Του Desmond Lachman*
O κ. Μπεράτ Αλμπαϊράκ, Υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας και γαμπρός του Προέδρου Ερντογάν, φαίνεται αποφασισμένος να επιδεινώσει την ήδη σοβαρά πληγείσα αξιοπιστία του στις αγορές. Σε μια χρονική στιγμή όπου η χώρα του χρειάζεται απεγνωσμένα μια περιεκτική οικονομική στρατηγική για την αντιμετώπιση της σοβαρής νομισματικής της κρίσης, ο κ. Αλμπαϊράκ μας επιβεβαιώνει ατάραχος ότι η τουρκική οικονομία θα γνωρίσει μια σταθερή ανάκαμψη σχήματος V από το ρεκόρ της υποχώρησης της κατά 10% στο δεύτερο τρίμηνο αυτού του έτους. Αυτή η απουσία ρεαλισμού και η άρνηση της ύπαρξης οικονομικής κρίσης απειλεί πλέον να επιταχύνει την ελεύθερη πτώση του νομίσματος της χώρας, που μπορεί να επεκταθεί στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Όποιος αμφιβάλλει ως προς το πόσο έχει απομακρυνθεί ο κ. Αλμπαϊράκ από την πραγματικότητα, αρκεί μόνο να δει το υπεραισιόδοξο σενάριο του Νέου Οικονομικού Προγράμματος που συνέταξε. Σε μια εποχή που η χώρα του βρίσκεται εν μέσω μιας σοβούσας νομισματικής κρίσης και την ώρα που η οικονομία της, η οποία εξαρτάται από τον τουρισμό και τις εξαγωγές πρόκειται να πληγεί από ένα δεύτερο ευρωπαϊκό κύμα της πανδημίας, ο κ. Αλμπαϊράκ διαβεβαιώνει ότι η τουρκική οικονομία θα έχει ανακάμψει πλήρως μέχρι το τέλος του χρόνου και θα αναπτυχθεί κατά σχεδόν 6% το 2021.
Ομοίως, ο κ. Αμπαϊράκ μας διαβεβαιώνει με χαρά ότι ο πληθωρισμός της Τουρκίας θα επιβραδυνθεί από 10,5% σήμερα σε 8% το 2021. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η τουρκική λίρα ήδη έχει απωλέσει πάνω από το 25% της αξίας της από την αρχή του χρόνου και ότι η παροχή χρήματος της χώρας αυξάνεται κατά περισσότερο από 30%.
Φαίνεται ότι κανείς δεν έχει εξηγήσει στον κ. Αλμπαϊράκ ότι οι σοβαρές νομισματικές κρίσεις συνήθως συνδέονται με επιτάχυνση του πληθωρισμού και μείωση της παραγωγής. Αυτό είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτο, καθώς για την Τουρκία οι νομισματικές κρίσεις και οι αρνητικές τους οικονομικές συνέπειες δεν είναι κάτι το άγνωστο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σήμερα στην Τουρκία, μια χώρα με μια πολύ ανοιχτή οικονομία, ένα ανίσχυρο τραπεζικό σύστημα και έναν εταιρικό τομέα που εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το ξένο συνάλλαγμα. Θα νόμιζε μάλιστα κανείς ότι είναι μόνο ζήτημα χρόνου μέχρι να δούμε έναν μεγάλο αριθμό τουρκικών εταιριών να καταρρέουν από την πανδημία και την καταβύθιση του εθνικού νομίσματος.
Κανείς άλλωστε δεν φαίνεται να έχει εξηγήσει στον κ. Αλμπαϊράκ ότι η σταθεροποίηση του νομίσματος θα χρειαστεί μια μεγάλη αλλαγή πορείας στην τουρκική οικονομική πολιτική ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών. Ένα καλό σημείο εκκίνησης θα ήταν η εγκατάλειψη της ελαφρόμυαλης ιδέας του Προέδρου Ερντογάν ότι τα υψηλά επιτόκια είναι η αιτία και όχι η θεραπεία του πληθωρισμού. Πέρσι, αυτή η ιδέα οδήγησε την τουρκική κεντρική τράπεζα σχεδόν να υποδιπλασιάσει τα επιτόκια δανεισμού σε επίπεδο χαμηλότερο από τον αναμενόμενο πληθωρισμό. Επίσης, θα βοηθούσε αν ο κ. Αλμπαϊράκ ασχολούνταν λιγότερο με σενάρια επιστημονικής φαντασίας για τις προβλέψεις του προϋπολογισμού και αν ο κ. Ερντογάν αυτοπεριοριζόταν από την εμπλοκή σε περιπέτειες στο εξωτερικό, στη Συρία και τον Καύκασο που τον αποξενώνουν από τους εμπορικούς του εταίρους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Αν η Τουρκία αποτύχει να ελέγξει σύντομα τη νομισματική της κρίση, αυτό σίγουρα θα έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομία της χώρας. Θα ήταν όμως λάθος να σκεφτεί κανείς ότι μια μείζονα νομισματική κρίση στην Τουρκία θα περιοριζόταν εντός των συνόρων της χώρας. Με έναν εταιρικό κλάδο μάλιστα που έχει πάνω από 300 δις δολάρια χρέος σε ξένα νομίσματα, το οποίο διακατέχεται σε μεγάλο βαθμό από το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, μια περαιτέρω πτώση της τουρκικής συναλλαγματικής ισοτιμίας θα είχε αρνητικές οικονομικές συνέπειες και για την υπόλοιπη Ευρώπη.
*Ο Desmond Lachman είναι στέλεχος του American Enterprise Institute.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 29 Σεπτεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.