Του Roman Wright
Το 1958, το ζευγάρι Βρετανών Alec και Moira Dickinson ίδρυσαν τη φιλανθρωπική οργάνωση Volunteer Service Overseas. Με μόνο όπλο τους το ευγενές όραμα ενός “κόσμου χωρίς φτώχεια”, η οργάνωση αυτή έδινε σε Βρετανούς που μόλις είχαν τελειώσει το σχολείο την ευκαιρία να προσφέρουν εθελοντικά την ανειδίκευτη εργασία τους σε αναπτυσσόμενες χώρες, διασφαλίζοντάς τους μόνο τα βασικά κόστη διαμονής και επιβίωσης. Έκτοτε, αυτή η τάση του “εθελοντουρισμού” (voluntourism) - των ταξιδιωτών από συνήθως πλούσια μέρη του κόσμου που περνούν τις διακοπές τους προσφέροντας δωρεάν υπηρεσίες σε αναπτυσσόμενες χώρες - έχει ενταθεί με απίστευτο ρυθμό, και το 2018 ο κλάδος αποτιμούνταν σε περίπου 2 δις δολάρια το χρόνο.
Όσο αγαθές προθέσεις κι αν φαίνεται ότι έχει αυτός ο κλάδος, υπάρχουν και αποστάτες απ' αυτόν, όπως για παράδειγμα η Ossob Mohamud και το κατηγορητήριο που δημοσίευσε στον Guardian.
“Ο βολονταρισμός σχεδόν πάντα αφορά μια ομάδα ιδεαλιστών και προνομιούχων ταξιδιωτών των οποίων η κοινωνικοοικονομική κατάσταση είναι πάρα πολύ διαφορετική από εκείνους τους οποίους υπηρετούν. Συχνά εισέρχονται σ' αυτές τις κοινότητες κατανοώντας λίγο ή και καθόλου την ιστορία, τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής των ντόπιων. Το μόνο που καταλαβαίνουν είναι η φτώχεια και οι υποτιθέμενες ανάγκες της κοινότητας, και για τους σκοπούς της εθελοντικής δράσης, αυτό φαίνεται να αρκεί”.
Αυτή η εκτίμηση είναι παραδόξως συνήθης. Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, οι εθελοντές είναι απλώς προνομιούχα παιδιά της Δύσης που θέλουν να εμπλουτίσουν το βιογραφικό τους χωρίς να ωφελήσουν πραγματικά τις κοινότητες που ισχυρίζονται ότι βοηθούν. Οι υπηρεσίες που προσφέρουν βλάπτουν την οικονομία στις περιοχές που επισκέπτονται καθώς αφαιρούν εργασία από τους ντόπιους. Η εργασία που προσφέρεται από τους τουρίστες συχνά δεν είναι όσο αποτελεσματική θα μπορούσε, καθώς έχουν συνήθων ελάχιστη κατάρτιση. Κάποιοι πιο μετριοπαθείς επικριτές διατυπώνουν το επιχείρημα ότι θα ήταν πολύ καλύτερο να δωρίζονται άμεσα στην εκάστοτε κοινότητα τα χρήματα που δαπανώνται για διακοπές εθελοντισμού. Άλλοι κάνουν ένα βήμα παραπάνω και υποστηρίζουν ότι ο εθελοντουρισμός είναι ένα παράδειγμα του πώς ο δυτικός κόσμος είναι “παντρεμένος με την αποικιοκρατία”.
Προβλήματα φυσικά μπορούν να ανακύψουν, ιδίως όπου εμπλέκονται παιδιά. Είναι στέρεα τεκμηριωμένο στην επιστημονική βιβλιογραφία ότι μια ατέρμονη “περιστρεφόμενη πόρτα” ενθουσιωδών δυτικών επισκεπτών μπορεί να εμποδίσει τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών λόγω του συνεχούς σχηματισμού και της αποκοπής προσωπικών δεσμών. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικές συναισθηματικές επιδείξεις που πολλοί επισκέπτες αντιλαμβάνονται ως μια ηθική επιβράβευση. Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εκεί: όσοι παρέχουν χειρωνακτική ανειδίκευτη εργασία, βοηθώντας για παράδειγμα στην ανέγερση σχολείων και νοσοκομείων, είναι κατά κανόνα πολύ λιγότερο αποδοτικοί απ' ό,τι ένας καταρτισμένος και έμπειρος επαγγελματίας, και θα ήταν καλύτερο για την κοινότητα αν αυτή η διαδικασία προσέφερε εργασία σε κάποιο από τα μέλη της.
Κανείς διανοητικώς έντιμος άνθρωπος δεν θα αμφισβητούσε ότι ο “εθελοντουρισμός” υστερεί έναντι της εναλλακτικής του να γίνει η δουλειά από έναν ντόπιο, που θα κατανοεί καλύτερα την κοινότητα και τις ανάγκες της και θα αποκτήσει μια ευκαιρία κερδοφόρας απασχόλησης. Αυτή η σύγκριση όμως είναι εξαιρετικά λάθος, καθώς η εναλλακτική δεν είναι αυτή. Αναλογιστείτε για παράδειγμα μια κοινότητα στην Κένυα που χρειάζεται απεγνωσμένα ένα δημοτικό σχολείο αλλά δεν έχει τους πόρους να το χτίσει - είτε για να αγοράσει τα υλικά, είτε για να πληρώσει για την εργασία. Οι οργανώσεις του εθελοντουρισμού παρέχουν δωρεάν στην κοινότητα τόσο την εργασία όσο και τα υλικά, μέσω του ποσού που χρεώνουν στους εθελοντές τους.
Η επιλογή που έχουν αυτές οι κοινότητες δεν είναι ανάμεσα σε έναν εθελοντή και σε έναν ντόπιο: είναι ανάμεσα σε έναν εθελοντή που θα κάνει τη δουλειά και στο να μην γίνει η δουλειά καθόλου. Ενώπιον αυτής της επιλογής, οι κοινότητες στη συντριπτική τους πλειονότητα επιλέγουν το πρώτο, απορρίπτοντας τις συγκρίσεις με την “αποικιοκρατία”. Και ενώ θα ήταν ακόμη πιο επωφελές οι τουρίστες να δώριζαν τα χρήματα που δαπανούν για το ταξίδι τους απευθείας στην κοινότητα, δεν μπορεί κανείς παρά να αμφισβητήσει την ακεραιότητα όσων διατυπώνουν αυτό το επιχείρημα: οι ίδιοι άραγε δεν πηγαίνουν ποτέ για διακοπές, αλλά δωρίζουν όλο το διαθέσιμο εισόδημά τους σε αναπτυσσόμενες χώρες; Εντέλει, το σημαντικό είναι πως οι εθελοντές αυτοί χρησιμοποιούν τον χρόνο και το χρήμα τους πολύ πιο παραγωγικά απ' ό,τι οι περισσότεροι από μας όταν πηγαίνουμε διακοπές, και οι επιθέσεις εναντίον τους είναι βαθιά άδικες.
Οι επικριτές του “εθελοντουρισμού” υποθέτουν τα χειρότερα για τους τουρίστες, ενώ σπανίως προτείνουν εναλλακτικές συμβουλές για το πώς θα μπορούσε κανείς να προσφέρει εθελοντικά στο εξωτερικό με θετικό τρόπο. Δεν είναι τυχαίοι ότι πολλοί από τους επικριτές αυτούς είναι επίσης έντονα εχθρικοί έναντι του δυτικού καπιταλισμού των αγορών. Ο εθελοντουρισμός όμως είναι μια έκφανση του πώς το σύστημα εφευρίσκει έξυπνους τρόπους για την επίλυση των προβλημάτων.
--
Ο Rowan Wright σπουδάζει μαθηματικά στο Κέμπριτζ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 14 Ιανουαρίου και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.