Του Len Shacketon
Ομολογώ ότι δεν είχα αναλογιστεί ιδιαίτερα αυτό το ερώτημα μέχρι που παρακολούθησα ένα πολύ ενδιαφέρον σεμινάριο της Ιωάννα Νέγκρου, η οποία πρόσφατα επιμελήθηκε ένα βιβλίο με θέμα την ηθική κατάρτιση των οικονομολόγων. Η δρ. Νέγκρου επιχειρηματολογεί έντονα και πειστικά υπέρ ενός εθελούσιου κώδικα δεοντολογίας τον οποίο οι οικονομολόγοι θα πρέπει να υιοθετήσουν.
Η American Economic Association για παράδειγμα, υιοθέτησε έναν τέτοιο κώδικα πέρσι. Είναι σχετικά ανώδυνος και δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει μ' αυτόν - μεταξύ άλλων αναφέρει την ανάγκη για “διανοητική και επαγγελματική ακεραιότητα” και “απόλυτη ελευθερία οικονομικού διαλόγου” τονίζοντας ταυτόχρονα τις “ίσες ευκαιρίες και τη δίκαιη αντιμετώπιση όλων των οικονομολόγων”.
Απ' ό,τι φαίνεται, πρόκειται για μια κοινή τάση μεταξύ πολλών κοινωνικών επιστημών, ιδιαίτερα στον αγγλόφωνο κόσμο.
Τι προκάλεσε αυτή την τάση; Η δρ. Νέγκρου πιστεύει ότι οι οικονομολόγοι μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά, και χρειάζονται ηθικούς περιορισμούς. Υποστηρίζει ότι οι οικονομολόγοι που εργάζονται στο Σίτυ διευκόλυναν με κυνισμό την κατασκευή αδύνατον να κατανοηθούν παραγώγων και συνέβαλαν έτσι στη χρηματοπιστωτική κρίση. Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι οι οικονομολόγοι γενικότερα δεν είχαν “κανένα ή σχεδόν κανένα κίνητρο να εντοπίσουν και να εμποδίσουν εξελίξεις που οδήγησαν στην κρίση (όπως η φούσκα των τιμών των ακινήτων)”.
Δεν βρίσκω αυτό το επιχείρημα πειστικό. Ο διάλογος για τις αιτίες της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και τον ρόλο των οικονομολόγων του Σίτυ (που ούτως ή άλλως αποτελούν μια μικρή μειονότητα των οικονομολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου. Άλλοι θα μιλήσουν αντιθέτως για λάθος ρυθμιστικό περιβάλλον και συμπεριφορές - που συχνά επιδεικνύουν μια ανεύθυνη ή ακόμη και εγκληματική αδιαφορία για τον κίνδυνο - κάποιων κομβικών (μη οικονομολόγων) αρμοδίων για τη λήψη αποφάσεων. Σε κάθε περίπτωση, πόσο διαφορά θα έκανε ένας τέτοιος κώδικας στην πράξη; Οι λογιστές ήδη υπόκειται σε διάφορους κώδικες δεοντολογίας αλλά θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι φταίνε περισσότερο από τους οικονομολόγους για διάφορα οικονομικά σκάνδαλα.
Όσο δε για το επιχείρημα ότι οι οικονομολόγοι δεν είχαν “κίνητρο να εντοπίσουν και να εμποδίσουν εξελίξεις που οδήγησαν στην κρίση”, είναι απλώς ανόητο. Γιατί θα έπρεπε όλοι οι οικονομολόγοι να παρακινούνται να εστιάσουν στις τάσεις της μακροοικονομίας; Λίγοι από μας έχουμε ενδιαφέρον ή εξειδίκευση σ' αυτόν τον τομέα. Είναι σαν να λέμε ότι όλοι οι γιατροί θα πρέπει να εστιάζουν στην εγχείρηση καρδιάς.
Πιο σοβαρά, είναι λάθος να φαντάζεται κανείς ότι ακόμη και οι ειδικοί οικονομολόγοι μπορούν να ερμηνεύουν με ακρίβεια τι μας λέει μια μάζα συχνά αντιφατικών μακροοικονομικών δεικτών, πόσο μάλλον να προτείνουν μέτρα που σίγουρα θα τους διαταράξουν. Αν οι οικονομολόγοι ή οποιοσδήποτε άλλος πιστεύει ότι ξέρει με κάποια λεπτομέρεια το πώς λειτουργούν οι οικονομίες, αυταπατάται.
Κανένας κώδικας δεοντολογίας δεν θα μας δώσει ποτέ την ικανότητα να προβλέψουμε και να ελέγξουμε την οικονομική δραστηριότητα, που είναι το αποτέλεσμα αμέτρητων εκατομμυρίων ατομικών οικονομικών αποφάσεων. Όμως ένας ανησυχητικά μεγάλος αριθμός οικονομολόγων νομίζουν ότι ξέρουν καλύτερα από τους ανεκπαίδευτους πολίτες, για παράδειγμα στο θέμα του μπρέξιτ. Ένας κίνδυνος είναι ότι οι κώδικες δεοντολογίας που λειτουργούν ως ενδείκτες αρετής θα ενισχύσουν την εικόνα που έχουν οι οικονομολόγοι του κυρίου ρεύματος για τον εαυτό τους ως “επαγγελματίες”, όπως οι γιατροί και οι δικηγόροι όπου αυτού του είδους οι κώδικες δεοντολογίας μπορεί να είναι πιο εμφανώς προσήκοντες.
Από το σημείο αυτό, απέχουμε μόλις λίγα βήματα μέχρι το να αποκλείονται άνθρωποι που δεν ταιριάζουν στο κυρίαρχο πλαίσιο. Μια έκθεση που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει απροϋπόθετα ότι “οι ερευνητές κοινωνικών και οικονομικών αντικειμένων αναμένεται να κατέχουν πανεπιστημιακό πτυχία σε αντικείμενο σχετικό προς την έρευνά τους ή να έχουν σχετική πρακτική εμπειρία”. Αν μια τέτοια υποχρέωση καταγραφεί σε έναν κώδικα δεοντολογίας, αυτό θα είναι κάτι το ανησυχητικό. Θα φαινόταν για παράδειγμα ότι έτσι αποκλείεται ο Κέυνς.
Μιλώντας για τον Κέυνς, η βετεράνος μετακεϋνσιανή Shiela Dow προσέλκυσε κι αυτή την προσοχή στην ανησυχία της ότι αυτή η τάση για κώδικες στην κατεύθυνση ενός στενού επαγγελματισμού μπορεί να περιθωριοποιήσει ή να αποκλείσει ετερόδοξους οικονομολόγους - στους οποίους περιλαμβάνει τους χαγιεκιανούς καθώς και τους μετέχοντες στο δικό της ρεύμα σκέψης.
Αυτοί οι κώδικες, ακόμη κι αν σήμερα φαίνονται ανώδυνοι, δεν θα παραμείνουν αναλοίωτοι - για παράδειγμα ο κώδικας της ΑΕΑ φαίνεται πως τυγχάνει επεξεργασίας από μια μόνιμη επιτροπή αναθεώρησης. Σταδιακά σχεδόν με βεβαιότητα οι κώδικες αυτοί θα γίνουν πιο κανονιστικοί καθώς οι ομάδες συμφερόντων θα αποκτήσουν μερίδιο στη δράση. Όπως ακριβώς φοβάται η Dow, συγκεκριμένες μεθοδολογίες μπορεί να αρχίσουν να ευνοούνται προνομιακά.
Οι προσπάθειες ορισμού του ποιοι είναι θεμιτό να θεωρούνται οικονομολόγοι, πράγμα το οποίο είναι σίγουρα μια λογική συνέπεια της ολοένα και μεγαλύτερης προσήλωσης στους κώδικες καλής πρακτικής, μπορεί σταδιακά να οδηγήσει σε κάποια μορφή επαγγελματικής ρύθμισης, μια επικίνδυνη τάση την οποία έχω εξετάσει σε άλλο μου κείμενο.
Ανησυχώ επίσης ακόμη και στο βραχυπρόθεσμο ορίζοντα για τον “εθελούσιο” χαρακτήρα των κωδικών δεοντολογίας και καλής πρακτικής. Οι κώδικες αυτοί πολύ σύντομα καθίστανται ουσιαστικά υποχρεωτικοί. Για παράδειγμα, οι εθελούσιοι κώδικες καλής πρακτικής που διατυπώθηκαν από τους ρυθμιστές των ζητημάτων υγείας και ασφάλειας, πολύ σύντομα έγιναν υποχρεωτικοί στην τήρησή τους από τους ασφαλιστές. Η συμβουλευτική υπηρεσία ACAS διατύπωσε κώδικες καλής πρακτικής για τους υπαλλήλους τους, οι οποίοι λαμβάνονται σήμερα υπόψη στις υποθέσεις των εργασιακών δικαστηρίων. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι τα σώματα που χρηματοδοτούν την έρευνα θα υποχρεώνουν όλους τους ερευνητές που αποκτούν χρηματοδότηση να δεσμεύονται γραπτώς για την τήρηση ενός επαγγελματικού κώδικα δεοντολογίας, και το ίδιο να συμβαίνει και με τα πανεπιστήμια.
Είμαι συνεπώς επιφυλακτικός ως προς την υιοθέτηση κωδίκων δεοντολογίας για τους οικονομολόγους. Ήδη είμαστε υποχρεωμένοι να τηρούμε πολλές νομικές εντολές, για παράδειγμα σε ό,τι αφορά την πνευματική ιδιοκτησία και την προστασία των δεδομένων. Τα επιστημονικά περιοδικά, μεταξύ των οποίων και το δικό μας Economic Affairs, μας υποχρεώνουν να δηλώνουμε τυχόν σύγκρουση συμφέροντος. Οι νόρμες για την αποφυγή της λογοκλοπής δεν χρειάζονται επίσημους κανόνες - όσοι αποκαλύπτονται πως είναι ένοχοι λογοκλοπής εξευτελίζονται δημοσίως. Για να προχωρήσουμε πέρα απ' αυτό φαίνεται πως απαιτείται μια ισχυρότερη δικαιολόγηση. Οι κανόνες δεοντολογίας για τους οικονομολόγους, όσο κι αν φαίνονται ελκυστικοί σε κάποιους, είναι λύσεις σε ένα πρόβλημα που θα πρέπει να το ανακαλύψουμε.
*Ο Len Shacketon είναι μέλος της εκδοτικής και ερευνητικής ομάδας του Institute of Economic Affairs και καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μπάκινγκχαμ.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Σεπτεμβρίου 2019 και παρουσιάζεται στα αγγλικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs (IEA) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.