Του Nima Sanandaji*
Κατά τη διάρκεια της επιδημίας του κορονοϊού, σκληρά εργαζόμενοι γιατροί, νοσηλευτές και άλλο ιατρικό προσωπικό σώζουν τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Την ίδια ώρα όμως, η κρίση αποκάλυψε μεγάλες αναποτελεσματικότητες - σε συνδυασμό με χρονίζοντα προβλήματα παραγωγικότητας - στους τομείς υγείας των ευρωπαϊκών κρατών πρόνοιας. Χωρίς μεταρρυθμίσεις, με τον τρόπο που οι χώρες αυτές χρηματοδοτούν τα συστήματα υγείας τους, οι γηράσκοντες πληθυσμοί τους θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα σοκ όταν δουν τους φορολογικούς τους λογαριασμούς τα προσεχή χρόνια.
Το κεντρικό ζήτημα είναι πως τα κεντρικά σχεδιασμένα συστήματα υγείας συνήθως εμποδίζουν τις καινοτομίες που εξοικονομούν κόστος. Γι’ αυτό και ο κλάδος της υγείας συχνά λέγεται πως πάσχει από την “ασθένεια κόστους του Baumol”. Το φαινόμενο αυτό, που περιγράφηκε από τους οικονομολόγους William J. Baumol και William G. Bowen στα μέσα της δεκαετίας του 1960 αφορά την αύξηση των μισθών χωρίς μια αντίστοιχη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτό συμβαίνει ως αποτέλεσμα της αύξησης των μισθών στην οικονομία συνολικά, που έχει ως μοχλό θέσεις εργασίας που όντως γνωρίζουν αύξηση της παραγωγικότητάς τους. Καθώς ο κλάδος της υγείας συχνά δεν καταγράφει κάποια αύξηση αποτελεσματικότητας, τα κόστη των ίδιων υπηρεσιών αυξάνονται κάθε χρόνο καθώς περισσότεροι άνθρωποι τις χρειάζονται, και οι μισθοί εκείνων που τις παρέχουν αυξάνονται. Έτσι, καθώς αυξάνεται η οικονομία, η διατήρηση του ίδιου επιπέδου υπηρεσιών υγείας καθίσταται ακριβότερη.
Οι οργανωσιακές αλλαγές που χρειάζονται για να μειωθούν τα κόστη και ταυτόχρονα να αυξηθεί η ποιότητα και η ασφάλεια - όπως οι οικονομίες κλίμακος και τα υψηλά επίπεδα εξειδίκευσης - δεν εφαρμόστηκαν σε σημαντικό βαθμό στα ευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας. Οι υπερβολικά αυστηρές ρυθμίσεις, οι πολιτικές παρεμβάσεις και τα κρατικά διατάγματα περιορίζουν τη δυνατότητα υιοθέτησης ριζικών αλλαγών. Η εστίαση εντοπίζεται στον έλεγχο του κόστους των υπηρεσιών υγείας βραχυπρόθεσμα και όχι στην βελτίωση της ποιότητας και την ενθάρρυνση της καινοτομίας.
Από την άλλη πλευρά, οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν είναι εγκλωβισμένες στο δυτικό μοντέλο. Η μεγαλύτερη ανοιχτότητα των αγορών υγείας σε χώρες όπως η Ινδία άνοιξε τον δρόμο για τους “Χένρι Φορντ της υγείας”. Αυτοί οι επιχειρηματίες καταδεικνύουν ότι είναι εφικτή η ριζική καινοτομία στον κλάδο και πετυχαίνουν σήμερα σημαντική εξοικονόμηση κόστους και αυξήσεις στην παραγωγικότητα.
Ένα καλό τέτοιο παράδειγμα είναι ο Devi Shetty - διάσημος από την εγχείρηση που έκανε στη Μητέρα Τερέζα, της οποίας στη συνέχεια υπήρξε ο προσωπικός ιατρός. Πίσω στο 2000, ο Shetty ίδρυσε την Narayana Health, ένα κερδοσκοπικό ιατρικό κέντρο που προσφέρει εγχειρήσεις καρδιάς, αντιμετώπιση καρκίνου, οφθαλμολογικές εγχειρήσεις και άλλες μορφές εξειδικευμένης φροντίδας υγείας. Εστιάζοντας σε λίγες (και πολλές φορές συχνές) επιλεγμένες εγχειρήσεις, η Narayana Health μπορεί να λειτουργεί χρησιμοποιώντας οικονομίες κλίμακας σε ένα σύστημα όπου οι πάροχοι υγείας είναι ελεύθεροι να εισαγάγουν αποτελεσματικές μορφές οργάνωσης εργασίας. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι μπορούν να γίνονται περισσότερες εγχειρήσεις, αλλά και πως το κόστος της ποιοτικής φροντίδας υγείας έχει μειωθεί.
Όπως καταδεικνύω στο νέο μου βιβλίο με τίτλο The Henry Fords of Healthcare, ο Shetty δεν είναι μόνος του. Παρόμοια επιχειρηματικά εγχειρήματα έχουν αναληφθεί και σε άλλα μέρη της Ινδίας, καθώς και στην Ταϊλάνδη, την Σιγκαπούρη, την Κίνα και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτά τα νοσοκομεία ή οι μονάδες συνεργάζονται με ασφαλιστικές εταιρίες και με τον δημόσιο τομέα, πράγμα που σημαίνει ότι η κερδοσκοπική φροντίδα υγείας είναι διαθέσιμη στη μεσαία τάξη και σε κάποια φτωχότερα άτομα, με κάποιες κλινικές να προσφέρουν δωρεάν θεραπείες σε όσους το χρειάζονται.
Η επιτυχία αυτών των εγχειρημάτων δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς η Μέση Ανατολή, η Ινδία και η Κίνα έχουν μια χιλιετή ιστορία κερδοσκοπικής ιατρικής φροντίδας. Κατά τον Μεσαίωνα, ο Πέρσης ιατρός Αβικέννας θεωρούταν ως ο πατέρας της ιατρικής, και τα προηγμένα νοσοκομεία σε μέρη όπως η Βαγδάτη ενέπνευσαν την ευρωπαϊκή ιατρική παράδοση. Σήμερα υπάρχουν λόγοι να αναζητήσουμε ξανά μια τέτοια έμπνευση. Βλέπουμε ότι η κερδοσκοπική ιατρική φροντίδα, που οργανώνεται πάνω στις βασικές αρχές των αποτελεσματικών ροών εργασίας και των εγκαταστάσεων που κατασκευάζονται για συγκεκριμένους σκοπούς, δημιουργεί οφέλη υγείας για εκατομμύρια ανθρώπους.
Η δυνατότητα δημιουργίας οικονομιών κλίμακας στην εργασία και το επίπεδο της εξειδίκευσης που πέτυχε η Naragyana Health και άλλες παρόμοιες εταιρίες συνδέεται εν μέρει με το πληθυσμιακό μέγεθος και την πυκνότητα χωρών όπως η Ινδία και η Κίνα. Η συνολική μεταφορά του μοντέλου αυτού στην Ευρώπη μπορεί να μην αποδειχθεί εξίσου βιώσιμη. Παρ’ όλα αυτά, πολλά από τα οφέλη στην παραγωγικότητα αφορούν την οργάνωση της εργασίας και ως προς αυτό έχουμε πολλά να μάθουμε. Οι καλύτεροι επιχειρηματίες σε χώρες όπως η Ινδία και η Ταϊλάνδη έχουν δημιουργήσει συστήματα όπου ιατροί και νοσηλευτές εξειδικεύονται στην επιτέλεση των ίδιων θεραπειών κάθε μέρα και αποκτούν έτσι πολύ γρήγορα δεξιότητες και εξειδίκευση. Το αποτέλεσμα είναι μια αποτελεσματική φροντίδα υγείας, υψηλής ποιότητας και σχετικά χαμηλού κόστους. Συγκριτικά, οι ιατροί στο Ηνωμένο Βασίλειο αποκτούν εξειδίκευση σε πολύ μακρύτερες χρονικές περιόδους, καθώς για μεγάλο μέρος της σταδιοδρομία τους επιτελούν πολλές διαφορετικές θεραπείες κάθε μέρα.
Εκατομμύρια Δυτικοί ταξιδεύουν για να κάνουν καρδιολογικές και οφθαλμολογικές εγχειρήσεις και θεραπείες καρκίνου από τους επιχειρηματίες υγείας της Ασίας. Ακόμη, βλέπουμε σταδιακά παρόμοιες εξελίξεις σε μέρη της ανατολικής και νότιας Ευρώπης. Βρετανοί τουρίστες στη Μάλτα συνδυάζουν συχνά το ταξίδι τους με μια επίσκεψη στον οδοντίατρο. Η Κροατία και πολλές άλλες χώρες της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης έχουν σημαντικές εισροές ασθενών από το εξωτερικό.
Την ίδια ώρα, τα ευημερούντα κράτη πρόνοιας της βόρειας και δυτικής Ευρώπης συνεχίζουν να πλήττονται από την “ασθένεια του κόστους” του Baumol. Οι υπερβολικά ρυθμισμένοι και πολιτικά ελεγχόμενοι κλάδοι υγείας των κρατών πρόνοιας αντιμετωπίζουν προβλήματα με μεγάλες λίστες αναμονής, και υψηλά επίπεδα άγχους μεταξύ των εργαζόμενων στην υγεία. Τα συστήματα αυτά είναι υπερβολικά γραφειοκρατικά, και σημαντικός χρόνος χάνεται στην καταγραφή των ίδιων δεδομένων σε πολλαπλά αλληλοεπικαλυπτόμενα συστήματα.
Για δεκαετίες, οι αρμόδιοι για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων στη δυτική και τη βόρεια Ευρώπη ζητούν αποτελεσματικότερη παροχή υπηρεσιών υγείας. Ήρθε η ώρα να μάθουμε από τους κερδοφόρους επιχειρηματίες υγείας που έκαναν αυτό το όνειρο πραγματικότητα βασιζόμενοι στις πολύ γνωστές αρχές της αγοράς, τις βελτιστοποιημένες ροές εργασίας και την εξειδίκευση. Το βασικό μάθημα είναι ότι ο καπιταλισμός στην υγεία λειτουργεί, αρκεί οι πάροχοι να έχουν την ελευθερία να επιδιώκουν το κέρδος και να προσαρμόζονται σε νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας. Ήρθε η ώρα να αμφισβητήσουμε τη δυτική ιδέα ότι η υγεία για να πετύχει πρέπει να είναι υπερρυθμισμένη.
*Ο Nima Sanandaji είναι Ιρανο-Σουηδός συγγραφέας κουρδικής καταγωγής με εξειδίκευση σε θέμα καινοτομίας, επιχειρηματικότητας, ευκαιριών σταδιοδρομίας για τις γυναίκες, και του μέλλοντος των σκανδιναβικών κρατών πρόνοιας.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 5 Αυγούστου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.