Steve Davies vs Kristian Niemietz
ΝΑΙ - Stephen Davies
Σήμερα υπάρχει ένας έντονος διάλογος για τα αγάλματα διάσημων ανθρώπων με πολλά επιχειρήματα ως προς το ποιοι θα πρέπει να τιμώνται κατ’ αυτό τον τρόπο και με εκστρατείες για να κατέβουν πολλά αγάλματα λόγω πραγμάτων που έκαναν οι άνθρωποι που απαθανατίστηκαν σ’ αυτά. Έχω μια απλή λύση. Να κατεβάσουμε ΟΛΑ τα αγάλματα. Να μην υπάρχουν δημόσια μνημεία για κανέναν. Άλλωστε η σημερινή πρακτική είναι καθαυτή λάθος και στον σύγχρονο κόσμο, είναι και πολιτικώς κοστοβόρα.
Να διευκρινίσουμε κάτι. Το ζήτημα δεν αφορά την ιστορία. Το να μην έχουμε αγάλματα δεν θα σταματήσει τους ανθρώπους να γράφουν για προσωπικότητες του παρελθόντος ή να διαβάζουν και να μαθαίνουν γι’ αυτές. Το ζήτημα αφορά τη μνήμη, κάτι το διαφορετικό. Ένα άγαλμα κάποιου σε έναν δημόσιο χώρο είναι ένα δημόσιο μνημείο. Όπως υποδεικνύει η λέξη, είναι ένα υποβοήθημα ανάμνησης, ένας τρόπος να διατηρούμε και να δημιουργούμε μια κοινή ή δημόσια μνήμη σε όλους τους ανθρώπους μιας πολιτικής κοινότητας. Αυτή την κατανόηση τη μοιράζονται και οι δύο πλευρές της τρέχουσας διαμάχης - και οι δύο πιστεύουν ότι πρέπει να υπάρχουν δημόσια μνημεία ανθρώπων, αλλά διαφωνούν ως προς το ποιοι άνθρωποι και ποια γεγονότα θα πρέπει να τιμούνται έτσι.
Αυτό που πιστεύουν και οι δύο πλευρές είναι πως υπάρχει, ή θα πρέπει να υπάρχει, μια κοινή μνήμη και (εξίσου σημαντικό) μια κοινή αποτίμηση των προσωπικοτήτων και των γεγονότων που απαθανατίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το θέμα όμως είναι ότι δεν υπάρχει μια τέτοια κοινή μνήμη, πόσο μάλλον αποτίμηση, ως φυσικό φαινόμενο. Μπορεί πολλοί να θυμούνται τον Ουίνστον Τσώρτσιλ ως το πρόσωπο που οδήγησε τη Βρετανία κατά τη διάρκεια των σκοτεινών ημερών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όμως στη Νότια Ουαλία τον θυμούνται ως τον Υπουργό Εσωτερικών που διέταξε τον στρατό να πυροβολήσει εναντίον απεργών ανθρακωρύχων. Στην Ιρλανδία δεν υπάρχει καν μια κοινή μνήμη, αλλά τουλάχιστον δύο που βρίσκονται σε έντονη αντίθεση μεταξύ τους. Τα δημόσια μνημεία λοιπόν δεν είναι μια αναγνώριση και ενσάρκωση μιας υπαρκτής καθολικά κοινής μνήμης. Στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν μια προσπάθεια δημιουργίας μιας τέτοιας μνήμης και στη συνέχεια διατήρησής της, συνήθως συνειδητά και σκόπιμα. Στην πραγματικότητα είναι πράξεις προπαγάνδας. Σε κάποιες περιπτώσεις αντανακλούν όντως μια κοινή μνήμη και αφήγηση, αλλά και τότε η αναγνωρισμένη μνήμη δεν είναι ποτέ καθολική - είναι πάντα μερική και αμφισβητήσιμη. Όταν μια επιμέρους μνήμη αποκτά δημόσια αναγνώριση, τότε της δίνεται έμφαση ενώ άλλες υποβαθμίζονται ή παραγνωρίζονται. Έτσι, για πολλά χρόνια στην Ιρλανδία δεν υπήρχε κανένα μνημείο για τους πολλούς ανθρώπους από τη σημερινή Δημοκρατία της Ιρλανδίας που πολέμησαν για τη Βρετανική Αυτοκρατορία κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε για τους πολλούς εθελοντές που πολέμησαν στο πλευρό των Συμμάχων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η μνήμη δεν καταγράφηκε και παρέμεινε προσωπική, ιδιωτική και οικιακή.
Μια απάντηση είναι ότι αυτό ισχύει, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι καλό να δημιουργείται μια τέτοια κοινή μνήμη - το ζητούμενο είναι να κερδίσει μια πλευρά τη διαμάχη ως προς το ποια μνήμη πρέπει να είναι αυτή με επιχειρήματα. Αυτό καθιστά ανοιχτά και ειλικρινά την κοινή μνήμη και τα δημόσια μνημεία ένα ζήτημα πολιτικού ανταγωνισμού και εντέλει εξουσίας. Σε ένα πραγματιστικό επίπεδο, αυτό θα ήταν αποδεκτό σε μια κοινωνία με μια συναίνεση ή μια ισχυρή αίσθηση συλλογικής ταυτότητας. Εμείς δεν βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο, ούτε και οι περισσότερες σύγχρονες κοινωνίες βρίσκονται εκεί. Ο πλουραλισμός και ο εσωτερικός διάλογος των σύγχρονων κοινωνιών, που είναι και ένα από τα χαρακτηριστικά τους που τις καθιστούν παραγωγικές, είναι και ένας από τους παράγοντες που καθιστούν αδύνατη τη συναίνεση για το παρελθόν. Για παράδειγμα, δεν υπήρξε καμία συναίνεση ως προς το πώς να αποτιμήσουμε ή να θυμόμαστε την Ένδοκη Επανάσταση του 1688 και την εξορία του Ιακώβου Β’ - οι Προτεστάντες και οι Καθολικοί, οι Βρετανοί και οι Ιρλανδοί είχαν ριζικά διαφορετικές ιδέες επί του ζητήματος. Η προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ενιαία κοινή μνήμη μέσω των δημόσιων μνημείων σήμερα προκαλεί και υποδαυλίζει συγκρούσεις. Η διαφωνία και η απουσία ενότητας δεν είναι κακή. Κακή είναι η σύγκρουση - γιατί λοιπόν να την προκαλούμε;
Η δημιουργία όμως μιας κοινής μνήμης και αποτίμησης είναι και λάθος επί της αρχής. Είναι μια πράξη κολεκτιβισμού και μια άσκηση εξουσίας επί της ατομικής και της ιδιωτικής κριτικής ικανότητας. Η ιστορική πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη από τις αφηγήσεις της συλλογικής μνήμης. Οι ίδιες οι μνήμες είναι αποσπασματικές και προσωπικές και όταν υπάρχει μια συλλογική μνήμη αυτή υπάρχει στον πληθυντικό αριθμό και σε ανταγωνισμό. Το να καταστέλλονται κάποιες μνήμες ενώ την ίδια ώρα υπογραμμίζονται άλλες είναι απλώς λάθος και παραβιάζει τη φιλελεύθερη αρχή ότι το κράτος και η δημόσια σφαίρα πρέπει να είναι ουδέτερα ως προς τις θεωρίες περί καλής ζωής και τις αξιακές κρίσεις των πολιτών με έναν νόμο και έναν δημόσιο χώρο που δεν προκρίνει τη μία θεώρηση ή τον έναν τρόπο ζωής (ή τη μία μνήμη στην περίπτωση αυτή) έναντι των υπολοίπων. Τι όμως πρέπει να κάνουμε; Δεν υπάρχει τίποτε το κακό με την απαθανάτιση προσωπικοτήτων του παρελθόντος ή με τη δημιουργία και την καλλιέργεια μιας κοινής μνήμης αν αυτό γίνεται ιδιωτικώς και δεν περιλαμβάνει την προσπάθεια αξίωσης κάποιας μονοπωλιακής κατάστασης. Θα πρέπει να αφαιρέσουμε τα αγάλματα από τους δημόσιους χώρους και να τα τοποθετήσουμε σε ιδιωτικά πάρκα και μουσεία, εκεί όπου δεν είναι ορατά από τυχαίους περαστικούς και οι άνθρωποι θα πρέπει να πληρώνουν για να τα δουν (και πληρώνοντας θα εκφράζουν τη συναίνεσή τους). Θα μπορούσε να υπάρχει ένα θεματικό πάρκο με αγάλματα προσωπικοτήτων όπως ο Charles James Fox, ο Gladstone, ο Cobden, και ο Lloyd George που θα τιμά την ιστορία και την παράδοση του βρετανικού φιλελευθερισμού και την αφήγηση που συνδέεται με αυτόν. Θα μπορούσε να υπάρχει ένα άλλο πάρκο για όσους θέλουν να τιμήσουν τη Βρετανική Αυτοκρατορία, με αγάλματα ανθρώπων όπως οι Havelock, Outram, Napier, και Kitchener που θα αφαιρεθούν από δημόσιους χώρους και θα τοποθετηθούν εκεί. Αυτό που δεν πρέπει να έχουμε είναι έναν ολοένα και πιο βίαιο διάλογο και μια διαμάχη ως προς το ποιος θα ορίσει το αθέμιτο πρόγραμμα της δημόσιας μνήμης.
ΟΧΙ - Kristian Niemietz
Μια συχνή παρεξήγηση σχετικά με τον φιλελευθερισμό είναι πως αποτελεί μια πίστη “ανεκτικότητας”.
Δεν είναι. Ο φιλελευθερισμός δεν αφορά την ανεκτικότητα, αλλά την ελαχιστοποίηση της ανάγκης για ανεκτικότητα μέσω της ελαχιστοποίησης της ανάγκης για συμφωνία. Οι φιλελεύθεροι δεν θέλουν να κάνουν τους ανθρώπους πιο ανεκτικούς, αλλά να δημιουργήσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες άνθρωποι με αμοιβαίως ασύμβατες αξίες μπορούν να βγουν ο ένας από το δρόμο του άλλου και να μην ενοχλούνται αμοιβαίως - έτσι ώστε να μη χρειάζεται να είναι ανεκτικοί.
Αυτό σημαίνει, πρώτα και κύρια, την ελαχιστοποίηση της σφαίρας της συλλογικής λήψης αποφάσεων, καθώς αυτή είναι η σφαίρα στην οποία χρειάζεται να βρούμε συμφωνία. Όσο λιγότερα κάνουμε συλλογικά, τόσο λιγότερα είναι τα πράγματα στα οποία χρειάζεται να συμφωνήσουμε.
Η πρόταση να μην έχουμε δημόσια μνημεία είναι πλήρως συμβατή με αυτή τη λογική, και γι’ αυτό τη βλέπω κατ’ αρχήν με συμπάθεια, και υπό άλλες συνθήκες πιθανόν να την υποστήριζα. Το επιχείρημα είναι ότι όσο έχουμε δημόσια μνημεία, πρέπει να συμφωνούμε σε μια κοινή εκδοχή της ιστορίας. Πρέπει να συμφωνούμε ως προς το ποιοι είναι οι ήρωες και ποιοι οι φαύλοι. Αν αφήσουμε τα μνημεία στους ιδιωτικούς χώρους και την ιδιωτική πρωτοβουλία δεν θα χρειαστεί να το κάνουμε αυτό. Αν θέλετε να βάλετε στην ιδιοκτησία σας ένα άγαλμα του Λένιν που χρηματοδοτήθηκε ιδιωτικά κάντε το - δεν είναι δική μου υπόθεση. Αλλά θα ήμουν λιγότερο πρόθυμος γι’ αυτό σε έναν δημόσιο χώρο.
Όμως οι εικονοκλάστες που σήμερα γκρεμίζουν αγάλματα είναι κάτι το διαφορετικό και η ιδιωτικοποίηση των αγαλμάτων δεν είναι διέξοδος από το συγκεκριμένο πρόβλημα. Το πρόβλημά μας σήμερα δεν είναι ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε μια κοινή ερμηνεία της ιστορίας. Η διαμάχη δεν αφορά τους υποστηρικτές και τους αντιπάλους της δουλείας, τους υποστηρικτές και τους αντιπάλους του ρατσισμού ή της αποικιοκρατίας.
Όλοι συμφωνούμε ότι η δουλεία, ο ρατσισμός και η αποικιοκρατία είναι απαίσια πράγματα. Δεν είναι αυτό το ζήτημά μας εδώ. Ως προς αυτό είμαστε τόσο κοντά στην ομοφωνία όσο μπορεί κανείς ρεαλιστικά να φτάσει.
Το σημαντικό όμως είναι πως δεν υπάρχουν μνημεία που να εξυμνούν τη δουλεία, τον ρατσισμό ή την αποικιοκρατία στη Βρετανία. Υπάρχουν απλώς μνημεία ανθρώπων που είναι διάσημοι για κάποιον άλλο λόγο και που μπορεί επίσης, λιγότερο διάσημα, να εμπλέκονται σε κάποιες ανήθικες δραστηριότητες.
Πάρτε το παράδειγμα του αγάλματος του Edward Colston. Ο Κόλστον δεν τιμήθηκε για την εμπλοκή του στο δουλεμπόριο. Τιμήθηκε ως ένας τοπικός φιλάνθρωπος και όχι πολύ καιρό πριν, πολλοί άνθρωποι στην περιοχή δεν ήξεραν πολλά πράγματα ως προς την προέλευση των χρημάτων του, ή έκαναν τα στραβά μάτια. Αυτό δεν συνιστά αποδοχή του δουλεμπορίου. Είναι μια πραγματιστική στάση “ας αφήσουμε το παρελθόν στο παρελθόν” ή μια απλή απουσία ενδιαφέροντος. Και γιατί όχι; Υπάρχουν πολλά παλιά αγάλματα τριγύρω μας και είναι απολύτως εφικτό να τα αντιμετωπίζουμε απλώς ως ένα μέρος του τοπίου, χωρίς να φανατιζόμαστε ιδιαίτερα για το ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί οι άνθρωποι ή τι ακριβώς υποτίθεται πως συμβολίζει το εκάστοτε άγαλμα.
Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα ζήτημα όπου μια ομάδα στην κοινωνία πιστεύει με πάθος μια εκδοχή της ιστορίας, και μια άλλη ομάδα πιστεύει με πάθος μια διαφορετική εκδοχή. Είναι ένα ζήτημα όπου μια ομάδα στην κοινωνία δεν πολυνοιάζεται, και μια άλλη ομάδα στην κοινωνία επιλέγει να εξοργιστεί γιατί η οργή είναι της μόδας.
Το ζήτημα δεν αφορά καν τα αγάλματα. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι πως οι “ευαισθητοποιημένες” απόψεις έχουν καταστεί ενδείκτες υψηλού κοινωνικού κύρους, και οι άνθρωποι τις υιοθετούν για να σηματοδοτήσουν την κοινωνική τους θέση. Ακόμη κι αν αφαιρέσουμε τα μνημεία, οι “ευαισθητοποιημένοι” θα συνεχίσουν να θέλουν να σηματοδοτήσουν την κοινωνική τους θέση. Σε έναν κόσμο χωρίς μνημεία, θα θέλουν απλώς να το κάνουν αυτό με κάποιον άλλο τρόπο. Θα επιλέξουν να εξοργιστούν με το άλφα ή βήτα θέμα. Θα αντιδράσουμε λοιπόν και τότε με το να αφαιρέσουμε το άλφα και το βήτα;
Για τους φιλελεύθερους είναι πολύ διαφορετικό τι κάνει κανείς στην ιδιοκτησία του και τι κάνουμε στους κοινούς συλλογικούς μας χώρους. Μην κάνετε το λάθος να προβάλετε την άποψη αυτή στους “ευαισθητοποιημένους” ακτιβιστές. Το γεγονός ότι αυτή η διάκριση έχει σημασία σε σας, δεν σημαίνει ότι έχει σημασία και σ’ αυτούς. Οι “ευαισθητοποιημένοι” ακτιβιστες αγαπούν να κατεβάζουν από το βήμα ομιλητές σε ιδιωτικές εκδηλώσεις, των οποίων τους λόγους θα μπορούσαν απλώς να μην παρακολουθήσουν. Αγαπούν να ακυρώνουν ανθρώπους για απόψεις που εξέφρασαν σε ιδιωτικούς λογαριασμούς κοινωνικών μέσων, τους οποίους απλώς θα μπορούσαν να επιλέξουν να μην ακολουθούν. Το άγαλμα του Cecil Rhodes στην Οξφόρδη βρίσκεται ήδη σε τεχνικά ιδιωτική ιδιοκτησία, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την αφαίρεσή του από το να αποκτήσει διασημότητα.
Αν υπήρχε ένα ιδιωτικό πάρκο αγαλμάτων με διάφορα “μη ευαισθητοποιημένα” αγάλματα, σας εγγυώμαι ότι θα βανδαλιζόταν την ημέρα των εγκαινίων του. Η ιδιωτικοποίηση λύνει πολλά προβλήματα - αλλά δεν θα έλυνε αυτό.
* * *
Ο Steve Davies είναι επικεφαλής των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του Institute of Economic Affairs. Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής θεμάτων Πολιτικής Οικονομίας στο Institute of Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 8 Ιουλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.