Του James A. Dorn*
Η οικονομία της αγοράς με σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά της Κίνας αναδύθηκε μέσα από τις στάχτες των αποτυχημένων πειραματισμών του Μάο Τσε Τουνγκ με τον κεντρικό σχεδιασμό. Υπό εκείνο το καταπιεστικό καθεστώς η ιδιωτική επιχειρηματικότητα είχε απαγορευτεί και τα άτομα είχαν ως κηδεμόνα το κράτος. Όταν ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ έγινε ο ύπατος ηγέτης της Κίνας, εγκατέλειψε τον πάλη των τάξεων του Μάο ως τον θεμέλιο λίθο του Κομμουνιστικό Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) και ξεκίνησε μια προσπάθεια οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Υπήρχε τότε η ελπίδα ότι η μεγαλύτερη ελευθερία στη συναλλαγή των αγαθών και των υπηρεσιών θα οδηγούσε και σε μια πιο ελεύθερη αγορά ιδεών.
Αυτή η ελπίδα συντρίφτηκε όταν ο στρατός κατέστειλε τους διαδηλωτές στην πλατεία Τιέν Aν Mεν στις 4 Ιουνίου 1989. Η περίφημη “Νότια Περιοδεία” του Ντενγκ το 1992 σηματοδότησε την εκ νέου εκκίνηση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων - και η Κίνα έγινε έτσι το κράτος με τις περισσότερες εμπορικές συναλλαγές - αλλά ο προστατευτισμός στην αγορά των ιδεών παραμένει άθικτος. Υπό τον Πρόεδρο Σι Τσινπίνγκ, ο οποίος υπερασπίζεται την παγκοσμιοποίηση αλλά καταστέλλει την ελεύθερη ροή της πληροφορίας, η Κίνα έχει γίνει λιγότερο ελεύθερη.
Στον Δείκτη Παγκόσμιας Ελευθερίας του Τύπου (World Press Freedom Index) που μόλις δημοσιεύθηκε, η Κίνα κατέχει την 176η θέση ανάμεσα σε 180 χώρες, λίγο μόλις πιο πάνω από τη Βόρεια Κορέα - και ο Πρόεδρος Σι χαρακτηρίζεται ως “ο παγκόσμιος ηγέτης στη λογοκρισία και διώκτης της ελευθερίας του Τύπου”. Κατά την προετοιμασία του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΚ που θα διεξαχθεί αργότερα εντός του έτους, παρατηρήθηκε μια όξυνση στον πόλεμο στην ελευθερία του λόγου.
Χωρίς προειδοποίηση, τον Ιανουάριο η Δημοτική Διοίκηση Κυβερνοχώρου του Πεκίνου έκλεισε το διαδίκτυο στο Unirule Institute of Economics, μιας από τις σημαντικότερες δεξαμενές σκέψης της Κίνας για τις ελεύθερες αγορές που έχει ανάμεσα στους ιδρυτές της τον Μάο Γιουσί, έναν δριμύ επικριτή του μονοκομματικού κράτους και της απουσίας μιας ελεύθερης αγοράς ιδεών. Χωρίς πρόσβαση στην παγκόσμια ροή ιδεών, το έργο του Unirule έχει ουσιαστικά διακοπεί. Άλλοι ιστότοποι έχουν κλείσει και οι κυβερνομπράβοι της Κίνας κυνηγούν τα εικονικά ιδιωτικά δίκτυα (virtual private networks - VPN) που επιτρέπουν στους χρήστες να παρακάμπτουν το “Μεγάλο Τείχος Προστασίας”.
Από την 1η Ιουνίου θα εφαρμοστούν νέοι κανόνες για το περιεχόμενο των ειδήσεων που θα επιτρέπεται να δημοσιεύεται στις διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες, και οι συντάκτες θα υφίσταται εντονότερη επιτήρηση από το κράτος και το Κόμμα. Ο νόμος για την κυβερνοασφάλεια έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι ο στόχος-ομπρέλα του ΚΚΚ για “σταθερότητα και τάξη” θα επιτευχθεί. Αυτός ο στόχος όμως έρχεται σε σύγκρουση με τη δημιουργία μιας δυναμικής κοινωνίας των πολιτών, με την καινοτομία και την παγκοσμιοποίηση.
Ο Σι Τσινπίνγκ, πιστεύοντας ότι “η ελευθερία είναι ο στόχος της τάξης, και η τάξη η εγγύηση της ελευθερίας” δεν κατανοεί ένα βασικό στοιχείο του φιλελευθερισμού - ότι η ατομική ελευθερία είναι η πηγή της αναδυόμενης τάξης. Αυτή η ιδέα ήταν γνωστή στην Κίνα πολύ πριν διατυπωθεί από τον Άνταμ Σμιθ το 1776. Τον 6ο αιώνα π.Χ. ο Λάο Τσε εξήγησε ότι, όταν ο ηγεμόνας αφήνει το λαό στην ησυχία του (η αρχή της μη παρέμβασης ή του γου γουέι [?? - wu wei]) “οι άνθρωποι μεταμορφώνονται αυθορμήτως” και “αυξάνουν τον πλούτο τους”. Ο τρόπος που το πετυχαίνουν αυτό είναι μέσω των εθελούσιων συναλλαγών στην αγορά υπό ένα δίκαιο καθεστώς νομοκρατίας.
Η Κίνα επέτρεψε τη μεγαλύτερη οικονομική ελευθερία, που με τη σειρά της έδωσε τη δυνατότητα σε εκατομμύρια άτομα να ξεφύγουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους από τη φτώχεια, αλλά το μονοπώλιο της ισχύος του ΚΚΚ έχει αποτρέψει μια παρόμοια επέκταση της ελευθερίας του Τύπου - μολονότι το άρθρο 35 του Συντάγματος της ΛΔΚ ορίζει ότι “Οι πολίτες… απολαμβάνουν την ελευθερία του λόγου”.
Ο από πάνω προς τα κάτω έλεγχος των ιδεών αναγκαστικά έρχεται σε σύγκρουση με την από κάτω προς τα πάνω οικονομική μεταρρύθμιση. Η Κίνα δεν μπορεί να γίνει παγκόσμιο οικονομικό κέντρο όπως το Χονγκ Κονγκ, χωρίς ελεύθερη ροή της πληροφορίας. Η θωράκιση της πολιτικής ελίτ έναντι του ανταγωνισμού των ιδεών δεν είναι μια συνταγή που οδηγεί στη διατηρήσιμη ευημερία και την ειρήνη. Όπως έχει επισημάνει ο Λιου Τσουνίνγκ, ένας ανεξάρτητος ερευνητής στο Πεκίνο “το αν η Κίνα θα αποτελέσει έναν εποικοδομητικό συνεταίρο ή μια αναδυόμενη απειλή θα εξαρτηθεί… από τη μοίρα του φιλελευθερισμού στην Κίνα”.
Οι δυτικές φιλελεύθερες ιδέες που απορρίπτει ο Πρόεδρος Σι και το ΚΚΚ θέτουν το άτομο μπροστά από το κράτος και βλέπουν το κράτος ως τον προστάτη των ατομικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της ελευθερίας του λόγου. Ένα δίκαιο καθεστώς νομοκρατίας σχεδιάζεται έτσι ώστε να περιορίζει την ισχύ του κράτους, και να ενισχύει την ατομική ελευθερία. Με την επέκταση των αγορών - τόσο των αγαθών όσο και των ιδεών - μια τέτοια θεσμική διαρρύθμιση αυξάνει το εύρος των διαθέσιμων στους ανθρώπους επιλογών, που είναι και το πραγματικό μέτρο της ανάπτυξης.
Για να γίνει η Κίνα φάρος παγκοσμιοποίησης και ελευθερίας του εμπορίου, όπως διακήρυξε ο Πρόεδρος Σι στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, θα πρέπει να σημειωθεί μια μετακίνηση στην κατεύθυνση της ελεύθερης αγοράς των ιδεών. Η Κίνα δεν μπορεί να συνεχίσει να βρίσκεται στον πάτο σε ό,τι αφορά την ελευθερία του Τύπου και του λόγου χωρίς να χάνει έδαφος στην εποχή της πληροφορίας.
*Ο James A. Dorn, είναι αντιπρόεδρος νομισματικών μελετών του Cato Institute, εκδότης του Cato Journal, ερευνητής και διευθυντής του ετήσιου νομισματικού συνεδρίου του Cato.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 5 Μαϊου 2017 και παροσουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.