Στο επιδραστικό του βιβλίο Development as Freedom, ο νομπελίστας οικονομολόγος Αμάρτυα Σεν υποστηρίζει ότι, λόγω της ελεύθερης ροής πληροφόρησης και της δημόσιας λογοδοσίας, οι δημοκρατίες, ακόμη και στις εξαιρετικά φτωχές χώρες, μπορούν να αποφεύγουν λιμούς που είναι συχνοί υπό αυταρχικά καθεστώτα.
Ομοίως, υπάρχει ένα όριο ως προς το πόσο κακή μπορεί να γίνει η πανδημία του COVID-19. Αυτό το οφείλουμε στο σύστημα διακυβέρνησής μας, σε αντίθεση με τον εντυπωσιακό κυνισμό και τη συσκότιση των κινεζικών αρχών που επέτρεψαν εξαρχής την εξάπλωση του ιού.
Η πρόκληση όμως για τις δημοκρατίες μας δεν είναι μόνο να αποτρέψουν το χειρότερο σενάριο από επιδημιολογικής πλευράς. Είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην πρότερη κατάσταση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκατομμύρια θανάτους. Αντίθετα, υποθέτοντας ότι ο ιός ήρθε για να μείνει, το μεγαλύτερο ερώτημα είναι πώς θα τον αντιμετωπίσουμε, σταθμίζοντας το κόστος της εξάπλωσής του έναντι του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού κόστους της “αυτοαπομόνωσης” και της “κοινωνικής απόστασης”.
Τα δρακόντια μέτρα που λήφθηκαν στην Ευρώπη και ολοένα και περισσότερο σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ είναι πλήρως δικαιολογημένα. Καθώς προσωπικά αισθάνθηκα φρίκη βλέποντας τα μπαρ και τα εστιατόρια στη γειτονιά μου στο East Village του Μανχάταν γεμάτα από κόσμο το προηγούμενο σαββατοκύριακο, εύχομαι να είχαν ληφθεί νωρίτερα. Ένα πλήρες όμως κλείσιμο μεγάλου μέρος της οικονομίας που πλέον συμβαίνει με αργούς ρυθμούς στην Αμερική, δεν αποτελεί ρεαλιστική λύση για παραπάνω από λίγες εβδομάδες.
Πρώτα απ’ όλα, το οικονομικό τίμημα είναι τεράστιο. Το να συνεχίσουμε την ίδια πορεία μέχρι το καλοκαίρι συνεπάγεται μια παγκόσμια ύφεση μεγέθους που εύκολα θα ξεπεράσει τη Μεγάλη Ύφεση. Το να μείνουμε στα σπίτια μέχρι να γίνει διαθέσιμο ένα εμβόλιο, σε 12 ή 18 μήνες, θα σημάνει πως κυριολεκτικά δεν θα έχουμε πλέον οικονομία στην οποία να επιστρέψουμε. Ακόμη, κανείς δεν καταλαβαίνει επαρκώς τη διάβρωση που προκαλεί η απομόνωση στο πνεύμα των ανθρώπων. Και οι πολιτικές επιπτώσεις μιας βαθιάς οικονομικής ύφεσης σε συνδυασμό με την ψυχολογία της τρέχουσας συγκυρίας είναι κάτι που μπορούμε μόνο να μαντέψουμε.
Αν η σημερινή λοιπόν κατάσταση δεν είναι βιώσιμη παρά μόνο βραχυπρόθεσμα, τι πρέπει να κάνουμε; Πρώτον, πρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τις σταθμίσεις ανάμεσα στους κινδύνους για την υγεία που συνεπάγεται η εξάπλωση του ιού και το οικονομικό και κοινωνικό κόστος των διάφορων μορφών “κοινωνικής απομόνωσης”.
Σε άλλα πλαίσια, η εξισορρόπηση των κινδύνων και των ωφελειών της αντιμετώπισης του κινδύνου χρειάστηκε δεκαετίες αλλαγών πολιτικής και τεχνολογικής καινοτομίας. Παρά τα όρια ταχύτητας, τις ζώνες ασφαλείας, τους αερόσακους και άλλα χαρακτηριστικά σχεδιασμού, περίπου 40.000 άνθρωποι πεθαίνουν σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα κάθε χρόνο στις ΗΠΑ. Οι προσπάθειες να μειωθεί αυτός ο αριθμός είναι αξιέπαινες. Το να μηδενιστεί όμως σήμερα θα σήμαινε ότι θα σταματούσε η κυκλοφορία αυτοκινήτων. Για τους περισσότερους από μας αυτό δεν θα ήταν αποδεκτό, όπως δεν θα ήταν αποδεκτό το να επιστρέψουμε στις προδιαγραφές αυτοκινήτων και κυκλοφοριακής ασφάλειας της δεκαετίας του 1970, όταν ο απόλυτος αριθμός των θανάτων στους δρόμους ήταν σημαντικά υψηλότερος απ’ ό,τι σήμερα.
Με τον COVID-19 χρειαζόμαστε απαντήσεις γρήγορα. Βάσει όμως των στοιχείων που συλλέγονται από τα επιβεβαιωμένα κρούσματα δεν μπορούμε να πούμε σχεδόν τίποτα για τον επιπολασμό του ιού, την εξέλιξη της εξάπλωσής του στον πληθυσμό ή τη θνησιμότητα που προκαλεί, καθώς τα τεστ δεν διεξάγονται σε τυχαία δείγματα.
Πρόκειται για μια χαμένη ευκαιρία τεράστιων διαστάσεων. Ο κόσμος προσφέρεται ως ένα εργαστήριο για αμέτρητα πειράματα πολιτικής. Από την Κίνα και τη Νότια Κορέα, τη Σιγκαπούρη, τις ευρωπαϊκές χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο, μέχρι τις ΗΠΑ, οι αρχές δοκιμάζουν διαφορετικά μείγματα πολιτικών με διαφορετικά αποτελέσματα που εξελίσσονται σε πραγματικό χρόνο. Αν οι χώρες δεν αυξήσουν τις προσπάθειές τους σε ό,τι αφορά τις εξετάσεις και τη συλλογή δεδομένων, ιδανικά με συντονισμένο τόπο, η αντίδρασή τους στην πανδημία θα είναι αναποτελεσματική. Και όταν όλα τελειώσουν, μπορεί να βγούμε από αυτή την κρίση χωρίς χρήσιμα διδάγματα ως προς το τι απέδωσε και τι όχι.
Τώρα είναι η ώρα να βρούμε ποιες παρεμβάσεις απέδωσαν περισσότερο. Η χρήση μασκών έξω από το σπίτι, η τήρηση ασφαλούς απόστασης από άλλους ανθρώπους και το συχνό πλύσιμο των χεριών φαίνονται προφανή παραδείγματα μέτρων που μάλλον είναι όχι μόνο φτηνά, αλλά και αποτελεσματικά και βιώσιμα στον χρόνο. Η ευρεία και συχνή χρήση εξετάσεων, εφόσον καταστεί εφικτή, και οι περιορισμοί στις δημόσιες συγκεντρώσεις και διάφορους τύπους αυτοπρόσωπης παροχής υπηρεσιών πιθανότατα ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Το κλείσιμο όμως των συνόρων, η αδιάκριτη απαγόρευση των αεροπορικών ταξιδιών ή η καραντίνα ολόκληρων πόλεων, είναι δύσκολο να αποτελούν αποτελεσματικούς ως προς το κόστος τους ή πρακτικούς τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος πέρα από το άμεσο βραχυπρόθεσμο διάστημα. Όσο όμως δεν υπάρχουν δεδομένα, όλα αυτά είναι απλώς διαισθητικά.
Αν το να αφήσουμε τον ιό να εξαπλωθεί ελεύθερα δεν αποτελεί αποδεκτή λύση, η διατήρηση των σημερινών απαγορεύσεων συνεπάγεται την παραγωγή οικονομικής και ανθρώπινης δυστυχίας που δεν έχουμε δει για γενιές, με ασύλληπτες πολιτικές (και γεωπολιτικές) συνέπειες. Για να κινηθούμε με επιτυχία ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, οι ηγέτες των δύο πλευρών του Ατλαντικού χρειάζονται καλύτερα δεδομένα - και τα χρειάζονται τώρα.
--
Ο Dalibor Rohac είναι ερευνητής στο American Enterprise Institute (AEI) όπου μελετά τις ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές τάσεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Μαρτίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.