Το Bloomberg δημοσιεύει σήμερα δύο άρθρα που απεικονίζουν τις απρόθετες συνέπειες του ολοένα και μεγαλύτερο εθνικισμού που χαρακτηρίζει τη χάραξη πολιτικής των ΗΠΑ. Και τα δύο άρθρα αφορούν με τη βιομηχανία μικροτσιπ, αλλά εξετάζουν διαφορετικές πτυχές του προβλήματος.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ, οι ΗΠΑ κατέστειλαν τη μετανάστευση ειδικευμένων εργαζομένων STEM από το εξωτερικό. Να μια συνέπεια αυτής της απόφασης:
«Η Taiwan Semiconductor Manufacturing Co. μείωσε την εκτίμηση των ετήσιων εσόδων της και ανέβαλε την έναρξη παραγωγής στο μεγάλο έργο που έχει αναλάβει στην Αριζόνα για το 2025 – πρόκειται για μια διπλή οπισθοδρόμηση για έναν σημαντικό κρίκο στην κατασκευή μικροτσιπ που παλεύει με γεωπολιτικές εντάσεις και τη βαθιά ύφεση που χαρακτηρίζει τη σχετική αγορά.
Η αιφνιδιαστική μείωση των προβλέψεων των εσόδων της TSMC για το 2023 έστειλε μια προειδοποίηση στους επενδυτές ότι η παγκόσμια ύφεση της αγοράς ηλεκτρονικών εξαρτημάτων μπορεί να συνεχιστεί για κάποιο χρονικό διάστημα παρά την έκρηξη που σημειώνεται στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Και η καθυστέρηση στις ΗΠΑ – μια συνέπεια τόσο της έλλειψης ειδικευμένων Αμερικανών εργαζομένων όσο και της αύξησης του κόστους - υπογραμμίζει τις δυσκολίες στην παραγωγή μικροτσίπ εκεί παρά την επιμονή της Ουάσιγκτον να μειώσει την παγκόσμια εξάρτησή της από την παραγωγή στην Ασία».
Πρόσφατα αντιμετώπισα κάποια προβλήματα με το κλιματιστικό μου. Ο τεχνικός μου είπε ότι η μονάδα μου είναι πολύ μεγάλη και προσπαθεί να περάσει υπερβολικά πολύ αέρα μέσω ενός σχετικά στενού αγωγού. Αυτό είναι βασικά και το πρόβλημα με τα προγράμματα που συνδυάζουν τεράστιες επιδοτήσεις για την κατασκευή μικροτσίπ με διάφορους περιορισμούς στην εγχώρια σχετική βιομηχανία.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει θεσπίσει προστατευτικά μέτρα με στόχο να βλάψει την Κίνα και παράλληλα να τονώσει τη δική μας βιομηχανία μικροτσίπ. Ένα άρθρο του Dave Lee επισημαίνει μερικές ακούσιες συνέπειες:
«Ένα πρόβλημα με τους περιορισμούς που θέτουν οι ΗΠΑ σε ξένες εταιρείες, όπως σημειώνει η Emily Kilcrease, ανώτερη συνεργάτης του Center for a New American Security, είναι ότι οι διεθνείς επιχειρήσεις έχουν πλέον κίνητρο να σταματήσουν να παράγουν εξαρτήματα των ΗΠΑ για να μην υπόκεινται σε αυτούς τους κανόνες.
Εν τω μεταξύ, η Κίνα έχει αρχίσει να εισάγει μικρές αλλαγές στην αγορά. Το Πεκίνο επικαλούμενο ‘σχετικά σοβαρές’ ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια σχετικά με τη Micron, την εταιρεία κατασκευής τσιπ μνήμης με έδρα το Boise του Αϊντάχο, είπε τον Μάιο ότι τα εξαρτήματα της συγκεκριμένης εταιρείας δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται σε ζωτικής σημασίας υποδομές. Η Micron είπε ότι η απώλεια όγκου εργασίας αντιπροσωπεύει ένα ‘χαμηλό διψήφιο ποσοστό’ των συνολικών παγκόσμιων εσόδων της. Η απαγόρευση ωφελεί τους Νοτιοκορεάτες ανταγωνιστές Samsung και SK Hynix, οι οποίοι κατασκευάζουν επίσης τσιπ μνήμης».
Κατά συνέπεια, οι αμερικανικές εταιρείες ενδέχεται να επιλέξουν να μεταφέρουν αλλού την παραγωγή τους. Δυστυχώς, μια χώρα που αποκόπτεται από τον υπόλοιπο κόσμο μπορεί εύκολα να καταλήξει να μείνει πίσω:
«Εάν οι αμερικανικές εταιρείες μικροτσίπ έρθουν αντιμέτωπες με το χειρότερο δυνατό σενάριο γι’ αυτές, στο οποίο οι πωλήσεις τους στην Κίνα θα σταματήσουν εντελώς, θα μπορούσαν να χάσουν 83 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, με κόστος 124.000 θέσεις εργασίας, σύμφωνα με την εκτίμηση του Εμπορικού Επιμελητηρίου των ΗΠΑ. Οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη θα μειωθούν κατά 12 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Αυτό μπορεί να μετριαστεί από τη διαφοροποίηση της αλυσίδας εφοδιασμού που θα μεταφέρει την παραγωγή σε άλλες περιοχές, αλλά τέτοιες μεταβάσεις απαιτούν χρόνο και θα ανοίξουν την πόρτα σε ισχυρούς διεθνείς ανταγωνιστές για να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους στην Κίνα.
Οι ανταγωνιστές αυτοί θα μπορούσαν στη συνέχεια να χρησιμοποιήσουν τους καρπούς αυτής της επιτυχίας για να αφιερώσουν περισσότερους πόρους για τη δημιουργία μικροτσίπ αιχμής επόμενης γενιάς, αποδυναμώνοντας την ηγετική θέση των ΗΠΑ σε αυτές τις ζωτικής σημασίας καινοτομίες».
Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος αυτές οι ενέργειες να βλάψουν περαιτέρω τις ΗΠΑ εάν οδηγήσουν την Κίνα σε αντίποινα και στη διακοπή των εξαγωγών βασικών μετάλλων «σπανίων γαιών» που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή μικροτσίπ.
--
Ο Scott Sumner είναι οικονομολόγος, διευθυντής του προγράμματος νομισματικής πολιτικής στο Mercatus Center at George Mason University, ερευνητής στο Independent Institute και καθηγητής στο Bentley University στο Waltham της Μασαχουσέτης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Ιουλίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.