Του Alberto Mingardi*
Η Jane Shaw Stroup έγραψε ένα σύντομο και εναργές άρθρο για το «επιχείρημα του αταβισμού» του Χάγιεκ. Σ’ αυτό υποστηρίζει πως ο Χάγιεκ έφτασε στο επιχείρημα αυτό αφού πέρασε ολόκληρη τη ζωή του μαχόμενος με τον σοσιαλισμό και τον οικονομικό παρεμβατισμό.
Ο Φρίντριχ Χάγιεκ γεννήθηκε το 1899, πολέμησε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (προσβλήθηκε από την ισπανική γρίπη και την ελονοσία στο δρόμο της επιστροφής του από τα χαρακώματα) και εκτέθηκε, ως νέος, στην πιο δυσμενή σειρά γεγονότων - που δεν έκαναν τον φιλελευθερισμό πολύ δημοφιλή μεταξύ των ανδρών και γυναικών της γενιάς του. Αντίθετα, ο φιλελευθερισμός βρισκόταν σε πτώση.
Ο φιλελευθερισμός του 19ου αιώνα είχε πολλές αποχρώσεις, αλλά όλες μοιράζονταν την επιθυμία της μετάβασης από τη διακριτική εξουσία σε κάτι που έμοιαζε με αυτόματους μηχανισμούς, εξέλιξη που θα μείωνε την πολιτική στην καλύτερη περίπτωση σε μια πολύ περιορισμένη, τεχνική προσπάθεια. Φυσικά, ορισμένοι πολιτικοί έτειναν να είναι έντονες, επιδεικτικές προσωπικότητες που μπορούσαν να εγείρουν την κοινή γνώμη τον 19ο αιώνα. Αλλά οι φιλελεύθεροι κάθε είδους ήταν δύσπιστοι ως προς το να παίζουν οι πολιτικοί την κοινή γνώμη σαν να ήταν πιάνο για να νομιμοποιούν τη λήψη των αποφάσεων της αρεσκείας τους. Η κοινή γνώμη σύμφωνα με τους φιλελεύθερους έπρεπε να είναι ένα δικαστήριο, να ελέγχει αυστηρά όλες τις συλλογικές δράσεις και πιθανώς να ακριβώς αυτούς τους τύπους διατηρεί υπό έλεγχο.
Ο 20ος αιώνας ήταν ο θρίαμβος της τόλμης: τολμηροί ηγέτες, τολμηρές αποφάσεις, τολμηρές φιλοδοξίες. Η πολιτική, πολύ μακριά από το να είναι μια περιορισμένη προσπάθεια, έθεσε ως στόχο να αναδιαμορφώσει την ίδια τη φύση του ανθρώπου.
Λίγοι σοφοί άνθρωποι εκείνη την εποχή αναρωτήθηκαν πώς ήταν δυνατόν οι πιο μορφωμένες κοινωνίες που υπήρξαν ποτέ να δεχτούν κάτι τέτοιο. Πολλοί πίστεψαν ότι ήταν ένα πρόβλημα παιδείας. Οι αλήθειες της πολιτικής οικονομίας ήταν, για παράδειγμα, σε γενικές γραμμές αντίθετες προς τη διαίσθηση των ανθρώπων και ως εκ τούτου δυσκολοχώνευτες. Ο Χάγιεκ ακολούθησε κι αυτός αυτό το μονοπάτι, εξ ου και η επιμονή του να μορφώνονται καλύτερα οι «μεταπωλητές από δεύτερο χέρι των ιδεών» (δημοσιογράφοι, καθηγητές λυκείου, κ.λπ.) που έτειναν να διαδίδουν κακές ιδέες με καλή πίστη. Αλλά μετά από ένα ορισμένο σημείο, μετά από πολλά χρόνια πάλης με αυτές τις ιδέες, ενώ συμπεριφερόταν με τον πιο ευγενικό, καλότροπο και λόγιο τρόπο σε όσους τις κατείχαν, ο Χάγιεκ συνειδητοποίησε ότι ίσως το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην εκπαίδευση αλλά πριν από την εκπαίδευση.
“Ο Χάγιεκ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι έχουν ένστικτα που εξελίχθηκαν γενετικά, ξεκινώντας από τους προκατόχους των ανθρώπων, τα αγελαία ζώα και συνεχίζοντας όταν οι άνθρωποι ζούσαν σε μικρές ομάδες. Αυτή η εξέλιξη τελείωσε μόλις πριν από περίπου 12.000 χρόνια.
Αυτά τα ένστικτα δεν ήταν εγγενώς κακά. Στην πραγματικότητα, περιλάμβαναν αναγκαία συναισθήματα, όπως η αλληλεγγύη και η συμπόνια, που κρατούσαν τις μικρές αυτές ομάδες ανθρώπων ζωντανές. Αλλά ήταν ωφέλιμα μόνο όταν οι άνθρωποι ζούσαν σε μικρές ομάδες. Η ανάπτυξη αυτού που ο Χάγιεκ ονόμασε «διευρυμένη τάξη» - του εμπορίου και της επικοινωνίας έξω από τις μικρές ομάδες, της σύγχρονης οικονομίας- απαιτούσε από τους ανθρώπους να ενεργούν διαφορετικά.
«Η ανθρωπότητα δημιούργησε τον πολιτισμό αναπτύσσοντας και μαθαίνοντας να ακολουθεί κανόνες (πρώτα σε εδαφικές φατρίες και στη συνέχεια σε ευρύτερα όρια) που συχνά απαγόρευαν στο άτομο να κάνει ό,τι απαιτούσαν τα ένστικτά του και δεν εξαρτιόταν πλέον από μια κοινή αντίληψη των γεγονότων».
Ωστόσο, οι άνθρωποι ποτέ δεν εγκατέλειψαν εντελώς τα πρώιμα ένστικτά τους και αυτό τους ελκύει στον σοσιαλισμό και τον φασισμό, είπε ο Χάγιεκ. Ο σοσιαλισμός και ο φασισμός τους δίνουν τον «ορατό κοινό σκοπό» πού ήταν τόσο αναγκαίος στο μακρινό παρελθόν. Αλλά το να εξαναγκάζουμε τους ανθρώπους να μοιράζονται έναν ορατό κοινό σκοπό δεν είναι συμβατό με την ελευθερία”.
Η σύγχρονη έρευνα για τις γνωσιακές προκαταλήψεις τείνει να ενισχύει την άποψη του Χάγιεκ. Θα ήθελα να προσθέσω στο υπέροχο μικρό δοκίμιο της Jane Shaw, μόνο μια επιφύλαξη. Αυτά τα έμφυτα ένστικτα δεν προκαλούν ανησυχία μόνο όταν έχουμε να κάνουμε με τις μάζες ή με τους απλούς ανθρώπους – όπως πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν. Είναι βαθιά ριζωμένα σε όλους μας και κάνουν ακόμα και την πιο μορφωμένη και εξευγενισμένη εμπειρία να λαχταράει για υπερ-επιβεβλημένη «τάξη» ή να απολαμβάνει τον ίλιγγο του να νιώθει μέλος της ομάδας των καλών και σωστών.
*Ο Alberto Mingardi είναι Γενικός Διευθυντής του Istituto Bruno Leoni και αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Πολιτικής Σκέψης στο πανεπιστήμιο IULM του Μιλάνου.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 5 Αυγούστου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.