενοι να εξισώνουν συχνά την απόκτηση γνώσεων με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και τη μάθηση από βιβλία. Η ψυχολογία της εκπαίδευσης χρησιμοποιεί σχετικά τον όρο “ρητή γνώση”, η οποία αποκτάται από “ρητή μάθηση”. Υπάρχει όμως και ένα διαφορετικό είδος γνώσης που αποκτάται από “υπόρρητη μάθηση” η οποία είναι πολύ πιο πρωταρχική και συχνά ισχυρότερο, μολονότι πολλοί διανοούμενοι αγνοούν την ύπαρξή της. Καθώς αυτή είναι η πορεία απόκτησης γνώσης για τους περισσότερους επιχειρηματίες, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις διαφορές ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές μάθησης και γνώσης.
Ο Χάγιεκ, που πρώτος εισήγαγε την έννοια της υπόρρητης μάθησης, χρησιμοποιεί το παράδειγμα των μικρών παιδιών που μπορούν να εφαρμόσουν τους κανόνες της γραμματικής και της ιδιωματικής γλώσσας χωρίς να τους γνωρίζουν συνειδητά: “Το παιδί που μιλά γραμματικώς ορθά χωρίς να γνωρίζει τους κανόνες της γραμματικής όχι μόνο κατανοεί όλες τις αποχρώσεις του νοήματος που εκφράζεται από άλλους που ακολουθούν τους γραμματικούς κανόνες, αλλά μπορεί επίσης να διορθώσει ένα γραμματικό σφάλμα στον λόγο των άλλων”. Ομοίως, οι δεξιότητες ενός τεχνήτη ή ενός αθλητή - που περιλαμβάνουν ‘γνώση του πώς’ αντί για ‘γνώση του τι’ - αποκτώνται υπόρρητα αντί για ρητά: “Χαρακτηριστικό αυτών των δεξιοτήτων είναι πως συνήθως δεν μπορούμε να εκφράσουμε ρητά (διαλεκτικά) τον σχετιζόμενο τρόπο δράσης”.
Ο όρος “υπόρρητη γνώση” επανεισήχθη από τον γεννημένο στην Ουγγαρία Βρετανό φιλόσοφο Michael Polanyi, ο οποίος διατύπωσε την συχνά αναπαραγόμενη φράση “μπορούμε να γνωρίζουμε περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να πούμε” στο βιβλίο του The Tacit Dimension (1966). Για τον Πολάνι, αυτό είναι ένα κεντρικό πρόβλημα της επικοινωνίας: “Το μήνυμά μας άφησε πίσω κάτι που δεν μπορούσαμε να πούμε, και η υποδοχή του αναγκαστικά βασίζεται στο ότι το άτομο στο οποίο απευθυνόμαστε θα ανακαλύψει αυτό που δεν μπορέσαμε να επικοινωνήσουμε”. Ο Πολάνι αποσαφηνίζει τη διαφορά ανάμεσα στην υπόρρητη και τη ρητή γνώση - ανάμεσα στη δεξιότητα από τη μία μεριά και τη θεωρητική γνώση από την άλλη: “Η δεξιότητα ενός οδηγού δεν μπορεί να αντικατασταθεί από μια εξονυχιστική διδασκαλία της θεωρίας του αυτοκινήτου. Η γνώση που έχω για το σώμα μου διαφέρει εντελώς από τη γνώση της φυσιολογίας του. Και οι κανόνες της ομοιοκαταληξίας και της προσωδίας δεν μου λένε τι μου είπε ένα ποίημα, χωρίς καμία γνώση των κανόνων του”.
Με άλλα λόγια, η μάθηση δεν είναι αναγκαστικά το αποτέλεσμα της συνειδητής και συστηματικής απόκτησης γνώσης, αλλά συχνά το αποτέλεσμα μιας ασυνείδητων διαδικασιών. Σε ένα πείραμα, κάποια άτομα ανέλαβαν τον ρόλο ενός υπεύθυνου ενός εργοστάσια σε ένα πρόγραμμα εξομοίωσης σε υπολογιστή. Τους δόθηκε το καθήκον να διατηρήσουν έναν συγκεκριμένο όγκο παραγωγής ζάχαρης προσαρμόζοντας τα επίπεδα απασχόλησης του εργοστασίου. Η λειτουργική εξίσωση που είχε προγραμματιστεί στο σύστημα δεν τους αποκαλύφθηκε. Κατά τη διάρκεια της μάθησης δεν γνώριζαν ότι στη συνέχεια θα υποχρεώνονταν να περάσουν από ένα τεστ γνώσεων. Το τεστ κατέδειξε ότι τα υποκείμενα μπόρεσαν να ρυθμίσουν την παραγωγή στο εργοστάσιο ζάχαρης χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν ακριβώς πώς το έκαναν αυτό.
Η επίσημη εκπαίδευση παίζει μόνο έναν δευτερεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη επιχειρηματικών δεξιοτήτων. Η επιχειρηματική επιτυχία προσδιορίζεται από παράγοντες διαφορετικούς από τους ακαδημαϊκούς τίτλους. Ανάμεσα σ’ αυτούς, κομβική θέση έχουν οι δεξιότητες πώλησης, οι οποίοι μολονότι διδάσκονται σπανίως στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, θεωρούνται από ερωτώμενους ως μια απαραίτητη προϋπόθεση της επιτυχίας της σταδιοδρομίας τους ως επιχειρηματιών ή επενδυτών.
Η υπόρρητη μάθηση διαφέρει από την ρητή στο ότι είναι δύσκολο ή αδύνατο να καταδειχθούν τα αποτελέσματά της με τη μορφή πιστοποιήσεων ή ακαδημαϊκών τίτλων. Βάσει των κριτηρίων ενός διανοούμενου, ένας επιχειρηματίας που μπορεί να μην έχει διαβάσει πολλά βιβλία ή να έχει δείξει πολλές προοπτικές διάκρισης στο πανεπιστήμιο δεν έχει τίποτε να επιδείξει που να μπορεί να συγκριθεί με ένα διδακτορικό ή έναν κατάλογο δημοσιεύσεων.
Η βαθιά απογοήτευση με την οικονομία της αγοράς
Οι διανοούμενοι δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί κάποιος που παράτησε το πανεπιστήμιο με “κατώτερη νόηση” που έχει διαβάσει μόλις ένα μικρό κλάσμα σε σχέση με εκείνους, καταλήγει να κερδίζει πολύ περισσότερα χρήματα, να ζει σε ένα πολύ μεγαλύτερο σπίτι και να οδηγεί ένα πολύ καλύτερο αυτοκίνητο. Νιώθουν ότι προσβάλλεται το “περί δικαίου αίσθημά” τους και έτσι επιβεβαιώνεται στη σκέψη τους η πεποίηση ότι η οικονομία της αγοράς “λειτουργεί λάθος” και ότι αυτή η ανωμαλία πρέπει να “διορθωθεί” μέσα από μια μαζικής κλίμακας αναδιανομή. Αφαιρώντας από τους πλουσίους ένα μέρος του “πλούτου που δεν τους αξίζει”, οι διανοούμενοι παρηγορούνται από το γεγονός ότι μολονότι δεν μπορούν να καταργήσουν πλήρως το σύστημα, τουλάχιστον μπορούν να το “διορθώσουν” ως έναν βαθμό.
Σε ένα δοκίμιό του το 1998, ο φιλελεύθερος φιλόσοφος Ρόμπερτ Νόζικ καταπιάνεται με το ερώτημα γιατί οι διανοούμενοι αντιτίθενται στον καπιταλισμό. Η εξήγησή του βασίζεται στην υπόθεση ότι οι διανοούμενοι αισθάνονται ανώτεροι σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Ήδη από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, οι διανοούμενοι μας λένε ότι η δικές τους συνεισφορές στην κοινωνία είναι σημαντικότερες από τις αντίστοιχες κάθε άλλης ομάδας. Από πού, αναρωτιέται ο Νόζικ, πηγάζει αυτή η αίσθηση ανωτερότητας;
Και απαντά: Ξεκινά στο σχολείο, όπου οι διανοητικές επιδόσεις επιβραβεύονται με επαίνους και καλούς βαθμούς. Μέχρι τα παιδιά με λεκτικά εξαιρετικές δεξιότητες να αποφοιτήσουν από την επίσημη εκπαίδευση, έχουν μπολιαστεί με την αίσθηση ότι έχουν μεγαλύτερη αξία σε σχέση με τους λιγότερο διανοητικώς προικισμένους συνομηλίκους τους, γεγονός που τους οδηγεί στο να περιμένουν ότι η κοινωνία συνολικά θα λειτουργεί βάσει των ίδιων κανόνων. Η μετέπειτα συνειδητοποίηση ότι η οικονομία της αγοράς δεν εκτιμά το ίδιο τις ιδιαίτερες δεξιότητές τους οδηγεί σε αισθήματα απογοήτευσης και αποστροφής που τροφοδοτούν την αντίθεση στο καπιταλιστικό σύστημα.
Θα υποστήριζα ότι η ρίζα αυτών των πεποιθήσεων εντοπίζεται ακόμη νωρίτερα. Οι διανοούμενοι είναι πιθανότερο να ανατραφούν σε ένα περιβάλλον μεσαίας τάξης όπου μεγάλη έμφαση τίθεται στην εκπαίδευση, με γονείς ή άλλους συγγενείς που έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, παρά σε οικογένειες της εργατικής τάξης ή με μέλη επιχειρηματίες. Από τα πρώτα παιδικά χρόνια, το μήνυμα που λαμβάνουν είναι ότι η εκπαίδευση, η μάθηση από βιβλία και η κοινωνική ή/και πολιτική συμμετοχή είναι πολύ πιο αξιόλογοι στόχοι από την επιδίωξη του υλικού πλούτου. Το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο ο Νόζικ θεωρεί υπόλογο για την ενστάλαξη αυτών των αξιών, εμφατικά τις ενισχύει, επιβεβαιώνοντας αυτά που το παιδί έχει ήδη μάθει στο σπίτι: ότι η μάθηση από βιβλία, οι λεκτικές δεξιότητες και οι νοητικές επιδόσεις θα του αποδώσουν τις υψηλότερες διακρίσεις.
Στον κόσμο που συναντούν όταν βρεθούν εκτός των πανεπιστημίων τους, οι διανοούμενοι απογοητεύονται βαθιά όταν ανακαλύπτουν ότι άλλες δεξιότητες θεωρούνται περισσότερο αξιόλογες από τις εξαιρετικές γνώσεις τους από βιβλία και την ικανότητά τους να συγγράψουν κείμενα με ακαδημαϊκές αξιώσεις. Και όταν η αγορά αποφασίζει ότι δεν είναι κακό κάποιος με μια απίστευτη πανεπιστημιακή εκπαίδευση και εξαιρετικές γνώσεις από βιβλία να κερδίζει πολύ λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι ένας λιγότερο καλοδιαβασμένος επιχειρηματίας, τότε οι διανοούμενοι θεωρούν πως έχουν όλους τους επαρκείς λόγους ώστε να συμπεραίνουν πως μια οικονομία που βασίζεται στις αρχές της αγοράς είναι αποκρουστική και “άδικη”.
--
O Rainer Zitelmann είναι στέλεχος του Institute of Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 21 Ιανουαρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.