Του Zine-Eddine Aklil
Μετά το βέτο στη συγχώνευση Alstom-Siemens, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δέχεται την κριτική ότι εμπόδισε τη δημιουργία “ευρωπαίων πρωταθλητών” συγκρίσιμου μεγέθους με τις επιχειρήσεις που αναδύονται στις ΗΠΑ στο ψηφιακό πεδίο ή στην Κίνα στο βιομηχανικό πεδίο. Οι ρυθμίσεις της ΕΕ για τις συγχωνεύσεις έχουν ως στόχο να εμποδίζουν την ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωση της αγοράς που θα οδηγήσει σε υπερβολικά λίγο ανταγωνισμό μεταξύ των παικτών της αγοράς.
Υπάρχει κάποια στέρεη βάση γι’ αυτή την προσέγγιση; Όπως πάντα, χρειάζονται λεπτές διακρίσεις. Πρώτα απ’ όλα, το μέγεθος των επιχειρήσεων και η αντίστοιχη αποτελεσματικότητά τους δεν αντιμετωπίζονται ομοίως. Είναι αλήθεια ότι οι κλάδοι με υψηλά κόστη έρευνας και ανάπτυξης έχουν το συμφέρον να αποσβαίνουν το παθητικό τους με παραγωγή μεγάλης κλίμακας. Δεν υπάρχει όμως κάποιο εμπειρικό δεδομένο που να αποδίδει τις αποτυχίες των ευρωπαϊκών εταιριών στο διεθνές επίπεδο στο ανεπαρκές τους μέγεθος.
Αντιθέτως, οι ευρωπαϊκές εταιρίες αναπτύσσονται πιο ευνοϊκά στις παγκόσμιες αγορές ακριβώς γιατί ιδρύονται εντός πολύ ανταγωνιστικών εγχώριων αγορών. Έτσι, οι διεθνείς συγκρίσεις χρησιμοποιούνται καταχρηστικά. Για παράδειγμα, οι μεγάλες αμερικανικές ψηφιακές πλατφόρμες όπως το Facebook ή η Microsoft είχαν κυρίως μια οργανική ανάπτυξη μέσω τοπικών αγορών.
Ακόμη, η Επιτροπή ποτέ δεν επιδίωξε να εμποδίσει το σχηματισμό κλαδικών “γιγάντων” μέσω κάποιας πολιτικής της. Διάφορες συγχωνεύσεις που εγκρίθηκαν στο παρελθόν οδήγησαν στη δημιουργία ευρωπαϊκών γιγάντων στην αγορά, όπως για παράδειγμα συνέβη με τις συγχωνεύσεις της Anheuser-Busch InBev και της SAB Miller ή της PSA Group και της Fiat Chrysler.
Αυτό επιβεβαιώνεται στατιστικά. Μόλις 16 συγχωνεύσεις απορρίφθηκαν με βέτο από τις περίπου 5.000 που εξετάστηκαν από το 2000 και έπειτα. Από αυτές τις 16, οι 12 αφορούσαν συγχωνεύσεις μεταξύ ευρωπαϊκών εταιριών. Ακόμη, μολονότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να ασκεί βέτο σε συγχωνεύσεις και εξαγορές που αφορούν μία ή περισσότερες μη ευρωπαϊκές εταιρίες, υπήρξαν πολύ λίγες περιπτώσεις τελικής απόρριψης. Η απειλή όμως του βέτο σχεδόν σίγουρα σημαίνει ότι κάποια σχέδια εγκαταλείπονται πριν καν σταλούν προς έγκριση εξ αποτροπής.
Η Ευρώπη όντως επιβάλλει κάποιους περιορισμούς σε επιχειρήσεις που δεν έχουν αντιστοιχία σε άλλα μέρη του κόσμου. Στην ευρωπαϊκή πλευρά, ο έλεγχος των συγχωνεύσεων επιδιώκει να αντιμετωπίσει δομικά ζητήματα ενόψει υπερβολικών συγχωνεύσεων και εξαγορών. Στο πλαίσιο αυτών των μέτρων, οι εταιρίες υποχρεούνται να πουλήσουν κάποια μέρη των επιχειρήσεών τους πριν τη συγχώνευση. Πολύ συχνά, αυτές οι πρωτοβουλίες έχουν ως αποτέλεσμα μέρη των επιχειρήσεων αυτών να πέφτουν στα χέρια μη ευρωπαϊκών εταιριών. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στη μείωση των προβλέψεων της καθαρής συνολικής ανάπτυξης στην Ευρώπη.
Στις ΗΠΑ, οι αρχές ανταγωνισμού έχουν την τάση να καταφεύγουν σε “συμπεριφορικές” θεραπείες. Σε αντίθεση με τη δομική αντιμετώπιση που εστιάζει στην παραγωγή ενός άμεσου αποτελέσματος στην αγορά, η συμπεριφορική αντιμετώπιση αφορά τη μελλοντική συμπεριφορά μιας συγχωνευμένης εταιρίας. Τέτοια παραδείγματα περιλαμβάνουν την πρόσβαση σε κομβικές τεχνολογίες ή υποδομές, σε υποχρεώσεις ως προς την παροχή, και σε προβλέψεις αδειοδότησης ή τείχους προστασίας. Αυτή η λύση γίνεται συχνότερα αποδεκτή σε συγχωνεύσεις όπου τα ζητήματα ανταγωνισμού αφορούν τη νομική διαδικασία και όχι την αύξηση της ισχύος στην αγορά. Η συμπεριφορική αντιμετώπιση είναι επίσης πιθανότερο να γίνει αποδεκτή σε ρυθμισμένους κλάδους όπου ένας κρατικός φορέας μπορεί να παρακολουθεί τις συνθήκες της αγοράς σε μόνιμη βάση. Αυτό έχει ως ένα βαθμό συμβάλει στην έντονη αύξηση του ρυθμού των συγχωνεύσεων στις ΗΠΑ σε σύγκριση με την Ευρώπη.
Στην Κίνα, οι επιχειρήσεις που στηρίζονται από το κράτος έχουν οδηγήσει στη δραματική ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα της χώρας από την αρχή του αιώνα. Με τη βοήθεια μαζικών μάλιστα κρατικών επιδοτήσεων, οι κινεζικές εταιρίες συχνά υπερβαίνουν τις προβλέψεις για την ανάπτυξή τους παρά τις αυστηρές εμπορικές κυρώσεις που επιβάλλουν οι ΗΠΑ στην Κίνα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να εφαρμόσει συχνότερα “συμπεριφορικές θεραπείες”, κατά το παράδειγμα των ΗΠΑ. Αυτό με τη σειρά του θα αποτρέψει την απώλεια πολύτιμων περιουσιακών στοιχείων εκείνων των εταιριών που επιδιώκουν την ανάπτυξή τους. Η μάχη εναντίον των επιδοτήσεων που διαστρεβλώνουν τον ανταγωνισμό σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο είναι ένα ζήτημα που αφορά την εμπορική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, ένα ευρύ φάσμα πολιτικών, όπως αυτές που αφορούν τους παραγωγικούς κλάδους, τον ανταγωνισμό και το εμπόριο, μπορούν να βοηθήσουν τις ευρωπαϊκές εταιρίες να αυξήσουν την ισχύ και την επιρροή τους στις παγκόσμιες αγορές.
--
Ο Zine-Eddine Aklil είναι πολιτικός επιστήμων και διεθνολόγος, συντάκτης του δικτύου Epicenter.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 16 Μαρτίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.