Του Alberto Mingardi
Σε όλους εμάς που έχουμε πάθος για την ιστορία της πολιτικής σκέψης, το γεγονός ότι θεμελιώδη ερωτήματα όπως το “Τι είναι το κράτος” διαρκώς έρχονται στην επιφάνεια, μας γεμίζει με θαλπωρή. Μερικές φορές όμως έχω την εντύπωση ότι οι νέες ερμηνείες αυτών των ζητημάτων εστιάζουν περισσότερο στην “πολιτική” παρά στην “σκέψη”. Αναφέρομαι εν προκειμένω σε ένα μακρύ άρθρο γνώμης που δημοσίευσε ο Yoram Hazony στην Wall Street Journal. Από το βιογραφικό του σημείωμα, γνωρίζουμε ότι ο κ. Hazony, Πρόεδρος του Herzl Institute με έδρα την Ιερουσαλήμ δημοσιεύει ένα βιβλίο με τίτλο The Virtue of Nationalism (Η αρετή του εθνικισμού).
Ο πολιτικός στόχος του άρθρου του είναι σαφής: θέλει να υποστηρίξει ότι ο συντηρητισμός που χαρακτηρίζει τον Donald Trump ανήκει σε μια μακρά παράδοση που φτάνει μέχρι τον Edmund Burke. Ο Trump θεωρείται έτσι υπόρρητα ο συνεχιστής ενός συστήματος ιδεών που θεωρούν ότι το έθνος-κράτος προσέφερε το πλαίσιο που επέτρεψε την άνθηση της δυτικής ελευθερίας. Από αυτή τη θέση παράγεται ο σκεπτικισμός έναντι προσπαθειών να εξαχθούν αυτές οι αξίες σε διαφορετικές κουλτούρες καθώς και ένα παρόμοιο άγχος έναντι της υποδοχής μεταναστών που έρχονται από ανελεύθερες κουλτούρες.
Μises ο νεοσυντηρητικός;
Αν όμως αφήσουμε στην άκρη τι πιστεύει, ή καλύτερα τι εκπροσωπεί ο Πρόεδρος Trump, διαπιστώνουμε ότι το επιχείρημα του Hazony είναι ιδιαίτερα προβληματικό. Πιστεύει ότι “ο κλασικός φιλελευθερισμός… επιτρέπει την επιβολή ενός και μόνο δόγματος σε όλα τα έθνη προς το δικό τους όφελος. Παρέχει την ιδεολογική βάση για την παγκόσμια κυριαρχία της Αμερικής”. Έτσι για τον κ. Hazony οι “φιλελεύθερες αφαιρέσεις” που βασίζονταν στις ιδέες του John Locke, ωρίμασαν στον σύγχρονο νεοσυντηρητισμό.
Να επισημάνουμε εδώ ότι κατά τον κ. Hazony ο κλασικός φιλελευθερισμός είναι “ρασιοναλιστικός”. Δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι ο Locke μπορεί να θεωρηθεί “κονστρουκτιβιστής”, αλλά είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι ο David Hume και ο Adam Smith δεν βρίσκονται στο κέντρο του αρχικού κύκλου του φιλελευθερισμού - δηλαδή, του κλασικού φιλελευθερισμού. Ακόμη, μπορεί να υποστηριχθεί ότι και ο ίδιος ο Burke είχε ισχυρές (κλασικές) φιλελεύθερες τάσεις. Σε μια σειρά ζητημάτων, η στάση του ήταν συνήθως φιλελεύθερη.
Ο κ. Hazony φαίνεται να αγνοεί την έκταση στην οποία ο σύγχρονο ελευθεριακό (libertarian) κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζει τον αντι-επεμβατισμό και πόσο επιφυλακτικοί υπήξραν διάφοροι διαπρεπείς φιλελεύθεροι έναντι της ιδέας της εξαγωγής της δημοκρατίας, πόσο μάλλον έναντι του νεοσυντηρητισμού καθαυτού. Παραθέτει από το φυλλάδιο Φιλελευθερισμός που έγραψε ο Μίζες το 1927 για να υποστηρίξει ότι οι κλασικοί φιλελευθεροι είναι στην πραγματικότητα διεθνιστές οπαδοί μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης. Έτσι, ο Hazony γράφει:
“Συνεπώς, ο Ludwig von Mises υποστηρίζει ένα 'πραγματικά παγκόσμιο υπερ-κράτος' το οποίο θα αναδυθεί αν 'πετύχουμε να δημιουργήσουμε σε όλο τον κόσμο… την απροϋπόθετη και αδιαμφισβήτητη αποδοχή του φιλελευθερισμού. Η φιλελεύθερη σκέψη πρέπει να μπολιάσει όλα τα έθνη και οι φιλελεύθερες αρχές πρέπει να διεισδύσουν σε όλους τους πολιτικούς θεσμούς”.
Ας διαβάσουμε λοιπόν ολόκληρο το απόσπασμα:
“Βέβαια, η Κοινωνία των Εθνών όντως αντιπροσωπεύει, μολονότι με πολλές επιφυλάξεις, την προοπτική κάποιων συνοριακών διορθώσεων στο μέλλον ώστε να δικαιωθούν τα αιτήματα κάποιων εθνών και τμημάτων εθνών. Υπόσχεται πάλι - ξανά πολύ επιφυλακτικά και με προϋποθέσεις - προστασία σε εθνικής μειονότητες. Αυτό μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι από αυτές τις εξαιρετικά ανεπαρκείς αφετηρίες μπορεί κάποια μέρα να αναδυθεί ένα πραγματικά παγκόσμιο υπερκράτος που θα μπορεί να διασφαλίζει στα έθνη την ειρήνη που χρειάζονται. Αυτό το ζήτημα όμως δεν θα κριθεί στη Γενεύη στις συνεδριάσεις της υφιστάμενης Κοινωνίας των Εθνών, και σίγουρα δεν θα κριθεί στα κοινοβούλια των επιμέρους χωρών που την αποτελούν. Κι αυτό γιατί το πρόβλημα αυτό δεν είναι ζήτημα οργάνωσης ή τεχνικής διεθνούς διακυβέρνησης, αλλά το μεγαλύτερο ιδεολογικό ζήτημα που αντιμετώπισε ποτέ η ανθρωπότητα: αν θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε στον κόσμο ένα πλαίσιο σκέψης χωρίς το οποίο η όποια συμφωνία για τη διατήρηση της ειρήνης και όλες οι αποφάσεις των δικαστηρίων διαμεσολάβησης θα παραμένουν την κρίσιμη στιγμή απλώς κόλλες χαρτί χωρίς αξίας. Αυτό το πλαίσιο σκέψης δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο από την απροϋπόθετη και αδιαμφισβήτητη αποδοχή του φιλελευθερισμού. Η φιλελεύθερη σκέψη πρέπει να μπολιάσει όλα τα έθνη και οι φιλελεύθερες αρχές πρέπει να διεισδύσουν σε όλους τους πολιτικούς θεσμούς, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις της ειρήνης και να εξαλείψουμε τις αιτίες του πολέμου. Όσο τα κράτη συνεχίζουν να επιβάλουν προστατευτικούς δεσμούς, εμπόδια στη μετανάστευση, υποχρεωτική εκπαίδευση, παρεμβατισμό και κρατισμό, τόσο νέες συγκρούσεις ικανές να εξελιχθούν ανά πάσα στιγμή σε ανοιχτό πόλεμο θα συνεχίσουν να πλήττουν την ανθρωπότητα”.
Στην πραγματικότητα ο Mises ασκούσε κριτική στο διεθνές όργανο της εποχής του (την Κοινωνία των Εθνών), αλλά εξέφραζε την ελπίδα για κάποιο “πλαίσιο σκέψης” που επιδιώκει την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων όχι μόνο στη χώρα που ζει ο καθένας, αλλά και στο εξωτερικό. Συμφωνώ ότι η χρήση της λέξης “υπερκράτος” από τον Mises είναι ατυχής, αλλά είναι σαφές ότι υποστηρίζει εδώ μια φιλελεύθερη ευαισθησία που υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα.
Το απόσπασμα αυτό είναι μέρος ενός βιβλίου με θέμα “μια φιλελεύθερη εξωτερική πολιτική”. Το τρίτο κεφάλαιο αυτού του μέρους είναι μια αξιοσημείωτη συλλογή από επιφυλάξεις έναντι πολιτικών που υποτίθεται ότι προάγουν την ειρήνη οι οποίες μπορεί να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα (από την “τυποποιημένη” εκπαίδευση μέχρι τη δημιουργία “οικονομικών περιοχών”). Πράγματι, ο Mises πιστεύει ότι “πρέπει να εγκαθιδρυθεί μια παγκόσμια τάξη στην οποία τα έθνη και οι εθνικές ομάδες θα είναι τόσο ικανοποιημένα με τις συνθήκες ζωής τους ώστε δεν θα αισθάνονται την ανάγκη να καταφεύγουν στον πόλεμο ως λύση ανάγκης και απελπισίας”. Μια τέτοια ανθρωπιστική στάση, που αποτελεί πράγματι μέρος της κλασικής φιλελεύθερης κληρονομιάς, είχε τότε ακόμη μεγαλύτερη επικαιρότητα μετά την καταστροφική εμπειρία του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Mises δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να αποδεχθεί “τις αρετές του εθνικισμού” ιδιαίτερα καθώς είχε δει την Ευρώπη στις φλόγες εξαιτίας του - και κατανοούσε ότι αυτό μπορούσε μπορούσε να ξανασυμβεί, όπως δυστυχώς ξανασυνέβη.
Θα μπορούσε ο Mises να θεωρηθεί οπαδός της εξαγωγής της δημοκρατίας; Η “απροϋπόθετη και αδιαμφισβήτητη αποδοχή του φιλελευθερισμού” ήταν για τον Μίζες ένας πολιτισμικός στόχος, όχι μια στρατηγική που θα πρέπει να επιδιωχθεί με τα όπλα. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας, το δεύτερο κεφάλαιο στο ίδιο αυτό μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην αρχή του αυτοπροσδιορισμού. Το νόημα του επιχειρήματος του Mises είναι ο στόχος της αποφυγής των συγκρούσεων και της διασφάλισης των προϋποθέσεων για ειρηνική συνύπαρξη. Δεν διψούσε για αμερικανική “ηγεμονία”, αλλά για την ιδέα ότι οι άνθρωποι, μέσα από αποδοτικές εμπορικές σχέσεις, θα βάλουν εντέλει τα όπλα τους στην άκρη. Αυτό το όραμα μπορεί ίσως να χαρακτηριστεί αφελές, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να θεωρείται προπαγάνδα υπέρ μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Το φιλελεύθερο όραμα του Μises περιελάμβανε την ιδέα των πολυεθνικών κρατών - κρατών εντός των οποίων διάφορες εθνικές ταυτότητες συνυπάρχουν όπως συνέβαινε στην Ευρώπη επί αιώνες προτού γίνει ηγεμονική η ιδέα “ένα κράτος, ένα έθνος”. Μήπως νοσταλγούσε την παλιά αυτοκρατορία των Αψβούργων; Μπορεί. Ας δούμε για λίγο τους συντηρητικούς. Ας αναλογιστούμε την Ευρώπη. Οι “εμπειρικοί” συντηρητικοί τους οποίους υποτίθεται ότι θαυμάζει ο κ. Hazony δεν θα ενθουσιάζονταν με την ιδέα των εθνικών ταυτοτήτων που πρόκειται για πολύ πρόσφατη κατασκευή - και σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν το προϊόν κονστρουκτιβιστικού εθνικισμού. Άλλωστε, το ίδιο το Συμβούλιο της Βιένης είχε “αντεθνικό” χαρακτήρα. Μήπως και οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι συντηρητικοί δεν υποστήριζαν τις αυτοκρατορίες ή μάλιστα την “εμπειρική” ιστορία των γεωγραφικών διαιρέσεων και των βασιλικών δυναστειών ως τις αρχές της νομιμοποίησης που αντιπαρατίθενται έντονα προς την αναδυόμενη τότε ιδέα του “έθνους”;
Θα διαβάσω το βιβλίο του κ. Hazony για το οποίο είμαι πραγματικά περίεργος. Αλλά γι' αυτά τα ζητήματα, προς το παρόν συνιστώ να μελετήσει κανείς τον παλιό, καλό Λόρδο Acton.
---
Ο Alberto Mingardi είναι Γενικός Διευθυντής της ιταλικής δεξαμενής σκέψης υπέρ της ελευθερίας των αγορών Istituto Bruno Leoni.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Οκτωβρίου και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.
Φωτογραφία: mises.org