Της Anna Jandura-Cessna*
Η διαμάχη ανάμεσα στη ρωσική εταιρεία- κολοσσό του φυσικού αερίου Gazprom και στην ουκρανική κρατική εταιρεία αερίου Naftogaz έχουν προκαλέσει μια πολιτική και οικονομική καταιγίδα. Η “μεγαλύτερη εμπορική διαιτησία στην ιστορία” είναι μια μάχη με βήματα μπρος και πίσω νομικών δράσεις που αφορούν συμβάσεις από το διάστημα 2009-2019. Αυτές οι νομικές δράσεις προκάλεσαν μια μεγάλη ποικιλία αμφισβητήσεων, μεταξύ των οποίων υπο-παράδοση αερίου και συμβατικές παρεξηγήσεις. Η Gazprom συναλλάσσεται με την ουκρανική εταιρεία με δύο τρόπους: διακινεί αέριο μέσω ενός ουκρανικού αγωγού στην υπόλοιπη Ευρώπη και παρέχει αέριο στην Ουκρανία. Μετά από τέσσερα χρόνια δικαστικής διαμάχης, ένα δικαστήριο στη Στοκχόλμη αποφάσισε εντέλει το 2018 να αποφασίσει συνολικά υπέρ της ουκρανικής εταιρείας. Η Gazprom πρέπει να καταβάλει στη Naftogaz 2,65 δις δολάρια στο πλαίσιο της διαιτητικής απόφασης.
Την επομένη της ανακοίνωσης της απόφασης, η Gazprom αντέδρασε κάπως ανταποδοτικά, ακυρώνοντας αμέσως την παροχή αερίου στην Ουκρανία. Αυτό προκάλεσε μια ενεργειακή μίνι κρίση στην Ουκρανία εν μέσω ενός από τους ψυχρότερους μήνες του χρόνου (“Η Ουκρανία κλείνει τα σχολεία”). Η Naftogaz ακόμη δεν έχει λάβει την πληρωμή των 2,65 δισεκατομμυρίων και επιδιώκει την κατάσχεση του ποσού αυτού μέσω δικαστηρίων στην Ολλανδία, την Ελβετία και τις ΗΠΑ.
Δυστυχώς τα προβλήματα της Ουκρανίας δεν σταματούν εδώ. Η σύμβασης μεταφοράς αερίου της Gazprom με την Ουκρανία πρόκειται σύντομα να λήξει - στο τέλος του χρόνου. Έχει κομβική σημασία για την οικονομία της Ουκρανίας να ανανεωθεί η σύμβαση. Η Ουκρανία κερδίζει περίπου 3 δισεκατομμύρια το χρόνο από τέλη διέλευσης από την Gazprom και ενεργοποιείται στον κλάδο από το 1948. Φέτος, η Gazprom θα ολοκληρώσει την κατασκευή ενός από τους νεότερους αγωγούς της, του Nord Steam Two. Ο σχεδιασμός του αγωγού θα προσπερνά τους αγωγούς της Κεντρικής Ευρώπης, και θα επιτρέπει έτσι στην Gazprom να αποφεύγει την Ουκρανία και τα τέλη διέλευσης. Δεδομένης της πολιτικής διαφωνίας μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, τις έντονες αντιδράσεις στα αποτελέσματα της διαιτησίας και την επικείμενη λειτουργία του Nord Stream Two, οι προοπτικές για μια μακροχρόνια ανανέωση της σύμβασης δεν είναι καλές.
Η σύναψη μιας νέα σύμβασης έχει ουσιώδη σημασία για την υγεία της ουκρανικής οικονομίας. Ο Nord Stream Two θα μειώσει την ανάγκη της διέλευσης μέσω Ουκρανίας, αλλά δεν θα την αντικαταστήσει αμέσως. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Gazprom δηλώνει με αυτοπεποίθηση ότι ο Nord Stream Two θα είναι λειτουργικός μέχρι το τέλος του 2020, αλλά ρεαλιστικά δεν μπορεί να λειτουργήσει στο πλήρες δυναμικό του μέχρι τουλάχιστον το 2021. Αν η ουκρανική σύμβαση δεν ανανεωθεί, η Ευρώπη θα αντιμετωπίζει έλλειμμα φυσικού αερίου περίπου της τάξης του 8% το 2020.
Οι τριμερείς συνομιλίες μεταξύ της Ουκρανίας, της Ρωσίας και της ΕΕ έλαβαν χώρα στις Βρυξέλλες πριν από λίγες μόλις ημέρες, στις 22 Ιανουαρίου, σε μια προσπάθεια διαπραγμάτευσης της διέλευσης αερίου μέσω Ουκρανίας μετά το 2019. Υπήρξαν ανάμεικτες αντιδράσεις, με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Naftogaz φαίνεται αμφίβολος ως προς την πρόοδο των συνομιλιών, ενώ ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Maros Sefcovic δήλωσε ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. Παρ' όλα αυτά, η Naftogaz δεσμεύθηκε να προσφέρει πολύ ανταγωνιστικά τέλη διέλευσης το 2020, οπότε είναι πιθανό να συναφθεί μία βραχυπρόθεσμη σύμβαση. Πιθανότατα η Gazprom θα μοιράσει τη μεταφορά του αερίου της μεταξύ του ουκρανικού αγωγού και του Nord Stream Two το 2020 και στη συνέχεια θα χρησιμοποιεί κυρίως μόνο τους δικούς της αγωγούς (όπως τον Nord Stream Two) από το 2021. Ακόμη και με τα χαμηλά τέλη διέλευσης της Naftogaz, ο Nord Stream 2 παραμένει φθηνότερος, συνεπώς είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πόσο πολύ θα χρησιμοποιήσει η Gazprom τον ουκρανικό αγωγό μετά το 2021.
Διαφοροποίηση της παροχής
Πολλές χώρες, τόσο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και αλλού, ανησυχούν για την εξάρτηση της Ευρώπης στο ρωσικό αέριο, ιδίως μετά την ολοκλήρωση του Nord Stream 2. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατύπωσε ανοιχτά αυτές τις ανησυχίες το 2015:
“Όταν οι συνθήκες είναι οι κατάλληλες, η ΕΕ θα εξετάσει την αναδιάρθρωση της ενεργειακής της σχέσεις με τη Ρωσία στη βάσει δίκαιων κανόνων για το άνοιγμα της αγοράς, τον ανταγωνισμό, την προστασία του περιβάλλοντος και την ασφάλεια, προς αμοιβαίο όφελος των δύο πλευρών”.
Σε ποιο σημείο θα αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση ότι “οι συνθήκες είναι οι κατάλληλες”; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρώπη εξαρτάται από το ρωσικό αέριο, καθώς η Ρωσία είναι η πηγή του 40% της παροχής της Ευρώπης. Αυτό βεβαίως εκθέτει την ΕΕ στον κίνδυνο ενδεχόμενων σοκ παροχής, συνεπώς η διαφοροποίηση φαίνεται εύλογη επιλογή.
Η Πολωνία και η Λιθουανία έχουν κάνει σημαντικά βήματα για την απομάκρυνσή τους από την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο. Και οι δύο χώρες έχουν κατασκευάσει τερματικά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) το οποίο ελπίζουν να αγοράσουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα κίνητρα πίσω από αυτή τη διαφοροποίηση φαίνονται κυρίως πολιτικά παρά δημοσιονομικά: “Δεν διαφοροποιούμε την παροχή μας για να συνεχίσουμε με τη Ρωσία… Είναι ζήτημα ασφαλείας”, εξηγεί ο Πολωνός αξιωματούχος ενέργειας Πιοτρ Ναϊμσκι.
Το διάστημα 2006-2016, η Ευρωπαϊκή Ένωση μείωσε την πρωτογενή εγχώρια παραγωγή ενέργειας κατά 16%. Ακόμη, σύμφωνα με τη Gazprom, η ζήτηση αερίου στην Ευρώπη προβλέπεται ότι θα παραμείνει σταθερή μέχρι το 2030. Η Gazprom χρησιμοποίησε αυτά τα δύο στατιστικά στοιχεία ως δικαιολόγηση της κατασκευής του Nord Stream Two. Η ΕΕ όμως καλύπτει αυτό το χάσμα της εγχώριας παραγωγής με άλλους τρόπους - κατά την ίδια περίοδο, η ΕΕ αύξησε την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά 66.6%. Έτσι, στην πραγματικότητα η Ρωσία επεκτείνει τις εξαγωγές αερίου στην ΕΕ μέσω του Nord Stream Two για να καλύψει δύο κίνητρα: πρώτον, να μειώσει την τιμή του επιχειρηματικού της μοντέλου και δεύτερον για να ακυρώσει το πλεονέκτημα της Ουκρανίας σε ό,τι αφορά τη διέλευση του αερίου.
Προκειμένου η Ευρώπη να αποφύγει έντονα σοκ παροχής, θα πρέπει να εξετάσει την περαιτέρω διαφοροποίηση της παροχής της, όπως έχουν ήδη κάνει η Πολωνία και η Λιθουανία. Η διαφοροποίηση μέσω του αμερικανικού LNG είναι μια ακριβή λύση, καθώς η Ρωσία ιστορικά κρατά τις τιμές της χαμηλές. Μάλιστα, έχει κρατήσει τις τιμές τόσο χαμηλες που το καλοκαίρι του 2018, οι τιμές του αμερικανικού LNG ήταν περίπου 71% ακριβότερες. Με αυτό το κόστος, είναι εύκολο να δούμε γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πιστεύει προς το παρόν ότι “οι συνθήκες είναι οι κατάλληλες” για την αναδιάρθρωση της ενεργειακής σχέσεις Ρωσίας-ΕΕ.
*H Anna Jandura-Cessna κάνει την πρακτική της στο Institute of Economic Affairs.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 31 Ιανουαρίου και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Epicenter Network και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.