Ολόκληρες γενιές φοιτητών διεθνών σχέσεων στα βρετανικά πανεπιστήμια έχουν μάθει ότι οι φιλελεύθεροι απεχθάνονται τον πόλεμο και αναζητούν ενεργά ευκαιρίες για την εξάλειψη των συγκρούσεων από την παγκόσμια πολιτική σκηνή - για παράδειγμα, με τη μετακίνηση της ισχύος από το εθνικό κράτος σε διεθνείς οργανισμούς, ή από τη διεύρυνση του διεθνούς δικαίου, τον καθορισμό ξεκάθαρων κανόνων συμπεριφοράς και την τιμωρία των κρατών εκείνων που φεύγουν από τα όρια του νομικού πλαισίου των, για παράδειγμα, Ηνωμένων Εθνών. Άλλες φιλελεύθερες “λύσεις” έχουν επικεντρωθεί στην εγχώρια πολιτική, και ιδίως την προσπάθεια περιορισμού των υποτιθέμενων πολεμοκάπηλων ομάδων (των στρατηγών, διπλωματών και αριστοκρατών), μέσω της αύξησης της ισχύος του υποτιθέμενα φιλειρηνικού γενικού κοινού σε ό,τι αφορά τις διεθνείς σχέσεις. Στο πρόσφατο παρελθόν, είδαμε πολλές προσπάθειες έξωθεν εισαγωγής της δημοκρατίας μέσω στρατιωτικών παρεμβάσεων, υπό την πεποίθηση ότι οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους. Πολλά έχουν ειπωθεί γι’ αυτές τις φιλελεύθερες αρχές, όμως σπανίως επισημαίνεται ότι αυτού του είδους η σκέψη είναι όντως “φιλελεύθερη” (liberal), υπό την αμερικανική όμως εννοιολόγηση του όρου. Πώς βλέπουν οι άλλου είδους φιλελεύθεροι τις διεθνείς σχέσεις, ιδίως στο πλαίσιο της σημερινής γεωπολιτικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία;
Οι κλασικοί φιλελεύθεροι, από τον Ντέιβιντ Χιουμ και τον Άνταμ Σμιθ μέχρι τον Φρίντριχ Χάγιεκ και άλλους, είχαν πάντα διαφορετικές απόψεις ως προς τις διεθνείς σχέσεις. Η ρεαλιστική τους εικόνα για την ανθρώπινη φύση, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος φαίνεται να καθοδηγείται τόσο από τη λογική όσο και από το συναίσθημα, τους εμποδίζει να είναι υπερβολικά αισιόδοξοι ως προς την πιθανότητα εξάλειψης των συγκρούσεων και της βίας από τις ανθρώπινες υποθέσεις, οι οποίες βεβαίως συμπεριλαμβάνουν και την παγκόσμια πολιτική σκηνή. Οι στοχαστές αυτοί αναγνωρίζουν ότι τα άτομα έχουν μια συναισθηματική εγγύτητα με τα έθνη τους (σήμερα, με τις χώρες τους) και σίγουρα δεν διστάζουν να υποστηρίξουν τον πόλεμο, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου ταυτόχρονα αναγνωρίζουν ότι ο πόλεμος είναι ένα φρικτό και καταστροφικό γεγονός. Αναζητούν τρόπους να αντιμετωπίσουν τα δυσάρεστα, αλλά αναπόφευκτα συμβάντα διεθνούς σύγκρουσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι κλασικοί φιλελεύθεροι δεν έχουν αιθεροβάμονα οράματα για τα φιλειρηνικά αποτελέσματα της διεθνούς συνεργασίας, των διεθνών συμφωνιών και των υπερθνικών δομών. Σίγουρα πιστεύουν ότι η διπλωματία, το διεθνές δίκαιο και οι διαπραγματεύσεις έχουν σημαντικό ρόλο στην προστασία και την πιθανή διεύρυνση της ανοιχτής διεθνούς τάξης, μιας σημαντικής, αλλά προφανώς όχι επαρκούς, συνθήκης για την ευημερία των ατόμων. Αναγνωρίζουν ωστόσο ότι αυτό μερικές φορές μπορεί να μην επαρκεί. Τα κράτη πρέπει επίσης να είναι έτοιμα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και τους συμμάχους τους, και πρέπει να έχουν την στρατιωτική ισχύ για να απωθήσουν πιθανούς εισβολείς. Συχνά, η παγκόσμια πολιτική σκηνή είναι μια πολύ πιο άσχημη υπόθεση απ’ ό,τι θέλουν να αναγνωρίσουν οι προοδευτικοί.
Η διεθνής αρένα δεν γνωρίζει κάποιον ύπατο κριτή ή κάποια ύπατη αρχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να θεωρείται ως η κατ’ εξοχήν “φυσική κατάσταση” - υπάρχουν πάρα πολλές διεθνείς συμφωνίες (του κάθε είδους) και άλλοι ισχυροί δεσμοί μεταξύ των κρατών για να ισχύει αυτό. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα εθνικά κράτη πρέπει να φροντίζουν για την ασφάλειά τους και να θεωρούν αυτή την υποχρέωση ως τον πρώτο στόχο της διεθνούς τους πολιτικής. Εδώ, μία από τις παραμέτρους είναι η ισορροπία ισχύος. Στον ακαδημαϊκό χώρο, αυτός ο μηχανισμός ως επί το πλείστον σχετίζεται με τη θεωρία του “ρεαλισμού”. Ο Χιουμ όμως ήταν εκείνος που έγραψε ένα ενθουσιώδες δοκίμιο για το θέμα, όπου υποστήριζε ότι η ισορροπία ισχύος βασίζεται στη κοινή λογική και σε προφανή επιχειρήματα. Ο Σμιθ συμφωνούσε απολύτως. Ο κεντρικός σκοπός της ισορροπίας είναι η αποφυγή του πολέμου, διασφαλίζοντας ότι η κυριαρχία ή τα φιλοπόλεμα σχέδια της μίας δύναμης ή συμμαχίας αντιπαραβάλλονται με μια αντίρροπη δύναμη ή συμμαχία. Οι δύο πλευρές εξισορροπούνται. Μολονότι ο Χάγιεκ ποτέ δεν έγραψε ευθέως για το ζήτημα, πρόκειται για μια μορφή αυθαίρετης τάξης στο διεθνές επίπεδο, με το απρόθετο αλλά καλοδεχούμενο αποτέλεσμα της διεθνούς τάξης. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πόλεμος εξαλεφεται πλήρως, αλλά συχνά θα έχει πιο περιορισμένη έκταση.
Ας περάσουμε τώρα από τη θεωρία στην πράξη. Μετά την κατάληψη της Κριμέας το 2014 και τη συνεχιζόμενη υποστήριξη των αποσχιστικών δυνάμεων στα ανατολικά της Ουκρανίας, οι Ρώσοι συγκέντρωσαν εκ νέου μια μεγάλη στρατιωτική παρουσία στα σύνορα με την Ουκρανία. Παραμένει ασαφές το αν ο Πρόεδρος Πούτιν όντως σχεδιάζει μια εισβολή, αλλά είναι σίγουρο πως χρησιμοποιεί αυτή την στρατιωτική ισχύ για να βρεθεί στο επίκεντρο μιας διεθνούς διαμάχης. Την τελευταία εβδομάδα, η Ρωσία απαίτησε την επιστροφή στο καθεστώς των “σφαιρών επιρροής” του 1997, χωρίς τη δυτική (νατοϊκή) στρατιωτική παρουσία στην Ανατολική Ευρώπη, πράγμα που ουσιαστικά σημαίνει την επιστροφή στην ψυχροπολεμική διαίρεση της Ευρώπης. Ο Πούτιν θέλει να εμποδίσει την Ουκρανία (και πιθανόν και τη Γεωργία) από το να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ της Συμμαχίας και των χωρών αυτών στη Βουδαπέστη το 2008. Η Ουκρανία και η Γεωργία δεν βρίσκονται κοντά στην απόκτηση της ιδιότητας του μέλους, όμως η Ρωσία θεωρεί αντιλαμβάνεται ακόμη και την πιθανότητα αυτής της εξέλιξης ως απειλή. Είναι επίσης γνωστό ότι ο Πρόεδρος Πούτιν επιδιώκει την επιστροφή του παλαιού μεγαλείου της Σοβιετικής Ένωσης, με συσκέψεις των μεγάλων δυνάμεων για τη λήψη αποφάσεων για τη μοίρα της παγκόσμιας ειρήνης. Κάποιοι σχολιαστές όμως υπογραμμίζουν την επιδείνωση της εσωτερικής κατάστασης στη Ρωσία, με τη δημοτικότητα του Προέδρου να φθίνει, τα αυταρχικά χαρακτηριστικά της εξουσίας να εντείνονται και την οικονομία να πάσχει. Ο Πρόεδρος Πούτιν μπορεί απλώς να θέλει να συσπειρώσει τον πληθυσμό απέναντι σε έναν κοινό εξωτερικό εχθρό.
Φαίνεται βέβαιο το ότι αν η Ρωσία ξεκινήσει έναν πόλεμο στην Ουκρανία, το τίμημα θα είναι υψηλό. Στο έδαφος, θα αντιμετωπίσει έναν μεγαλύτερο και καλύτερα εκπαιδευμένο ουκρανικό στρατό απ’ ό,τι το 2014. Κάποιες δυτικές χώρες ήδη ανακοίνωσαν ότι θα επιβάλουν κάθε είδους κυρώσεις, μολονότι παραμένουν ασαφείς ως προς το αν θα προσφέρουν στρατιωτική στήριξη στους Ουκρανούς. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν δήλωσε ότι ποτέ δεν θα δεχθεί κόκκινες γραμμές από την οποιαδήποτε χώρα, ενώ τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, σε δήλωσή τους στις 16 Δεκεμβρίου, απέρριψαν όλες τις ρωσικές κατηγορίες και τόνισαν ότι τα κυρίαρχα κράτη αποφασίζουν από μόνα τους για τη μελλοντική τους ένταξη στο ΝΑΤΟ. Ακόμη, κάλεσαν τη Ρωσία σε αποκλιμάκωση, και επανέλαβαν την υποστήριξή τους στην εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.
Είναι σαφές ότι η Ρωσία δοκιμάζει την ισχύ της δυτικής συμμαχίας, και τη δέσμευση των δυτικών δυνάμεων έναντι της Ουκρανίας. Άλλωστε, πέτυχε την κατάληψη της Κριμαίας, και συνεχίζει να στηρίζει την εξέγερση στην Ουκρανία. Είναι επίσης καιρός για μια αλλαγή της παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος. Μετά από τις δεκαετίες του μονοπολισμού, με τις ΗΠΑ ως τη μόνη υπερδύναμη, είναι η Κίνα, και όχι η Ρωσία αυτή που έχει τα ισχυρότερα χαρτιά για να μοιραστεί την κορυφή. Οι Ρώσοι μπορεί να επιχειρήσουν να αποκτήσουν κι αυτοί ένα κομμάτι της πίτας, τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή περιφερειακή ισορροπία ισχύος.
Οι κλασικοί φιλελεύθεροι υποστηρίζουν αυτή τη γραμμή του ΝΑΤΟ, που ταιριάζει με την Βρετανική Περιεκτική Αναθεώρηση της Πολιτικής Ασφάλειας, Άμυνας, Ανάπτυξης και Εξωτερικών (Integrated Review of Security, Defence, Development and Foreign Policy) που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2021. Η επέκταση των ρωσικών συνόρων διά της βίας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Η ενδοτική στάση έναντι των ρωσικών αιτημάτων δεν είναι επιλογή. Χρειάζεται διπλωματία, από μια ισχυρή όμως στρατιωτική θέση. Κανένα επιμέρους ευρωπαϊκό κράτος δεν είναι αρκετά ισχυρό για να αντιπαρατεθεί στη Ρωσία, συνεπώς το ΝΑΤΟ είναι η μόνη συμμαχία για κοινή δράση. Φυσικά, τα μέλη του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη είναι κυρίαρχα κράτη, και οι αποφάσεις τους να ενταχθούν στη συμμαχία δεν μπορούν να αναθεωρηθούν μέσω διατάγματος από τη Μόσχα. Το ΝΑΤΟ πρέπει ακόμη να συνεχίσει να προστατεύει την Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής. Είναι κομβικής σημασίας να διασφαλιστεί ότι οι Αμερικανοί ξανά μετέχουν πλήρως στο ΝΑΤΟ, μια ανάγκη την οποία ο Πρόεδρος Μπάιντεν φαίνεται να αναγνωρίζει και να επιθυμεί. Χωρίς τους Αμερικανούς, το ΝΑΤΟ είναι αδύναμο. Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι οι χώρες (όπως η Ολλανδία) που δεν καταβάλλουν πλήρως τα οφειλόμενα στο ΝΑΤΟ του 2% επί του ΑΕΠ (η Βρετανία φτάνει το 2,2%) πρέπει να αναθεωρήσουν τη στάση τους. Μια συμμαχία μπορεί να λειτουργήσει μόνο όταν όλα τα μέλη της τηρούν τις υποχρεώσεις τους.
Κανείς δεν αναζητά μια στρατιωτική αναμέτρηση, κανενός είδους. Αλλά δεν είναι η ώρα της αναποφασιστικότητας.
Ο Edwin van de Haar έχει διδάξει στο πανεπιστήμιο του Leiden στην Ολλανδία και στο Ateneo de Manila University στις Φιλιππίνες. Ειδικεύεται στη διεθνή πολιτική θεωρία και ιδίως στις διεθνείς πτυχές της φιλελεύθερης παράδοσης της πολιτικής σκέψης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 22 Δεκεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute for Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.