Ο πόλεμος του Ιράκ, 20 χρόνια μετά
Shutterstock
Shutterstock

Ο πόλεμος του Ιράκ, 20 χρόνια μετά

Την Πέμπτη, 16 Μαρτίου, συμπληρώνεται η 20ή επέτειος από την εισβολή στο Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν υπό την κυβέρνηση Μπους. Στο Cato έχουμε διοργανώσει ένα απόγευμα με συζητήσεις σε πάνελ εκείνη την ημέρα για να αναστοχαστούμε το γεγονός. 

Καθώς πλησίαζε η εισβολή, υπήρξαν αρκετές διαμαρτυρίες τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και σε όλο τον κόσμο, και ένα δημοφιλές πλακάτ σε ορισμένες από τις διαδηλώσεις αυτές έγραφε: «Από ένα χωριό στο Τέξας λείπει ο ηλίθιος». 

Στο εντυπωσιακό νέο του βιβλίο, Confronting Saddam Hussein: George W. Bush and the Invasion of Iraq (Oxford University Press), ο ιστορικός Melvyn Leffler διαφωνεί έντονα με αυτόν τον χαρακτηρισμό. Υποστηρίζει ότι, ενώ «η εισβολή στο Ιράκ μετατράπηκε σε τραγωδία», αυτό δεν συνέβη, «όπως υποστηρίζουν ορισμένες αφηγήσεις, εξαιτίας ενός απρόσεκτου ηγέτη, που χειραγωγήθηκε εύκολα από νεοσυντηρητικούς συμβούλους». Στην πραγματικότητα, «ο Μπους είχε πάντα τον έλεγχο της κυβερνητικής πολιτικής για το Ιράκ και δεν έσπευσε να κηρύξει τον πόλεμο. Στοιχειωμένος από την καταστροφή της 11ης Σεπτεμβρίου, αντιμετώπισε πρωτόγνωρες απειλές, αναγνώρισε το Ιράκ ως πιθανό κίνδυνο, ανέπτυξε μια στρατηγική διπλωματίας του εξαναγκασμού και ήλπιζε ότι ο Χουσεΐν θα υποκύψει στην αμερικανική πίεση. Πήγε στον πόλεμο όχι οδηγούμενος από την υπερφιλόδοξη ιδέα να κάνει το Ιράκ δημοκρατικό, αλλά για να το απαλλάξει από τα θανατηφόρα όπλα, τους δεσμούς του με τους τρομοκράτες και τον αδίστακτο, απρόβλεπτο τύραννο του». 

Το επιχείρημα του Leffler για την προώθηση της δημοκρατίας είναι βάσιμο. Στην πραγματικότητα, το επιχείρημα περί δημοκρατίας απέκτησε σημασία, όπως σημείωσε ο Bruce Russett, μόνο αφού τα επιχειρήματα ασφαλείας για τον πόλεμο αποδείχθηκαν κενά. Και ο Φράνσις Φουκουγιάμα παρατηρεί ειρωνικά ότι το προπολεμικό αίτημα να δαπανηθούν «αρκετές εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια και αρκετές χιλιάδες αμερικάνικες ζωές για να έλθει τη δημοκρατία στο… Ιράκ» θα «απορριπτόταν συνοπτικά με γέλια». Επιπλέον, όταν δίνεται στο αμερικανικό κοινό ένας κατάλογος με στόχους εξωτερικής πολιτικής, αυτό κατατάσσει μάλλον σταθερά την προώθηση της δημοκρατίας χαμηλότερα -και συχνά πολύ χαμηλότερα- από στόχους όπως η καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας, η προστασία των αμερικανικών θέσεων εργασίας και η ενίσχυση των Ηνωμένων Εθνών. 

Ωστόσο, είναι σαφές από την αφήγηση του Leffler ότι η κυβέρνηση ποτέ δεν αξιολόγησε ούτε επανεκτίμησε πραγματικά το κεντρικό κίνητρο για την εισβολή που επεχείρησε: «το αν η εισβολή και ο πόλεμος ήταν πιο επιθυμητά αποτελέσματα από το status quo, όσο τρομακτικό κι αν ήταν, δεν είχε αξιολογηθεί». Κεντρική ήταν η βαθιά λανθασμένη υπόθεση πως το Ιράκ αποτελούσε σημαντική απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την περιοχή επειδή μπορούσε να αναπτύξει όπλα μαζικής καταστροφής και να κυριαρχήσει χρησιμοποιώντας τα, ή απειλώντας να τα χρησιμοποιήσει, ή δίνοντάς τα σε τρομοκράτες. 

Στην πραγματικότητα, συμπεραίνει ο Leffler, ο Μπους «δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει το μέγεθος του εγχειρήματος που υιοθετούσε, τους εγγενείς του κινδύνους και το κόστος που θα προέκυπτε». Επιπλέον, «δεν ενθάρρυνε τον συστηματικό έλεγχο των πολιτικών που έκλινε να ακολουθήσει» και «δεν ρώτησε τους συμβούλους του εάν η εισβολή στο Ιράκ ήταν μια καλή ιδέα». Και κανείς δεν «ανέφερε καν την πιθανότητα ο Χουσεΐν να μην είχε τα όπλα που υπέθεσαν ότι είχε». 

Ο καημένος ήταν απ’ ό,τι φαίνεται αβοήθητος: «Όπως πολλοί Αμερικανοί, ο πρόεδρος και οι σύμβουλοί του δεν μπορούσαν παρά να συσχετίσουν το κακό που προσωποποίησε ο Χουσεΐν με ένα μέγεθος απειλής που δεν ενσάρκωνε». Δηλαδή, η απειλή από το Ιράκ παρουσιάστηκε μαζικά διογκωμένη. 

Ωστόσο, δεκάδες πανεπιστημιακοί ειδήμονες, κάποιοι που είχαν πρόσβαση σε πληροφορίες, οι ηγέτες αρκετών συμμαχικών χωρών και διαδηλωτές όπως αυτοί που κρατούσαν τα πλακάτ του «ηλίθιου» αντιμετώπισαν την «απειλή» στις πραγματικές τις διαστάσεις ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Σε αντίθεση με τον Μπους και τους συμβούλους του, δεν έκαναν το λάθος να τη συνδυάσουν με τη φαυλότητα του καθεστώτος του Χουσείν. 

Αρχικά, για να «κυριαρχήσει» το Ιράκ θα χρειαζόταν να έχει έναν αποτελεσματικό στρατό. Ωστόσο, όπως είχε συμβεί 12 χρόνια νωρίτερα στον Πόλεμο του Κόλπου του 1991, ο στρατός του απλώς κατέρρευσε και εξατμίστηκε όταν έλαβε χώρα η εισβολή του 2003. Δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει ταυτόχρονα ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις του Ιράκ μπορούν εύκολα να κατανικηθούν - κάτι που αποτελούσε σχεδόν την αρχική υπόθεση για τους μαχητές του 2003 και αποδείχτηκε ακριβής - και από την άλλη μεριά ότι αυτός ο ίδιος αποθαρρυμένος και εξαιρετικά ανίκανος στρατός αποτελούσε μια σοβαρή διεθνή απειλή. 

Το Ιράκ μπορεί να αποκτούσε κάποια στιγμή πυρηνικά όπλα - χρειάστηκαν 27 χρόνια, ωστόσο, για να το πετύχει αυτό το λιγότερο δυσλειτουργικό Πακιστάν. Αλλά, ακόμη κι αν ο Σαντάμ Χουσεΐν αποκτούσε αυτά τα όπλα, θα έβρισκε πως αν τα χρησιμοποιούσε ως απειλή σε μια προσπάθεια να «κυριαρχήσει» ή να «εκβιάσει», δεν θα βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα σύνολο φοβισμένων ικετών αλλά με έναν συνασπισμό αντιπάλων που είχε χιλιάδες τέτοια όπλα, όπως συνέβη το 1990 όταν το Ιράκ εισέβαλε στο γειτονικό Κουβέιτ. Δηλαδή, όπως υποστήριξαν 33 κορυφαίοι μελετητές διεθνών σχέσεων σε μια διαφήμιση των New York Times που δημοσιεύθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2002, «Ακόμα κι αν ο Σαντάμ Χουσεΐν αποκτούσε πυρηνικά όπλα, δεν θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει χωρίς να υποστεί μαζικά αντίποινα από τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ». 

Και τα παρέδιδε σε τρομοκράτες, η προέλευση των όπλων θα μπορούσε πιθανότατα να είχε εξακριβωθεί εύκολα μέσω της πυρηνικής εγκληματολογίας. Όπως επεσήμανε ο Brent Scowcroft σε ένα άρθρο που προηγήθηκε του πολέμου, ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν θα παρέδιδε τα όπλα σε «τρομοκράτες που θα τα χρησιμοποιούσαν για τους δικούς τους σκοπούς και θα άφηναν τη Βαγδάτη ως διεύθυνση επιστροφής». 

Το αν το χωριό εκείνο του Τέξας έχει ξανά όλους τους κατοίκους του μπορεί να είναι θέμα συζήτησης, αλλά μαζί με την εισβολή του Μπους στο Αφγανιστάν το 2001 - η οποία αποδείχτηκε μια άθλια αποτυχία και ήταν επίσης πιθανότατα περιττή - οι συνέπειες αυτού του λάθους πολιτικής ήταν φρικτές. Σύμφωνα με διάφορες καταμετρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δέχεται ο Leffler, οι πόλεμοι της 11ης Σεπτεμβρίου οδήγησαν σε θάνατο 100 φορές περισσότερους ανθρώπους από αυτούς που σκοτώθηκαν σε εκείνη την τρομοκρατική επίθεση - πολύ περισσότερους μάλιστα από όσους σκοτώθηκαν από πυρηνικά όπλα στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι μαζί. 

* Ο John Mueller είναι διακεκριμένο στέλεχος του Cato Institute και μέλος του τμήματος πολιτικής επιστήμης καθώς και διακεκριμένος ερευνητής στο Mershon Center for International Security Studies στο Ohio State University.  

** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 6 Μαρτίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.