Του Emanuel Oertengren
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν συμφωνήσει ότι 20 εκατομμύρια άνθρωποι θα πρέπει να ξεφύγουν από τη φτώχεια μέχρι το 2020. Ο δείκτης όμως τον οποίο χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν καταγράφει τη φτώχεια, αλλά την ανισότητα.
Αυτή η λάθος μέτρηση οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς τη φύση και την έκταση της φτώχειας στην Ευρώπη, καθώς και ως προς την αντιμετώπισή της.
Τον Νοέμβριο του 2017, οι ηγέτες της ΕΕ ανακοίνωσαν τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, ένα σύνολο 20 αρχών που αφορούν τις ίσες ευκαιρίες και την πρόβαση στην αγορά εργασίας, τις δίκαιες συνθήκες εργασίας και την κοινωνική προστασία. Αυτή η διακήρυξη είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο οι θεσμοί της ΕΕ εστιάζουν ολοένα και περισσότερο στη λεγόμενη κοινωνική διάσταση που ήταν και το θέμα ενός εγγράφου προβληματισμού που δημοσίευσε πέρσι η Επιτροπή σχετικά με το μέλλον της ΕΕ.
Ενώ η έντονη έμφαση της Επιτροπής στα κοινωνικά ζητήματα είναι νέα, η κοινωνική διάσταση καθαυτή δεν είναι νέα. Τόσο η Στρατηγική της Λισαβόνας, που υιοθετήθηκε το 2000, όσο και η ισχύουσα στρατηγική Ευρώπη 2020 περιλαμβάνουν στόχους που αφορούν τη μείωση της φτώχειας και την κοινωνική ενσωμάτωση.
Η στρατηγική Ευρώπη 2020 ορίζει ότι μέχρι το 2020, ο αριθμός των πολιτών της ΕΕ που ζουν ή κινδυνεύουν να βρεθούν σε συνθήκες φτώχειας θα πρέπει να έχει μειωθεί κατά 20 εκατομμύρια σε σύγκριση με το 2008. Ο ορισμός του ατόμου που ζει ή κινδυνεύει να βρεθεί σε συνθήκες φτώχειας αφορά εισόδημα κάτω του 60% του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος, ένα επίπεδο που προφανώς διαφέρει έντονα μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Προς το παρόν, αυτός ο στόχος για τη φτώχεια φαίνεται δύσκολο να επιτευχθεί. Μάλιστα, αν χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον δείκτη για τα άτομα που ζουν ή κινδυνεύουν να βρεθούν σε συνθήκες φτώχειας, τότε ο αριθμός των φτωχών πολιτών της ΕΕ έχει αυξηθεί κατά 1,7 εκατομμύρια στο διάσημα 2008-2015. Αυτή η αποτυχία μπορεί να εξηγεί ως ένα βαθμό τον λόγο που η Επιτροπή εξετάζει σήμερα πιο δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων στο επίπεδο της ΕΕ.
Το πρόβλημα είναι ότι ο δείκτης της Επιτροπής δεν αντανακλά με ακρίβεια το επίπεδο της φτώχειας στην Ευρώπη. Μια νέα έκθεση από τον Zsolt Darvas, η οποία συγκρίνει τον δείκτη φτώχειας της ΕΕ με άλλους δείκτες σχετικού εισοδήματος όπως τον συντελεστή Gini, καταδεικνύει ότι τα στοιχεία της ΕΕ καταγράφουν τη σχετική και όχι την απόλυτη φτώχεια. Ο ορισμός της φτώχειας είναι μια κατάσταση στην οποία ένα άτομο δεν διαθέτει τους πόρους για την κάλυψη βασικών ανθρώπινων αναγκών. Χρησιμοποιώντας όμως έναν δείκτη σχετικού εισοδήματος, η Επιτροπή εξισώνει την ανισότητα με τη φτώχεια.
Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή παρ' όλα αυτά υιοθέτησε έναν δείκτη σχετικού εισοδήματος ως δείκτη φτώχειας δεν είναι σαφείς καθώς η Eurostat τονίζει ότι «Αυτός ο δείκτης δεν καταγράφει τον πλούτο ή τη φτώχεια, αλλά το χαμηλό εισόδημα σε σύγκριση με άλλους κατοίκους της εκάστοτε χώρας, κατάσταση που δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ένα χαμηλό επίπεδο διαβίωσης».
Η χρήση του δείκτη σχετικού εισοδήματος οδηγεί σε μια σημαντική υπερεκτίμηση της φτώχειας στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΕ, το ποσοστό των πολιτών της ΕΕ «που κινδυνεύουν από τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό» είναι περίπου 24%. Πιο πολυδιάστατοι όμως δείκτες φτώχεια, που παρέχουν μια καλύτερη εκτίμηση των συνθηκών διαβίωσης, καταδεικνύουν ότι η φτώχεια στην ΕΕ είναι κοντύτερα στο 4%. Αυτά τα ευρήματα δεν πρέπει να εκπλήσσουν.
Για παράδειγμα, ένα άτομο με εισόδημα λίγο κάτω από το επίπεδο του κινδύνου της φτώχειας στο Λουξεμβούργο μπορεί να καταναλώσει εφτά φορές περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες (προσαρμοσμένα στην αγοραστική δύναμη) από ένα άτομο με εισόδημα λίγο πάνω από το επίπεδο του κινδύνου της φτώχειας στη Ρουμανία. Το να βάζουμε συνεπώς στην ίδια κατηγορία ανθρώπους των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης διαφέρουν κατά πάρα πολύ και το εκφράζουμε αυτό ως ποσοστό του πληθυσμού της ΕΕ δίνει μια εξαιρετικά διαστρεβλωμένη εικόνα.
Για να αποκτήσει η Επιτροπή μια ακριβέστερη εικόνα της φτώχειας στην ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσει έναν νέο δείκτη, όπως το ποσοστό των πολιτών της ΕΕ που μπορούν να αγοράσουν ένα σταθμισμένο καλάθι αγαθών και υπηρεσιών. Η χρήση ενός τέτοιου δείκτη θα οδηγήσει πιθανότατα και σε διαφορετικά συμπεράσματα πολιτικής.
Αντί να δαπανούμε ένα τρίτο του προϋπολογισμού της ΕΕ στην αναδιανομή μέσω των ταμείων συνοχής που τροφοδοτούν τη διαφθορά στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και δεν φαίνεται να εξηγούν τα μοτίβα σύγκλισης της ανάπτυξης στην ΕΕ, η εστίασή μας στην προσπάθεια της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών της ΕΕ θα πρέπει να είναι η πραγμάτωση του δυναμικού της Ενιαίας Αγοράς.
Για παράδειγμα, υπάρχουν ακόμη χιλιάδες ρυθμιζόμενα επαγγέλματα στην ΕΕ, γεγονός που εμποδίζει την υλοποίηση μιας πραγματικά ενιαίας αγοράς υπηρεσιών και περιορίζει την εργασιακή κινητικότητα. Ακόμη, η εργασιακή κινητικότητα μπορεί να εμποδίζεται από την αναθεωρημένη Οδηγία σχετικά με την Απόσπαση Εργαζομένων, που υπήρξε θεμελιώδης για την ελεύθερη μετακίνηση των εργαζομένων εντός της ΕΕ.
Αυτή η ελευθερία της κίνησης έχει συμβάλει σημαντικά στην αύξηση των συνθηκών διαβίωσης στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπου τα εμβάσματα από οικογενειακά μέλη που ζουν στο εξωτερικό μπορεί να αντιστοιχούν μέχρι και στο 3-6% του ΑΕΠ. Οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι αποτελούν επίσης ένα τόσο μικρό ποσοστό της συνολικής απασχόλησης στην ΕΕ (λιγότερο από 1%) που η συμβολή τους στη διαμόρφωση των μισθών στις χώρες υποδοχής είναι αμελητέα, παρά τις κατηγορίες από χώρες με υψηλούς μισθούς ότι οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι αποτελούν πηγή «αθέμιτου ανταγωνισμού».
Μια εύρυθμη Ενιαία Αγορά και η ελευθερία της μετακίνησης είναι στοιχεία που οι θεσμοί της ΕΕ μπορούν να δημιουργήσουν και να υπερασπιστούν. Με την υιοθέτηση όμως του Κοινωνικού Πυλώνα και τις νομοθετικές προτάσεις που επακολούθησαν, υπάρχει ο κίνδυνος η ΕΕ να πλήξει την αυτονομία των κρατών μελών χωρίς να καταφέρει να πετύχει ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα. Και ένας λανθασμένος δείκτης της φτώχειας μπορεί να οδηγήσει στα λάθος συμπεράσματα σχετικά με το τι θα πρέπει να κάνει η ΕΕ στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής. Κανείς δεν θα ωφεληθεί απ' αυτό, και πολύ περισσότεροι εκείνοι οι πολίτες της ΕΕ που όντως είναι φτωχοί.
--
Ο Emanuel Ortengren είναι υπεύθυνος θεμάτων οικονομικής πολιτικής στο Timbro, τη μεγαλύτερη δεξαμενή σκέψης υπέρ της ελευθερίας της αγοράς στη Σκανδιναβία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 4 Ιουνίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Epicenter Network και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».