Γράφει ο Dalibor Rohac
Η εδώ και μια δεκαετία διαμάχη ως προς το εγχείρημα του Doing Business και ο πρόσφατος τερματισμός της έκθεσης, υπενθυμίζουν ότι το τέλειο μπορεί να γίνει εχθρός του καλού. Αντί να βελτιώσουν την κύρια αυτή έκδοση της Τράπεζας, οι συχνές με καλή πρόθεση αλλαγές στη μεθοδολογία της την κατέστησαν ολοένα και λιγότερο διαφανή και ευεπίφορη σε χειραγώγηση - σε βαθμό που εντέλει κατέστη άχρηστη.
Η ανακοίνωση ότι ο Doing Business τερματίζεται έγινε μετά την έρευνα που διεξήγαγε η Τράπεζα για μη αρμόζουσες συμπεριφορές αξιωματούχων της, συμπεριλαμβανομένων του πρώην προέδρου της World Bank Group Jin Yong Kim και της πρώην διευθύνουσας συμβούλου Kristalina Georgieva, η οποία είναι σήμερα γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Και οι δύο κατηγορούνται ότι άσκησαν πίεση στους συγγραφείς της έκθεσης το 2017 ώστε να αποδώσουν υψηλότερες επιδόσεις στην Κίνα απ’ ό,τι ειδάλλως θα λάμβανε. Παρόμοιες “διορθώσεις” έγιναν αργότερα ώστε να βελτιωθούν οι επιδόσεις της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Στο καλό, θα πουν κάποιοι. Βλέποντας εκ των υστέρων “δεν θα έπρεπε να είχαμε δώσει τόση πολύ σημασία στον δείκτη εξαρχής” υποστηρίζει ο Mihir Swarup Sharma του Bloomberg Opinion, θυμίζοντας ότι η ενίσχυση κατά 30 θέσεις της κατάταξης της Ινδίας, που οφειλόταν αποκλειστικά σε αλλαγές στη μεθοδολογία από το 2016 στο 2017, χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό επιχείρημα από τον πρωθυπουργό της χώρας Narendra Modi.
Παρ’ όλα αυτά, οι πανηγυρισμοί για το τέλος της έρευνας είναι εσφαλμένοι όσο και οι προσπάθειες να αποδοθεί το φταίξιμο στο υποτιθέμενο “νεοφιλελεύθερο” πνεύμα των καιρών που οδήγησε στη δημιουργία της. Ο Doing Business που ξεκίνησε το 2003, αποτέλεσε μια σημαντική συμβολή για την κατανόηση των εμποδίων στην οικονομική ανάπτυξη και τη μείωση της φτώχειας ανά τον κόσμο, και βασίστηκε σε ισχυρά θεμελιωμένη έρευνα ως προς τη σημασία των νομικών συστημάτων και των θεσμών για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, της καινοτομίας και του δυναμισμού της οικονομίας.
Η Παγκόσμια Τράπεζα μπορεί να είναι ο μόνος οργανισμός που μπορεί να διεξάγει μια παγκόσμια έρευνα εταιριών ως προς τα νομικά και ρυθμιστικά εμπόδια και τα κόστη που αντιμετωπίζουν στις δραστηριότητές τους, τα οποία η ομάδα του Doing Business διασταυρώνει στη συνέχεια με τις πληροφορίες που συλλέγει ως προς το πραγματικό περιεχόμενο της ισχύουσας νομοθεσίας. Το αποτέλεσμα δεν ήταν απλώς μια κατάταξη χωρών, στην οποία συνήθως χώρες όπως η Σιγκαπούρη, η Νέα Ζηλανδία και το Χονγκ Κονγκ καταλάμβαναν την πρώτη θέση, αλλά και λεπτομερείς πληροφορίες ως προς το συγκριτικό κόστος και τη χρονική διάρκεια διαδικασιών όπως για την έναρξη μιας επιχείρησης (μισή μέρα στη Νέα Ζηλανδία έναντι 230 ημερών στη Βενεζουέλα σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκδοση), την κήρυξη χρεοκοπίας, την απόκτηση κατασκευαστικής άδειας, ή τη σύνδεση στο ηλεκτρικό δίκτυο.
Ο αδρός χαρακτήρας και η προσεγγιστική φύση αυτών των μετρήσεων, που προκαλουσε την αντίδραση κάποιων νομικών εμπειρογνωμόνων, ήταν το όλο θέμα. Είναι καλύτερα να έχουμε κατά προσέγγιση, ατελείς μετρήσεις του κόστους των νομικών διαδικασιών και των ρυθμίσεων, συγκρίσιμες μεταξύ των χωρών, από το να χανόμαστε στις λεπτές διακρίσεις των διαφορετικών νομικών κωδικών - και να χάνουμε το δάσος κοιτάζοντας το δέντρο.
Ο στόχος αυτού του εγχειρήματος άλλωστε δεν ήταν απλώς διανοητικός - αφορούσε τη βελτίωση των δημόσιων πολιτικών. Και στο πεδίο αυτό, το προϊόν απέδωσε. Πάρτε για παράδειγμα τον Μαυρίκιο, που κατέλαβε την 13η θέση παγκοσμίως στην πιο πρόσφατη έκδοση του Doing Business. Μετά από δύο δεκαετίες μεταρρυθμίσεων και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, απολαμβάνει ένα πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα που υπερβαίνει τα 22.000 δολάρια (παρόμοιο με τη Βουλγαρία), ενώ τα επίπεδα διαφθοράς στη χώρα είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα στην Ελλάδα ή τη Σλοβακία σύμφωνα με τον Δείκτη Προσλήψεων Διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας.
Όπως εξηγούν οι πολιτικοί επιστήμονες Hilary Appel και Mitchell A. Orenstein, οι πόροι δεδομένων όπως ο Doing Business συνέβαλαν κομβικά και στην μετακομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη, που γνώρισε τη βαθύτερη οικονομική απελευθέρωση σε ολόκληρο τον κόσμο εκείνη την εποχή. Καθώς οι οικονομίες της περιοχής ανοίγονταν ταυτόχρονα στον κόσμο, κυνηγούσαν κινητό κεφάλαιο για να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξή τους.
Αυτή η διαδικασία του θεσμικού και φορολογικού ανταγωνισμού απέδωσε - οι εισροές ξένων επενδύσεων που ήρθαν ως αποτέλεσμα στην περιοχή ήταν μεγαλύτερες απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Μάλιστα, οι πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΔΝΤ κυριαρχούνται από μετα-κομμουνιστικές χώρες που βρέθηκαν στο προσκήνιο αυτών των μεταρρυθμίσεων: η Τσεχία, η Σλοβακία, η Λιθουανία, η Λετονία, η Εσθονία και η Σλοβενία.
Την κύρια ευθύνη για το τέλος του Doing Business δεν την έχει ούτε η αρχική ιδέα πίσω από το εγχείρημα, ούτε η προθυμία της ηγεσίας της Τράπεζας να ευχαριστήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας και άλλες αυταρχικές κυβερνήσεις. Αντιθέτως, η ρίζα της αποτυχίας εντοπίζεται στις συχνά καλοπροαίρετες προσπάθειες να απομακρυνθεί το εγχείρημα από τους απλούς, αντικειμενικά μετρήσιμους ενδείκτες στην κατεύθυνση άλλων πιο περίπλοκων και λεπτομερειακών που θα είναι θωρακισμένοι έναντι μιας υποτιθέμενης “προκατάληψης υπέρ της απορρύθμισης”. Ήδη το 2012, ο πρόεδρος Κιμ συγκάλεσε μια ομάδα ειδικών και μια δημόσια διαβούλευση για την αναθεώρηση της μεθοδολογίας του εγχειρήματος - μια συζήτηση που κατέληξε να κυριαρχείται από ομάδες ακτιβιστών με κριτική στάση έναντι της ίδιας της ύπαρξης του δείκτη.
Οι συνεπακόλουθες αλλαγές στη μεθοδολογία απέδωσαν μεγαλύτερη βαρύτητα στις αποτιμήσεις των ειδικών και σε κάποιους υποδείκτες άρχισαν να τιμωρούν τις οικονομίες με μικρότερα ρυθμιστικά εμπόδια. Αντί απλώς να υπολογίζει τον μέσο όρο των επιδόσεων των χωρών, η νέα εκδοχή του δείκτη υποτίθεται ότι μετρούσε την “απόσταση” ανάμεσα στα υφιστάμενα νομικά και ρυθμιστικά πλαίσια και τις διεθνείς “βέλτιστες πρακτικές”. Έτσι, οι επιδόσεις του Doing Business έγιναν δυσκολότερες στην ερμηνεία τους, λιγότερο διαφανείς - και σε μεγάλο βαθμό άχρηστες για τη διεξαγωγή συγκρίσεων μέσα στον χρόνο. Αυτό οδήγησε όχι μόνο στη συσκότιση των αντικειμενικών και εύκολα κατανοητών μετρήσεων που οδήγησαν στην αρχική επιτυχία του δείκτη, αλλά επέτρεψαν ακριβώς την κρυφή αυτή χειραγώγηση που αποκαλύφθηκε στην πιο πρόσφατη σχετική έρευνα της Τράπεζας.
Η ιδέα ότι ο Doing Business από την αρχή του αντιπροσώπευε “μια αφελή αισιοδοξία, που εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο στην ιδέα ότι το κεφάλαιο θα μπορούσε να υπολογίσει πού θα κέρδιζε ένα κατάλληλο προφίλ ρίσκου-απόδοσης απλώς κοιτάζοντας έναν πίνακα” είναι ένας αχυράνθρωπος. Οι περιορισμοί του εγχειρήματος ήταν πάντα φανεροί - αλλά φανερά ήταν επίσης και τα οφέλη των δεδομένων που συλλέγονταν. Είναι αυτά τα μελλοντικά οφέλη, μεταξύ των οποίων και η μείωση της φτώχειας καθώς και η ενίσχυση του δυναμισμού της οικονομίας σε χώρες που επιδιώκουν να βελτιώσουν το επιχειρηματικό τους περιβάλλον που πλέον χάθηκαν οριστικά.
* Ο Dalibor Rohac είναι διακεκριμένος ερευνητής στο American Enterprise Institute (AEI) όπου μελετά τις ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές τάσεις.
* To άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 4 Οκτωβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του HumanProgress και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.