Γράφει ο Tom Spencer
Η νομισματική πολιτική μπορεί να εξελιχθεί σε πρόβλημα για την Ευρωζώνη καθώς εξερχόμαστε από την πανδημία. Δεδομένης της τεράστιας αύξησης της αστάθειας του χρήματος, μόλις επανέλθει η ζήτηση μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα αυξηθεί ο πληθωρισμός. Αυτό βραχυπρόθεσμα δεν είναι κάτι αναγκαστικά κακό. Η αύξηση των τιμών σηματοδοτεί υψηλότερα επίπεδα ζήτησης και συνεπώς εμπιστοσύνης στην οικονομία. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όμως με τον αυστηρό στόχο του 2% στον πληθωρισμό μπορεί να λειτουργήσει ως εμπόδιο στην ανάκαμψή μας, οδηγώντας σε υψηλότερα από το αναγκαίο επίπεδα ανεργίας. Αντιθέτως, η ΕΚΤ πρέπει να αλλάξει την αποστολή της και να στοχεύει στο ονομαστικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (NGDP/OAEP).
Η στόχευση του πληθωρισμού - όπου οι κεντρικές τράπεζες ορίζουν ως στόχο ένα συγκεκριμένο επίπεδο πληθωρισμού - είναι ακόμη ένα πολύ νέο φαινόμενο σε ό,τι αφορά την πρακτική των κεντρικών τραπεζών, αλλά έχει οφέλη. Αφαιρεί από τους πολιτικούς το κίνητρο να προσαρμόζουν τα επιτόκια για πολιτικούς σκοπούς, βοηθώντας έτσι στη σταθεροποίηση των οικονομιών. Ακόμη, είναι πολύ αποτελεσματικό μέτρο καθώς επιτρέπει στους τραπεζίτες να επικοινωνούν με το κοινό, δεδομένου ότι είναι πολύ απλό και ευνόητο.
Ένας κίνδυνος όμως που ενέχει η στόχευση του πληθωρισμού είναι πως οι κεντρικοί τραπεζίτες συχνά αντιδρούν σε βραχυπρόθεσμες μεταβολές στα επίπεδα των τιμών αντί για τον μεσοπρόθεσμο πραγματικό συντελεστή του πληθωρισμού. Γεγονότα όπως ένα πετρελαϊκό σοκ συχνά οδηγούν βραχυπρόθεσμα σε υψηλότερο πληθωρισμό, αλλά δεν απαιτούν παρέμβαση από την κεντρική τράπεζα καθώς δεν προκαλούν μεσοπρόθεσμο πληθωρισμό. Για να υπερβούν οι κεντρικές τράπεζες αυτό το πρόβλημα χρησιμοποιούν ένα εργαλείο γνωστό ως Κανόνα Taylor. Αυτός ο κανόνας εξετάζει τόσο το χάσμα μεταξύ του στόχου για τον πληθωρισμό και τον πραγματικό πληθωρισμό, όσο και το χάσμα ανάμεσα στα πραγματικά και τα φυσικά επίπεδα παραγωγής. Από αυτό, οι κεντρικοί τραπεζίτες μπορούν να υπολογίσουν μια είναι η καλύτερη συνταγή πολιτικής στην εκάστοτε στιγμή.
Σε έναν κόσμο τέλειας γνώσης αυτό θα ήταν ιδανικό, αλλά το χάσμα της παραγωγής είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υπολογιστεί, γεγονός που αφήνει τους κεντρικούς τραπεζίτες ευάλωτους σε λάθη. Ένα άρθρο του 2019 στο Journal of Money, Credit and Banking βρήκε ότι το 13% των διακυμάνσεων στο χάσμα παραγωγής οφείλονται σε λάθος προβλέψεις από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Χρησιμοποιώντας το Χάσμα του ΟΑΕΠ - το επίπεδο στο οποίο η ανάπτυξη του ΟΑΕΠ δεν είναι ούτε πληθωριστική ούτε αποπληθωριστή, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να κάνουν ακριβέστερες προβλέψεις, καθώς αυτό το εργαλείο είναι λιγότερο ευάλωτο στο πρόβλημα της γνώσης και συνεπώς βοηθά στην πρόβλεψη της αστάθεια. Για παράδειγμα ο Huiying Chen, αναπληρωτής καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο της κεντρικής Οκλαχόμα, βρήκε ότι η χρήση του εργαλείου αυτού θα μπορούσε να μειώσει την αστάθεια στην παραγωγή, την κατανάλωση και τον πληθωρισμό έως και 25%.
Η στόχευση του ΟΑΕΠ θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική σε περιόδους οικονομικής κάμψης. Όταν λέμε ότι είμαστε σε ύφεση, στην πραγματικότητα λέμε ότι είδαμε μια σημαντική μείωση στο ΟΑΕΠ. Αυτό είναι προβληματικό γιατί οι μισθοί είναι ανελαστικοί, πράγμα που σημαίνει ότι όταν τα κέρδη των επιχειρήσεων πέφτουν, δεν πέφτουν και οι μισθοί - γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα οι εταιρίες να αναγκάζονται να απολύσουν προσωπικό, δημιουργώντας έτσι ανεργία. Ο μόνος τρόπος να το διορθώσουμε αυτό είναι δημιουργώντας άμεσα μια αύξηση του ΟΑΕΠ. Συνεπώς έχει νόημα να στοχεύουμε τη βασική αιτία των οικονομικών προβλημάτων, το αρνητικό χάσμα του ΟΑΕΠ, αντί για το δευτερεύον ζήτημα του πληθωρισμού.
Αυτό καταδεικνύεται από την αντίδραση της ΕΚΤ στην παγκόσμια οικονομική κρίση. Την άνοιξη του 2011, μια αύξηση των τιμών του πετρελαίου οδήγησε σε αύξηση του πληθωρισμού. Εδώ, η ΕΚΤ φοβήθηκε ότι ο πληθωρισμός θα αυξηθεί υπερβολικά και έτσι αύξησε τα επιτόκια. Οι ΗΠΑ ήταν προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν έναν κάπως υψηλότερο πληθωρισμό και κράτησαν τα επιτόκια αμετάβλητα. Ενώ οι ΗΠΑ βρήκαν επιτυχημένα από την κρίση με το ΟΑΕΠ να αυξάνεται περίπου 4% ετησίως, η ανάκαμψη της Ευρωζώνης συνάντησε εμπόδια. Αυτό συνέβαλε στην όξυνση της κρίσης χρέους και αποδεκάτισε κάποιες από τις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Είναι εύλογο πολλοί άνθρωποι να κοιτούν τον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του 1970 και να ανησυχούν για τους πληθωριστικούς κινδύνους της εφαρμογής της στόχευσης του ΟΑΕΠ. Αυτό έχει μεγάλα μειονεκτήματα όπως υψηλότερα κόστη επιλογών και μειωμένη αγοραστική δύναμη. Εμποδίζοντας όμως τον πληθωρισμό μειώνει κανείς την αποτελεσματικότητα της οποιασδήποτε ανάκαμψης. Ακόμη, όπως επεσήμανε ο George Selgin, σε περίοδο μιας άνθησης της παραγωγικότητας, η στόχευση του ΟΑΕΠ θα συγκρατεί την νομισματική πολιτική ώστε να εμποδίζεται η πρόκληση φουσκών.
Αν η ΕΕ θέλει να έχει μακροπρόθεσμα σταθερές αγορές και να αντιμετωπίζει καλύτερες τις κρίσεις, τότε πρέπει να υιοθετήσει μια νέα αποστολή. Η στόχευση του ΟΑΕΠ είναι λιγότερο ευάλωτη σε προβλήματα υπολογισμού και θα παράγει έτσι με συνέπεια καλύτερα αποτελέσματα για τους Ευρωπαίους. Η ζήτηση για αυτή την πολιτική είναι επιτακτικότερη από ποτέ. Με το χάσμα του αρνητικού ΟΑΕΠ να παραμένει σημαντικό, αλλά και τον πληθωρισμό να παραμονεύει στη γωνία, η νομισματική πολιτική μπορεί να κάνει σοβαρή ζημιά στους Ευρωπαίους αν δεν χρησιμοποιηθεί σωστά. Αν η ΕΕ δεν είναι προσεκτική, τότε θα επαναλάβει τα λάθη της Παγκόσμιας Οικονομικής Κρίσης. Αν η ΕΕ όντως τιμά τη δέσμευση να προετοιμαστεί καλύτερα, πρέπει να εξετάσει την αναθεώρηση τη νομισματικής πολιτικής μέσω της στόχευσης του ΟΑΕΠ.
--
Ο Tom Spencer είναι ο βασικός υπεύθυνος οργάνωσης των London Neoliberals, και αντιπρόεδρος Διεθνών Παραρτημάτων του Progressive Policy Institute.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 7 Απριλίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.